Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ο Σταύρος Χριστοδούλου µιλάει στα “Χ.Ν.” µε αφορµή τη συµµετοχή του στο Φεστιβάλ Βιβλίου

Ο βραβευµένος Κύπριος συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου έρχεται στα Χανιά για να συµµετάσχει στο 3ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, το οποίο διεξάγεται από τις 26 έως τις 30 Ιουνίου. 

Ο Σταύρος Χριστοδούλου είναι συγγραφέας τεσσάρων µυθιστορηµάτων, των «Hotel National (Καλέντης 2016)», «Τη µέρα που πάγωσε ο ποταµός (Καστανιώτης 2018)», «Τρεις σκάλες Ιστορία (Καστανιώτης 2020)» και «Μαύρο Φλαµίνγκο (Καστανιώτης 2023)». Ο Σταύρος Χριστοδούλου έχει τιµηθεί µε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος της Κύπρου. Στο Φεστιβάλ συµµετέχει µαζί µε τη συγγραφέα Ελένη Πριοβόλου µε αφορµή τα µυθιστορήµατά τους «Βαθύ σκοτάδι πριν την αυγή» της Πριοβόλου και «Μαύρο Φλαµίνγκο» του Χριστοδούλου. Ο κ. Χριστοδούλου λέει στη συνέντευξή του στα Χ.Ν. σχετικά µε τη θεµατική που θα συζητήσουν µε την Ελένη Πριοβόλου, «Αποσυνάγωγοι του χρόνου και του τόπου. ήρωες και αντιήρωες στον κόσµο που πεθαίνει και στον κόσµο που έρχεται»: «Τα βιβλία µας, θεµατολογικά, ακόµα και υφολογικά, δεν έχουν σχέση αλλά συναντιόµαστε στη θέαση της ζωής µέσα από τη λογοτεχνία. Οι ήρωες και οι αντιήρωες στον κόσµο που πεθαίνει και στον κόσµο που έρχεται είναι ένας θαυµάσιος καµβάς για να αποτυπωθούν ενδιαφέρουσες σκέψεις».

• Κύριε Χριστοδούλου, θα συµµετάσχετε στο Φεστιβάλ Βιβλίου των Χανίων, πώς προέκυψε η συγγραφή µετά από τη δηµοσιογραφία; 

Κατ’ αρχάς πρέπει να σας πω ότι χαίροµαι πολύ για τη συµµετοχή µου στο Φεστιβάλ. Και γιατί γνωρίζω πόσο αξιόλογη είναι η διοργάνωση, αλλά και για την επιστροφή µου στην πόλη σας έπειτα από πολλά χρόνια. Παλαιότερα, σε ένα διάλειµµα της δηµοσιογραφικής µου καριέρας, η δουλειά µου µε έφερε στα Χανιά για µερικές βδοµάδες και είχα την ευκαιρία να αγαπήσω την πόλη και τους ανθρώπους της. Γενικά εγώ είµαι των ταξιδιών ή αν θέλετε τα ταξίδια καθόρισαν σε µεγάλο βαθµό την πορεία µου στη ζωή. Η δηµοσιογραφία ήταν ένα τέτοιο µεγάλο ταξίδι που ακόµα διαρκεί. Όσο για τη συγγραφή προέκυψε αβίαστα, από µια ανάγκη να αφηγηθώ πράγµατα που απαιτούσαν και µεγαλύτερη άπλα και µια βαθύτερη µατιά. Συγγενείς χώροι είναι η δηµοσιογραφία µε τη λογοτεχνία υπό την έννοια ότι το εργαλείο, η γλώσσα, είναι ίδιο. Απ’ εκεί και πέρα στη συγγραφή ισχύουν άλλοι µηχανισµοί, πιο εσωτερικοί, που κάνουν το ταξίδι πολύ πιο προσωπικό. 

• Είστε συγγραφέας τεσσάρων µυθιστορηµάτων, υπάρχει µεταξύ τους κάποια συνάφεια, είτε ως προς τις ιστορίες που θέλετε να αφηγηθείτε είτε ως προς το χτίσιµο των χαρακτήρων; 

Είµαι συγγραφέας της µεγάλης φόρµας, µε το χτίσιµο των χαρακτήρων να είναι ενδεχοµένως το πιο χαρακτηριστικό στο είδος της λογοτεχνίας που υπηρετώ. Κάπου εδώ τελειώνουν όµως οι οµοιότητες, καθώς το θέµα κάθε φορά καθορίζει και τη ταυτότητα του κάθε βιβλίου. Το δεύτερο µου µυθιστόρηµα επί παραδείγµατι κατατάχτηκε στη νουάρ λογοτεχνία, αν και πρέπει να οµολογήσω πως όταν το έγραφα δεν ήταν κάτι που είχα αντιληφθεί. Το έγκληµα, που ήταν στον πυρήνα του βιβλίου, το διαχειρίστηκα εντελώς προσχηµατικά. Ένα χαρακτηριστικό πάντως που θα έλεγε κανείς ότι συνδέει τα τρία µου βιβλία είναι ο πρόσφυγας τόσο κατά την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισµού όσο και κατά τη µετα-σοβιετική εποχή. Στο «Hotel National» ήταν ο Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας που έζησε στο καθεστώς Τσαουσέσκου. Στο «Τη µέρα που πάγωσε ο ποταµός» ο Ούγγρος µετανάστης στο περιθώριο της σύγχρονης Αθήνας. Και στο τελευταίο µου βιβλίο, το «Μαύρο Φλαµίνγκο», οι Ελληνοπόντιοι πρόσφυγες από τη Γεωργία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μόνο το «Τρεις σκάλες Ιστορία» έχει αµιγώς κυπριακό θέµα, όλα τα άλλα καταγράφουν διαφορετικές όψεις της µεγαλύτερης ίσως φενάκης του 20ού αιώνα. 

• Ιστορικό παρελθόν και λογοτεχνία είναι εύκολο να συναντηθούν οι δρόµοι τους; 

Εύκολο, απαραίτητο, µοιραίο… Πρόκειται για δρόµους παράλληλους οι οποίοι ενίοτε εφάπτονται ή αλληλοσυµπληρώνονται. Η Ιστορία ανατροφοδοτεί τη λογοτεχνία. Είναι µια ανεξάντλητη πηγή έµπνευσης και όχι µόνο για τα ιστορικά µυθιστορήµατα. Στη δική µου περίπτωση η Ιστορία λειτουργεί ως φόντο ή υπόβαθρο. Σε κάθε περίπτωση καθορίζει τους ήρωές µου οι οποίοι κινούνται, ζουν και αναπνέουν στη σκιά των εµβληµατικών γεγονότων τα οποία σηµάδεψαν την εποχή τους. Απ’ την άλλη, κάτι που συνεχίζει να µε γοητεύει ως συγγραφέα είναι ο απόηχος των γεγονότων. Όχι τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθαυτά αλλά η επίδρασή τους στον ψυχισµό των ανθρώπων. Το «Τρεις σκάλες Ιστορία» είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγµα. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται το καταστροφικό καλοκαίρι του 1974 όπου η κεντρική µου ηρωίδα βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση από ένα Τούρκο αξιωµατικό. Το κέντρο βάρος όµως του βιβλίου είναι άλλο, µια «παράπλευρη απώλεια» µε θύµατα όλους εµάς που µεγαλώσαµε στην µεταπολεµική Κύπρο. Αναφέροµαι στη φθορά της µνήµης η οποία αναπόδραστα οδηγεί ακόµα και σε µειωµένες ηθικές αντιστάσεις. 

• Συµµετέχετε στο φεστιβάλ, µαζί µε την Ελένη Πριοβόλου, µε θεµατική ήρωες και αντιήρωες, οι ήρωές σας είναι –κατά κάποιον τρόπο αποσυνάγωγοι… γιατί σας γοητεύει αυτή η ανθρώπινη πλευρά; 

Η αλήθεια είναι πως οι ευτυχισµένοι άνθρωποι µε τις τακτοποιηµένες ζωές µε αφήνουν αδιάφορο. ∆εν το βρίσκω ενδιαφέρον υλικό για τη λογοτεχνία. Σε αντίθεση µε τους τσαλακωµένους ήρωες, όπως συνηθίζω να λέω, οι οποίοι παλεύουν µε τους δαίµονές τους. Στο «Μαύρο Φλαµίνγκο», που κυκλοφόρησε τον περασµένο Οκτώβριο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, ο Λεβάν είναι ένα τέτοιο παιδί. Ένα παιδί αποσυνάγωγο το οποίο προσπαθεί να γίνει ορατό σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ο θυµός και η ανάγκη να είναι συµβατός εκεί όπου θα έχει διακριτή ταυτότητα τον οδηγούν στη σκοτεινιά της Ακροδεξιάς. Η Σχολή Πυγµαχίας του Ερµή Σαραντάκου τον διαβρώνει, αλλά όχι στο σηµείο να παραδοθεί αµαχητί. Έτσι βρίσκεται διαρκώς σε µια πάλη µε τον εαυτό µου, ενώ γύρω του η πόλη αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν, ό,τι συνιστά τον παλιό κόσµο αλλάζει κάτω από το βάρος µιας τοξικότητας που ιδεολογικοποιεί τη βία. Γι’ αυτά τα θέµατα ανάµεσα σε άλλα θα µιλήσουµε µε την Ελένη Πριοβόλου, µια συγγραφέα που εκτιµώ βαθιά. Τα βιβλία µας, θεµατολογικά, ακόµα και υφολογικά, δεν έχουν σχέση αλλά συναντιόµαστε στη θέαση της ζωής µέσα από τη λογοτεχνία. Οι ήρωες και οι αντιήρωες στον κόσµο που πεθαίνει και στον κόσµο που έρχεται είναι ένας θαυµάσιος καµβάς για να αποτυπωθούν ενδιαφέρουσες σκέψεις. 

 

…Κάτι που συνεχίζει να µε γοητεύει ως συγγραφέα είναι ο απόηχος των γεγονότων. Όχι τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθαυτά αλλά η επίδρασή τους στον ψυχισµό των ανθρώπων…

• Κατάγεστε από την Κύπρο, ζείτε και εργάζεστε εκεί, τι σηµαίνει για έναν συγγραφέα να προέρχεται από µία µικρή σε µέγεθος χώρα; 

Σηµαίνει πιο περιορισµένο αναγνωστικό κοινό, λιγότερες ευκαιρίες και µικρότερη διαδραστικότητα µε άλλους συγγραφείς. Αυτό το ένιωσα πολύ έντονα όταν το µυθιστόρηµά µου «Τη µέρα που πάγωσε ο ποταµός» τιµήθηκε µε το ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνίας. Τότε έκανα αναγκαστικά τις µοιραίες συγκρίσεις. Απ’ την άλλη δεν είναι στη φύση µου η γκρίνια, γι’ αυτό λέω πως τα βιβλία βρίσκουν τελικά το δρόµο τους παρά τις όποιες αντιξοότητες. Η δική µου επιλογή ήταν να αναζητήσω εκδότη στην Ελλάδα, αφού η δουλειά µου απευθύνεται στο ελληνόφωνο κοινό. Είναι πολλά που πρέπει βεβαίως να γίνουν στην Κύπρο όπου δεν υπάρχει κρατική πολιτική για το βιβλίο. Μόλις πρόσφατα αποκτήσαµε υφυπουργείο Πολιτισµού, το οποίο προσπαθεί ακόµα να απογαλακτιστεί από το υπουργείο Παιδείας. Πρέπει να γίνουν πολλά και το καλλιτεχνικό δυναµικό της χώρας βρίσκεται σε αναµονή. Ώσπου να δροµολογηθούν οι πολιτικές που θα βγάλουν τη λογοτεχνία από το περιθώριο οι συγγραφείς συνεχίζουµε να βαδίζουµε στον µοναχικό µας δρόµο.

• Έχει σηµασία για εσάς η εντοπιότητα στη συγγραφή; 

–Πολύ µικρή σηµασία. Το πιο γοητευτικό στη λογοτεχνία άλλωστε είναι όταν υπερβαίνει τα γεωγραφικά σύνορα και τις εθνικές ταυτότητες. Η αξία της εντοπιότητας βρίσκεται στα ειδικά χαρακτηριστικά, στις φωτοσκιάσεις της γραφής και στην ατµόσφαιρα που αλλάζει από τόπο σε τόπο. Ακόµα και σε γεωγραφικές περιοχές στην ίδια επικράτεια. Όταν όµως ένα βιβλίο είναι σπουδαίο η δυναµική του καταργεί έννοιες όπως η εντοπιότητα. Το «Πατρίδα» του Αραµπούρου για παράδειγµα θα µπορούσε κάλλιστα να µην ήταν τοποθετηµένο στην χώρα των Βάσκων αλλά στην Κύπρο της δεκαετίας του 1970. 

• Χρησιµοποιείτε στα βιβλία σας ελάχιστα την κυπριακή ελληνική… Θα διαβάζατε ένα λογοτεχνικό κείµενο στην κρητική διάλεκτο; 

Ένα καλό βιβλίο µπορεί να σπάσει το φράγµα της διαλέκτου. Υπάρχει βεβαίως ένας βαθµός δυσκολίας στην ανάγνωση αλλά για µένα τουλάχιστο δεν λειτουργεί αποτρεπτικά. Ίσα-ίσα µε ερεθίζει η ιδέα να διαβάσω στη διάλεκτο και βεβαίως η κρητική δεν αποτελεί εξαίρεση. 

Θα αποτολµούσατε µία άποψη για το πώς µπορούν να συγκλίνουν οι συγγραφείς Κύπρου και Κρήτης, ως νησιών µε τη δική τους έντονη ταυτότητα. 

Πέρυσι τον Νοέµβριο συµµετείχα στην έκθεση βιβλίου της Γουαδαλαχάρα, τη µεγαλύτερη στη Λατινική Αµερική. Ήµουνα λοιπόν σε ένα πάνελ µε ένα Ιρλανδό συγγραφέα, µε κοινό σηµείο αναφοράς ότι είµαστε και οι δύο νησιώτες. Ήταν µια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία µου γέννησε σκέψεις που δεν είχα επεξεργαστεί. Το γεγονός ότι γεννιόµαστε, µεγαλώνουµε και δηµιουργούµε σε ένα τόπο χωρίς χερσαία σύνορα επηρεάζει τόσο τον ψυχισµό όσο και την ιδιοσυγκρασία µας. Η Κύπρος και η Κρήτη ξεκινούν από αυτή την ίδια αφετηρία: δυο µεγαλόνησοι µε βαθιές ιστορικές ρίζες. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαµπρό για τα πανεπιστήµια µας να ανοίξουν πολιτιστικούς διαύλους επικοινωνίας. Για τους συγγραφείς θα είναι µια πολύ παραγωγική και ουσιαστική διαδικασία. 

 

 

Σταύρος Χριστοδούλου – Ελένη Πριοβόλου, ”Αποσυνάγωγοι του χρόνου και του τόπου. ήρωες και αντιήρωες στον κόσµο που πεθαίνει και στον κόσµο που έρχεται”: Παρασκευή 28 Ιουνίου, ώρα 8 µ.µ. Θέατρο ”Μίκης Θεοδωράκης”, Αίθουσα 2.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα