Σημαντικό έδαφος έχουν χάσει οι Ελληνικές εξαγωγές ιχθύων και θαλασσινών στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως έναντι της Ολλανδίας (πρόκειται για επανεξαγωγή με πηγή κυρίως την Τουρκία) και της Τουρκίας, μεταξύ των ετών 2012 και 2016 στις σημαντικότερες κατηγορίες νωπών και διατηρημένων σε απλή ψύξη, τόσο στο λαβράκι όσο και στην τσιπούρα.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στη μελέτη για την αγορά ιχθυών και θαλασσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στο Λονδίνο, υπάρχει σταθερή παρουσία ελληνικών προϊόντων, κυρίως ιχθυοκαλλιέργειας, στη βρετανική αγορά, αν και από το 2012 η τάση είναι πτωτική. Τα κυριότερα είδη είναι το λαβράκι και η τσιπούρα, τα οποία είναι ευρέως διαθέσιμα σε αλυσίδες λιανικής.
Ενδεικτκά αναφέρεται ότι το νωπό/διατηρημένο σε απλή ψύξη λαβράκι από μερίδιο 55% το 2012, το 2016 έχει κατέλθει στο 8%, ενώ η νωπή/διατηρημένη σε απλή ψύξη τσιπούρα από μερίδιο 62% το 2012, το 2016 έχει κατέλθει στο 21%.
Συνοπτικά, με μέσο όρο ελληνικών εξαγωγών περίπου 20 εκατ. λίρες κατ’ έτος την τελευταία δεκαετία, το 2016 οι εξαγωγές ανήλθαν σε 11,52 εκατ. λίρες, μειωμένες κατά -31% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
“Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι ένα μέρος της ελληνικής παραγωγής εξάγεται μέσω Ολλανδίας και ότι παρατηρείται αύξηση στην υποκατηγορία των κατεψυγμένων και ότι κάποιες εξαγωγές ίσως κατατάσσονται στη γενική κατηγορία «κάτω του κατωφλίου», η εικόνα παραμένει αρνητική, καθώς η κατανάλωση, ιδίως, του λαβρακιού βαίνει αυξανόμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο”, όπως αναφέρεται.
Οι σημαντικότερες κατηγορίες εξαγόμενων είναι τα νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη ψάρια, ακολουθούμενα από τα κατεψυγμένα ψάρια. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη ψαριών, αν και λόγω μεθοδολογικών αλλαγών της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας, η κατηγοριοποίηση είναι πολύ δύσκολη καθώς το 2016 περίπου 40% των εξαγωγών κατατασσόταν στην κατηγορία εμπόριο κάτω του κατωφλίου, η οποία περιλαμβάνει ως επί το πλείστον μικρές παραγγελίες. Επίσης, με την εξαίρεση της τσιπούρας και του λαβρακιού, υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα των εξαγόμενων ειδών από έτος σε έτος.
Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν συμπλέουν με τα στοιχεία των βρετανικών αρχών, καθώς δείχνουν μια πιο σταθερή πορεία των εξαγωγών μας το εν λόγω διάστημα. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, πραγματοποιούνται αξιοσημείωτες ελληνικές εξαγωγές καρχαροειδών (2016: 3,1 εκατ. ευρώ) και καβουριών (2016: 0,52 εκατ. ευρώ), οι οποίες, όμως, δεν καταγράφονται από τις βρετανικές αρχές.
Παράγοντες που επηρεάζουν ζήτηση – προσφορά
Επιγραμματικά αναφέρεται ότι μετά από μια μακράς διαρκείας αναδιάρθρωση, η πλευρά της προσφοράς έχει βρει ένα σημείο ισορροπίας, όπου οι μεγάλοι αλιευτικοί στόλοι και οι εναπομείνασες μεταποιητικές μονάδες λειτουργούν με ικανοποιητικά περιθώρια λειτουργικής κερδοφορίας, γεγονός που τους επιτρέπει να αυξάνουν το προϊοντικό τους εύρος, να προσδίδουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στο προϊόν τους, μέσω της βιολογικής πιστοποίησης, της πιστοποίησης βιώσιμου πορισμού και της ελκυστικότερης παρουσίασης των προϊόντων τους. Δεδομένου ότι η αλιεία είναι σε μεγάλο βαθμό ρυθμισμένη από ποσοστώσεις, κανονισμούς της ΚΠΑ και εξαρτάται, ως πρωτογενής παραγωγή, από αστάθμητους παράγοντες, απαιτείται τακτική παρακολούθηση των τάσεων, σχεδιασμός και ευελιξία, αλλά παράλληλα και σταθερότητα, όσον αφορά τις ροές πληρωμών, στοιχείο που καθιστά τους κρίκους της αλυσίδας εξαρτημένους από τον τελευταίο κρίκο, που είναι συνηθέστερα οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής. Η ζήτηση, από την άλλη πλευρά, είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε ζητήματα τιμής, ευκολίας κατανάλωσης και ελκυστικής παρουσίασης του προϊόντος. Οι δημόσιες παραινέσεις, τόσο από κλαδικούς φορείς όσο και από κρατικούς φορείς, για αύξηση της κατανάλωσης ψαριών δρουν ενισχυτικά, αλλά δεν αποτελούν τον καταλυτικό παράγοντα στις αποφάσεις των καταναλωτών. Η επικείμενη Έξοδος του ΗΒ από την Ε.Ε. και οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που θα συμφωνηθούν όσον αφορά στην αλιεία θα είναι, επίσης, καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των συνθηκών της 25 αγοράς. Ήδη λόγω της υποτίμησης της στερλίνας, διαφαίνεται πτώση της κατανάλωσης εκτός σπιτιού, στοιχείο που αποτελεί πρόδρομο δείκτη για το σύνολο της αγοράς. Η πιθανολογούμενη πτώση, πάντως, δε συνεπάγεται πτώση για όλα τα είδη, καθώς η παρατηρούμενη «πόλωση» των καταναλωτών, ήτοι μείωση της συνολικής κατανάλωσης, αλλά αύξηση της κατανάλωσης πιο premium προϊόντων, ίσως, ευνοήσει τα ελληνικά προϊόντα που θεωρούνται κορυφαίας ποιότητας.
Προοπτικές ελληνικών προϊόντων
Οι προοπτικές των ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας είναι θετικές, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία, η κατανάλωση της τσιπούρας και του λαβρακιού αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Η έγκαιρη αναδιάρθρωση της εγχώριας παραγωγικής δομής εκτιμάται ότι θα επιδράσει, επίσης, ευεργετικά στις σχέσεις των ελληνικών εταιρειών με τους εισαγωγείς/χονδρεμπόρους, καθώς οι εξαιρετικά ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν στην αλυσίδα εφοδιασμού στο ΗΒ οδηγούν τους δραστηριοποιούμενους στην αγορά να χρησιμοποιούν συνήθως τους πιο αδύναμους κρίκους της αλυσίδας ως βαλβίδα αποσυμπίεσης. Από την άλλη πλευρά, η ένταση του ανταγωνισμού αυξάνεται με συνέπεια την πτώση του μεριδίου των ελληνικών προϊόντων την τελευταία πενταετία. Δεδομένης της ευαισθησίας των βρετανών καταναλωτών στις μεταβολές των τιμών και του εισοδήματος τους, η υποτίμηση της στερλίνας και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση ψαριών εν γένει και ιδίως στα πιο ακριβά είδη.