Μετά τη ρωμαϊκή περίοδο κατά την οποία η Κρήτη είχε περάσει στην αφάνεια, ειδικά όσον αφορά στον χώρο της λογοτεχνίας, ακολουθεί η πρώτη βυζαντινή περίοδος που διαρκεί από το 395μ.Χ. έως και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς Άραβες το 824μ.Χ.
H Αραβοκρατία διήρκησε 140 χρόνια και μετέτρεψε την Κρήτη σε ένα φοβερό ορμητήριο Αράβων πειρατών και σε ένα απέραντο σκλαβοπάζαρο θρήνου και μαρτυρίων. Ύστερα από επανειλημμένες εκστρατείες, οι Βυζαντινοί υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Φωκά ανακατέλαβαν το νησί το 961 μ.Χ., χωρίς όμως να ανακόψουν οριστικά τις πειρατικές επιδρομές, που από την αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αι. εξακολούθησαν να ταλανίζουν την Κρήτη. Από το 961 μ.Χ. ξεκινά η δεύτερη βυζαντινή περίοδος για την Κρήτη, που διαρκεί μέχρι και την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. (Χατζηδάκης 2014, σ.12-14)
Το 1204 η Κρήτη παραδίδεται και υποδουλώνεται στους Λατίνους και στη συνέχεια ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός την πουλάει στους Ενετούς, οι οποίοι θα κυριαρχήσουν οριστικά στο νησί από το 1211 ως και την κατάληψή του από τους Τούρκους το 1669. Οι δύο πρώτοι αιώνες της Eνετοκρατίας στην Κρήτη δεν παρουσιάζουν σημαντική λογοτεχνική παραγωγή, καθώς αυτοί συνιστούν μια περίοδο εντάσεων λόγω των αντί-βενετικών επαναστάσεων, των επιδρομών, των φυσικών καταστροφών και των επιδημιών. Εξάλλου, ως επίσημη γλώσσα είχε επιβληθεί η λατινική με αποτέλεσμα τα έργα στην ελληνική να είναι ελάχιστα και μόνο η προφορική παράδοση να μας διασώζει ορισμένα ποιητικά κρητικά κείμενα (ακριτικά, παραλογές κ.α.). (Χατζηδάκης, 2014, σ.12-14)
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι συνθήκες αλλάζουν και η Κρήτη από έναν τόπο πνευματικά ενδεή, θα μετατραπεί σταδιακά σε ένα γόνιμο νησί, κατάλληλο για την ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων. Ειδικότερα, μετά την πτώση της Πόλης, κατέφυγαν στο νησί πλήθος μορφωμένων λογίων από την Κωνσταντινούπολη, είτε για να μείνουν στο νησί είτε για να μεταφερθούν από κει προς τη Δύση, γεγονός που όπως και να ‘χει τροφοδότησε την πνευματική καλλιέργεια της Κρήτης. Έπειτα, οι Βενετοί μπροστά στην επερχόμενη απειλή από τους ολοένα και πιο ισχυρούς Τούρκους, ακολούθησαν μια πιο ευνοϊκή πολιτική προς τους ντόπιους και έτσι σημειώνεται η σταδιακή βελτίωση της κοινωνικής, θρησκευτικής και οικονομικής οργάνωσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα γράμματα και οι τέχνες, αν μη τι άλλο, θα ευδοκιμήσουν. Και έτσι εκείνη την περίοδο θα δούμε μεταξύ άλλων να ανθίζει μια σπουδαία λογοτεχνική παραγωγή στην Κρήτη που με την τεράστια διάδοση και επίδραση της, θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. (Χατζηδάκης 2014, σ.37-40)
Εχοντας κατανοήσει το γενικότερο πλαίσιο, ας εμβαθύνουμε τώρα στην ίδια την κρητική λογοτεχνία, ξεκινώντας από την πρώιμη περίοδό της, η οποία χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους, το διάστημα 1370-1430 που αποκαλείται και ως «ιταλίζουσα φάση» και το διάστημα 1460-1510 που αποκαλείται και ως «επιστροφή στον Μεσαίωνα». Όσον αφορά στο πρώτο διάστημα, τότε είναι που ξεκινούν να δραστηριοποιούνται οι πρώτοι επώνυμοι συγγραφείς με έργα αξιόλογα που προετοιμάζουν το έδαφος για τη σπουδαία Κρητική Λογοτεχνία που θα ακολουθήσει. (Μαρκομιχελάκη 2004, σ.280-281)
