» Ocean Vuong (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδόσεις Gutenberg)
Το autofiction, ή μυθιστορηματοποιημένη αυτοβιογραφία αν προτιμάτε, είναι ένας όρος σχετικά πρόσφατος, που επινοήθηκε για να περιγράψει κάτι τόσο παλιό όσο και η ίδια η λογοτεχνία, την ανάμειξη δηλαδή του προσωπικού και του μυθοπλαστικού. Όπως σωστά σημειώνει ο Κώστας Καλτσάς στο επίμετρο του Περιγράμματος, του πρώτου μέρους της τριλογίας της Ράσελ Κασκ, που θεωρείται ένα από τα πρώτα και πλέον αξιόλογα δείγματα autofiction, ο Μαρσέλ Προυστ θα εξέφραζε τις αντιρρήσεις του. Ως όρος μοιάζει να αποτελεί εργαλείο κυρίως του μάρκετινγκ, που διέκρινε σε αυτόν την εξέλιξη της ανέκαθεν χρήσιμης για την προώθηση ενός έργου υποσημείωσης: βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα· καθόλου έκπληξη δεν πρέπει να προκαλεί που τόσο η ονοματοδοσία όσο και η άνθηση του λογοτεχνικού αυτού υποείδους συνέπεσε χρονικά με την επικράτηση των κοινωνικών δικτύων, εκεί που το προσωπικό κεκαλυμμένα αρθρώνεται.
Η κυκλοφορία του βιβλίου του Ocean Vuong το 2019 γνώρισε θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς, βρίσκοντας ταυτόχρονα θέση ανάμεσα στα ευπώλητα και τα αξιόλογα βιβλία της χρονιάς. Ο Ocean Vuong, γεννημένος στο Βιετνάμ το 1988, συστήθηκε αρχικά ως ποιητής, κάτι το οποίο καθίσταται ευκόλως εμφανές κατά την ανάγνωση του Στη γη είμαι πρόσκαιρα υπέροχοι. Σε ηλικία δύο ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αμερική, όπου και διαμένει ως σήμερα. Μητρική γλώσσα του Ocean Vuong είναι τα βιετναμέζικα, τη στιγμή που ζει και δημιουργεί χρησιμοποιώντας την αγγλική, και αυτή η ιδιαιτερότητα, σύμφυτη της ταυτότητας του μετανάστη δεύτερης γενιάς, συνεπικουρούμενη από το γεγονός πως το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι αποτελεί μια επιστολή προς την αναλφάβητη μητέρα του, ήταν εκείνη που, πέραν της περιρρέουσας ατμόσφαιρας σχετικά με το βιβλίο, μου προκάλεσε την επιθυμία να το διαβάσω σχεδόν με την κυκλοφορία της ελληνικής έκδοσης.
Ας αρχίσω για άλλη μια φορά. Έτσι ξεκινά την επιστολή προς τη μητέρα του ο Ocean Vuong. Ας αρχίσω για άλλη μια φορά μήπως και ετούτη τα καταφέρω. Δεν τοποθετεί τυχαία τη φράση αυτή ως εναρκτήρια, επιθυμεί να δηλώσει το πόσο σημαντικό είναι για εκείνον αυτό το γράμμα, το πόσο τον απασχολεί να βρει τον τρόπο για να της πει όσα έχει να της πει, να αναφερθεί σε όλες τις απόπειρες που κατέληξαν τσαλακωμένες στον κάδο, σε όλα τα αρχεία που διαγράφησαν οριστικά με το πάτημα απλώς και μόνο ενός κουμπιού. Η απλή αυτή φράση καθιστά την ανάγκη του να απευθυνθεί στη μητέρα του ως την πρωταρχική συγγραφική επιδίωξη του παρόντος έργου. Αγαπημένη μου μαμά, Σου γράφω σε μια προσπάθεια να σε πλησιάσω – ακόμα και αν κάθε λέξη που βάζω κάτω στο χαρτί με απομακρύνει περισσότερο από σένα. Η προσφώνηση αγαπημένη μου μαμά γλυκιά και συνάμα τυπική, υπακούει στον κανόνα της συγγραφής μιας επιστολής, δημιουργεί εντούτοις μια πρώτη απόσταση. Έχει επίγνωση πως εκείνη δεν θα μπορέσει να διαβάσει ποτέ την επιστολή αυτή, ακόμα και αν εκείνος καταφέρει να την ολοκληρώσει, γραμμένη σε μια γλώσσα την οποία εκείνη δεν γνωρίζει, τη στιγμή που η έκδοσή της θα καταλύσει τον προσωπικό χαρακτήρα της εκμυστήρευσης αυτής. Εξ αρχής, λοιπόν, η επιστολή δεν έχει ως παραλήπτρια εκείνη στην οποία απευθύνεται. Το κίνητρο τίθεται εν αμφιβόλω. Θα μπορούσε να ‘ναι ο επικήδειος λόγος του συγγραφέα κατά την τελετή ταφής της μητέρας του. Προκύπτουν έτσι μια σειρά από ερωτήματα: ποια είναι η πραγματική ανάγκη του συγγραφέα, πόσο μεγαλύτερη ή μικρότερη ελευθερία του δίνει η αδυναμία εκείνης να διαβάσει αυτή την επιστολή, υπάρχουν πράγματα τα οποία θα μπορούσε κανείς να μοιραστεί με όλο τον κόσμο αλλά θα τα κρατούσε κρυφά από τη μητέρα του, και κυρίως, είναι η απεύθυνση σε εκείνη απλώς ένα αφηγηματικό τέχνασμα;
Η διάρθρωση της επιστολής δεν έχει συγκρουσιακές κορυφώσεις, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα κατηγορώ του Vuong προς τη μητέρα του. Η απόστασή τους υπήρξε η πιο σκληρή απ’ όλες και είναι η απουσία επικοινωνίας. Η επιστολή αυτή αποτυπώνει ακριβώς την απουσία αυτή. Ακόμα και μιλώντας την ίδια γλώσσα, μητέρα και γιος εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, στο χάσμα των γενεών και στις διαφορετικές προσλαμβάνουσες έρχονται να προστεθούν τα όρια που η γλώσσα θέτει. Έτσι, η μητέρα καθίσταται για τον συγγραφέα μια άγνωστη. Η επιστολή έρχεται να γεφυρώσει την απόσταση αυτή, καίτοι εκείνη δεν θα διαβάσει ποτέ την επιστολή αυτή, να συμπεριλάβει μέρος εκείνων τα οποία ο Vuong θα ήθελε να έχει μοιραστεί μαζί της αλλά δεν μπορεί, γιατί δεν υπάρχει η γλώσσα εκείνη που θα επέτρεπε το σίμωμα, τα λόγια εκείνα που θα είχαν ενισχύσει τις αγκαλιές, που θα είχαν πληγώσει τη σιωπή ανάμεσά τους, που θα είχαν απαλύνει τα συναισθήματα, είναι ο τρόπος του συγγραφέα να της πει πόσο του λείπει όλα αυτά τα χρόνια, πόσο παράξενο είναι γι’ αυτόν η γλώσσα στην οποία έχει κλίση, για την οποία πληρώνεται και επαινείται να αποτελεί το ανυπέρβλητο εμπόδιο μεταξύ τους. Αλλά ταυτόχρονα η επιστολή αυτή αποτελεί και ένα ιδιότυπο γλωσσικό μανιφέστο κάποιου που αισθάνεται μετανάστης σε μία γλώσσα, παρότι τη διδάχτηκε από μικρός και ως ένα ανώτατο επίπεδο. Η αγγλική δεν είναι η μητρική του γλώσσα, γλώσσα με την οποία εκφράζουμε το συναίσθημα και την οποία διδασκόμαστε από την πρώτη μας τροφό. Έτσι η κλίση συναντά την ανάγκη να εντοπιστούν οι λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στις λέξεις που προσδιορίζουν και φέρνουν στην επιφάνεια τα συναισθήματα του Vuong, λέξεις που δεν χωρίζονται ανάμεσα σε υψηλές και αγοραίες, εύηχες και μη.
Η ιδιότυπη λυρικότητα χαρακτηρίζει την επιστολή αυτή, κινείται στο όριο της πρόκλησης χωρίς όμως να διαφεύγει της αυθεντικότητας πλησιάζοντας στη δηθενιά. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική και δεν θα μπορούσε να είναι άλλωστε σε ένα κείμενο που άγεται από τη μνήμη, αίσθηση θραυσμάτων η οποία ενισχύεται από την ιδιαίτερη τυπογραφική μορφολογία του κειμένου. Υπάρχουν δύο θάνατοι που ρίχνουν τη σκιά τους βαριά, εκείνος της γιαγιάς του Vuong, της μητέρας της μητέρας του, και του πρώτου εραστή του. Και οι δύο θάνατοι λειτουργούν ως συνεκτικοί ιστοί με το παρελθόν, η γιαγιά με το Βιετνάμ, τη ζωή εκεί κατά τον πόλεμο των Αμερικανών, οι ρίζες οι δικές του αλλά και της μητέρας του, η οποία ίσως με τη σειρά της θα ήθελε να απευθυνθεί στη δική της μητέρα για όσα δεν μπόρεσαν ποτέ να πουν, και ο Τρέβορ, που πέθανε από χρήση ναρκωτικών, τη στιγμή που ο συγγραφέας είχε ήδη αφήσει πίσω του εκείνα τα υποβαθμισμένα προάστια με τα τροχόσπιτα των απόκληρων, σπουδάζοντας λογοτεχνία και ποίηση, που είναι εκεί για να του θυμίζει από πού ξεκίνησε και ποιος είναι. Αλλά και ο πόλεμος του οποίου γόνος υπήρξε, απόρροια του γάμου της γιαγιάς του με έναν Αμερικανό στρατιώτη, γάμος που αποτέλεσε και το διαβατήριο για τη μετανάστευση στην Αμερική, που θέτει ακόμα μια παραδοξότητα κατά την οποία τα θύματα ενός πολέμου αναζητούν μια καλύτερη ζωή στη χώρα του εχθρού.
Το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι συνδυάζει σε ικανοποιητικό βαθμό το συναίσθημα του βιώματος και τον εξωτικό χαρακτήρα της αφήγησης, την αναζήτηση της ταυτότητας και την ανάγκη για ρίζες, έχοντας στο επίκεντρό του τη γλώσσα. Παρά τον έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τού κειμένου απουσιάζει η αίσθηση του κοιτάγματος μέσα από την κλειδαρότρυπα αλλά και η αδιαφορία για την ιστορία κάποιου με τον οποίο δεν σχετιζόμαστε συναισθηματικά, και εδώ έγκειται, θεωρώ, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο autofiction και τα απομνημονεύματα, στο εμβαδόν που προσφέρει στον αναγνώστη για να διακρίνει πράγματα δικά του, πιθανά θραύσματα μιας δικής του επιστολής. Το βιβλίο του Vuong συνομιλεί διακριτικά με τους Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον, αν και εδώ η θεωρία και η τέχνη στέκουν εμφανώς πιο αμήχανες ως προς την κατανόηση και τη διαχείριση του συναισθήματος και του αυτοπροσδιορισμού. Για τον σημερινό αναγνώστη, το ανοίκειο συναίσθημα που προκαλεί η λογοτεχνία εν γένει, στο autofiction, που η μυθιστορηματοποιημένη αφήγηση τίθεται εξ αρχής ως κάτι που συνέβη πραγματικά, μοιάζει να είναι ακόμα πιο έντονο και αναγκαίο.