Συνταγματικό και νόμιμο έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος του υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού, για το άνοιγμα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, εκτός από μία παράγραφο που αφορά τη συμμετοχή των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων.
Συγκεκριμένα, στο Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος στο οποίο καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, κ.λπ. για τη χορήγηση άδειας σε:
1) Φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού
2) Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού (ιδιώτες μη φαρμακοποιοί)
3) Συνεταιρισμούς μέλη της «Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας».
Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο καλοκαίρι, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε υπουργική απόφαση, η οποία προέβλεπε, μεταξύ των άλλων, ότι μπορούσαν να ιδρυθούν φαρμακεία από μη αδειούχους φαρμακοποιούς, υποχρεωτικά υπό εταιρική μορφή (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης), αρκεί ένα μέλος να είναι φαρμακοποιός και να έχει μετοχικό μερίδιο 20%.
Σήμερα, το Ε’ Τμήμα του ΣτΕ, με την υπ΄ αριθμ. 26/2018 γνωμοδότησή του, με πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγήτρια την πάρεδρο Θεοδώρα Ζιάμου, έκριναν ότι είναι σύμφωνοι με το άρθρο 5 του Συντάγματος οι εισαγόμενοι με το σχέδιο διατάγματος «περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των φαρμακοποιών και την επιχειρηματική ελευθερία των ιδιωτών – μη φαρμακοποιών, όσον αφορά την υποχρεωτική επιλογή εταιρικής μορφής και τη συμμετοχή στη σύνθεση του εταιρικού κεφαλαίου των φαρμακευτικών ΕΠΕ, με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα των συμμετεχόντων».
Παράλληλα, το ΣτΕ αναφέρει ότι δεν εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας η πρόβλεψη του διατάγματος «περί της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ΕΠΕ ιδιοκτησίας αδειούχου- μη φαρμακοποιού, επιστήμονα φαρμακοποιού με ποσοστό εταιρικής μερίδας 20%» και προσθέτει ότι «η νέα ρύθμιση περί διαχωρισμού του ιδιοκτησιακού και επιχειρησιακού τομέα των φαρμακείων από τον τομέα της παροχής αμιγώς φαρμακευτικών υπηρεσιών θεσπίζεται νομίμως, από το ελληνικό κράτος, κατ’ εκτίμηση των σύγχρονων διεθνών αντιλήψεων περί ανοίγματος των ελεύθερων επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη και των δεσμεύσεων της χώρας για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων με μείωση των περιορισμών, μεταξύ άλλων στα φαρμακεία». Στο σημείο αυτό, επικαλούνται οι δικαστές τη μνημονιακή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η επίμαχη ρύθμιση κρίθηκε «αναγκαία για την αντιμετώπιση των φαινομένων της υπερκατανάλωσης φαρμάκων, της τεχνητής ζήτησης φαρμάκων και της προώθησης των μη γενοσήμων φαρμάκων, που προκαλούν αύξηση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης και υπέρμετρη επιβάρυνση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εκτιμάται από τα ως άνω κείμενα ότι δύνανται να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, και στο μονοπώλιο του εμπορίου φαρμάκων εκ μέρους του κλειστού επαγγελματικού κύκλου των φαρμακοποιών. Η άρση του εν λόγω μονοπωλίου θεωρείται ότι θα συμβάλει στη διαμόρφωση από την ίδια την αγορά τόσο της προσφοράς και της ζήτησης των φαρμάκων, όσο και της ποιότητας των παρεχόμενων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών».