Κουβέντα έπιασα προχθές με την ομορφοκόρη.
Την Άνοιξη τη λυγερή με τσι πολλές τσι χάρες.
Κι ερώτηξά τη να μου πει, πού βρίσκει τα λουλούδια,
και μας στολίζει τη ζωή μ’ έτσα λοής καλούδια.
Και σαν εσκέφτηκε καλά, μου λέει με τρυφεράδα:
Ετούτα ούλα που θωρείς, δεν είν’ από δικού μου.
Θέλημα είναι του Θεού, που πρόσταξε το νου μου
κι έσειξα μ’ επιμέλεια τούτα τα μεγαλεία,
που θα γεννήσουνε καρπούς με Θεία ευλογία.
Να θρέψουν πλούσιους και φτωχούς!