O πιο χαρακτηριστικός, που θεωρείται μάλιστα και ο πρώτος επώνυμος συγγραφέας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, είναι ο Στέφανος Σαχλίκης από τον Χάνδακα (παλαιότερη ονομασία του Ηρακλείου). Πρόκειται για έναν πολυγραφότατο και κυρίως σατιρικό συγγραφέα για τη ζωή του οποίου μαθαίνουμε από τα αυτοβιογραφικά ποιήματά του (όπως το Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη) και από διάφορα έγγραφα. Για αρκετά χρόνια φαίνεται να έζησε μια άσωτη ζωή σπαταλώντας τα χρήματά του σε διασκεδάσεις, τυχερά παιχνίδια και γυναίκες. Μάλιστα αποδεικνύεται ότι από καταγγελία κάποιας γυναίκας κατέληξε στη φυλακή για σύντομο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά στο ύφος και τη μορφή των έργων του, ο Σαχλίκης χρησιμοποιεί σχεδόν «νεοελληνική» γλώσσα με μικρές παραχωρήσεις στο κρητικό ιδίωμα, ενώ εισάγει και μια πρώτη μορφή ομοιοκαταληξίας επηρεασμένος από τα ιταλικά στιχουργικά πρότυπα. Οι θεματικές των έργων του είναι απλές και καθημερινές, αλλά σε αντίθεση με τα έργα της βυζαντινής δημώδους γραμματείας, δεν διστάζει να στραφεί ακόμα και στις σκοτεινές πτυχές της καθημερινότητας. Η τάση του αυτή φαίνεται ήδη από τους τίτλους των έργων του, μεταξύ των οποίων είναι το Περί φυλακής και δεσμοφυλάκων και το η Βουλή των Πολιτικών (που είναι και το πρώτο ποίημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που γράφτηκε σε 15σύλλαβο στίχο). Γενικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Σαχλίκης στα πλαίσια της πολυποίκιλης συγγραφικής του δραστηριότητας κινείται ανάμεσα στο σατιρικό και το ηθικοδιδακτικό, το προφορικό και το γραπτό, το ανομοιοκατάληκτο και το ομοιοκατάληκτο. (Μαρκομιχελάκη 2004, σ. 171-273)
Αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά και στον Λεονάρδο Ντελλαπόρτα από τον Χάνδακα. Παρά τις ομοιότητες με τον συνομήλικο του Σαχλίκη, ο Ντελλαπόρτας δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ανανεωτική πνοή και δεν χρησιμοποιεί στο έργο του ούτε ομοιοκαταληξία ούτε διαλεκτικά στοιχεία. Ο έντονα θρησκευτικός και διδακτικός του τόνος δείχνουν μάλλον την προτίμηση του προς τη βυζαντινή μεσαιωνική παρά τη δυτική παράδοση. (Μαρκομιχελάκη, σ. 274)
Ενας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της πρώτης περιόδου της κρητικής λογοτεχνίας είναι και ο Βενετοκρητικός πλούσιος γαιοκτήμονας Μαρίνος Φαλιέρος (περ.1.395-1.474). Μας έχουν σωθεί πέντε αξιόλογα έργα του, δύο ερωτικά όνειρα (από τα οποία το ένα ίσως δεν είναι δικό του) και τρία θρησκευτικά ή διδακτικά ποιήματα.
Κατά τον ίδιο αιώνα, γράφεται και ο Απόκοπος του –πιθανώς- Ρεθυμιώτη Μπεργαδή, έργο μεγάλης ποιητικής αξίας. Πρόκειται για ένα ποίημα περίπου 500 στίχων σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο που όπως και άλλα κείμενα της βυζαντινής παράδοσης έχει ως θέμα του την κατάβαση στον Άδη. Είναι το πρώτο δημώδες λογοτεχνικό έργο που τυπώθηκε ποτέ και γνώρισε τέτοια διάδοση ώστε κάποιοι στίχοι του επιβίωσαν ενσωματωμένοι σε δημοτικά μοιρολόγια ή τραγούδια του Χάρου. Ένα κρητικό έργο που φαίνεται να «συνομιλεί» με τον Απόκοπο είναι η Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην του Ιωάννη Πικατόρου. Ωστόσο, στο έργο αυτό οι αποκρουστικές περιγραφές του Κάτω Κόσμου και ο εμφανής ηθικοδιδακτικός του χαρακτήρας παραπέμπουν περισσότερο σε μια μεσαιωνική αντίληψη σε αντίθεση με τον Απόκοπο που φαίνεται ότι μάλλον υιοθετεί μια αναγεννησιακή οπτική της ζωής. (Πολίτης 1991, σ.50-51)
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα έργα αυτών των ποιητών άλλοτε έχουν έναν ψυχαγωγικό, ερωτικό, αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και άλλοτε έναν θρησκευτικοδιδακτικό τόνο, είτε με περισσότερες είτε με λιγότερες ιταλικές επιδράσεις. Γραμμένα σε μια δημώδη γλώσσα και σε 15σύλλαβο στίχο, τα έργα αυτά εκτός ότι αναδεικνύουν τη νοοτροπία και τις ετερόκλητες αντιλήψεις της εποχής, δίνουν ένα ξεχωριστό στίγμα και έτσι σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη μεσαιωνική λογοτεχνική παράδοση στην αναγεννησιακή.
Βιβλιογραφία
Εμμανουήλ Χατζηδάκης, Κρήτες λόγιοι του 17ου και 18ου αι., Μεταπτυχιακή διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014.
Α.Μ. Μαρκομιχελάκη, οι ποιητές του Χάνδακα (14ος -18ος αι.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο.,επιμ. Νίκος Γιγουρτάκης, 269-311. Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και Γενική Γραμματεία Ολυμπιακών Αγώνων., 2004.
Λίνος Πολίτης. Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μορφωτικό ίδρυμα εθνικής τρσπέζης, Αθήνα 1991.