Καλή χρονιά, Μαρία, μικρό κοριτσάκι της διπλανής μου πόρτας, που τώρα και κάμποσες μέρες είσαι μαθήτρια της Πρώτης Δημοτικού. Με θυμάσαι; Είμαι ο κύριος που συναντηθήκαμε προχθές το πρωί μπροστά στο ασανσέρ κι όταν σου χαμογέλασα, μου ‘πες όλο καμάρι και στα γρήγορα: «Πηγαίνω στην πρώτη τάξη!». Είχες στην πλάτη μια τεράστια τσάντα γεμάτη με βιβλία και τετράδια, μολύβια και γομολάστιχες, ψαλιδάκια και μαρκαδόρους, ενώ στο μικρό σου τσουλούφι κρέμονταν κάμποσα μικρά γελαστά ερωτηματικά, οι δικές σου απορίες, τα δικά σου “θέλω”. Σ’ ακολούθησα δίχως να με βλέπεις, μέχρι την πόρτα του σχολειού και κατάλαβα πόσα πολλά πράγματα είχες μάθει στα έξι σου χρόνια. Να χαμογελάς στ’ άλλα παιδιά που συναντάς, να μιλάς μαζί τους παίζοντας με τις λέξεις, να ’χεις την έγνοια να φθάσεις νωρίς. Θα μπορείς αλήθεια, Μαρία, ύστερα από δέκα χρόνια να χαμογελάς, να μιλάς και να γνοιάζεσαι; Θα ’χουν πλησιάνει τότε τα ερωτηματικά του τσουλουφιού σου ή θα ’χουν γίνει παγωμένα αποσιωπητικά, μικρές τελείες που θα ’χουν φράξει τις εξώπορτες της ψυχής σου και τα πορτοπαράθυρα του μυαλού σου; Αυτά σκεφτόμουν βλέποντάς σε να μπαίνεις στη μεγάλη τσιμεντένια αυλή, εκεί όπου, μαζί με τ’ άλλα παιδιά θα περίμενες το χτύπημα του κουδουνιού.
Ύστερα θυμήθηκα τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή, του Khalil Gibran, που κι εγώ πιστεύω πως «μπορείς να δώσεις την αγάπη σου, όχι, όμως και τις ιδέες σου, γιατί έχουν δικές τους…». Κι ακόμα ότι «μπορείς να δώσεις μια στέγη στο σώμα τους, όχι όμως και στην ψυχή τους, γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που εσύ δεν μπορείς να επισκεφθείς ούτε και στα όνειρά σου». Αλήθεια, πότε μπόρεσα εγώ να ονειρευτώ το δικό σου σχολειό, Μαρία; Εκείνο το μεγάλο αργαστήρι της χαράς που γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη φωλιά χελιδονιών και παρτιτούρα τραγουδιού, που μόνο εσύ ξέρεις να διαβάζεις. Εκείνο τ’ ορθάνοιχτο παραθύρι της ζωής, που δεν ανοιγοκλείνει κατά παραγγελία, όταν η στριγκιά φωνή του όποιου κουδουνιού το επιβάλλει. Εκείνο το υπέροχο τόξο του αύριο, απ’ το οποίο περιμένεις την εκτόξευσή σου σαν ολοζώντανο βέλος…
Ωστόσο, το κουδούνι είχε κιόλας χτυπήσει κι εσύ πρέπει να τρέξεις να μπεις στη γραμμή. Δεν τρέχεις, όμως, ούτε καν περπατάς. Είναι στη μέση κι αυτή η “καλημέρα”, που μόλις είπες σ’ εκείνο το δειλό, ξανθό αγοράκι, μια καλημέρα που δεν πρόλαβε ν’ απαντηθεί. Βλέπω το προσωπάκι σου χαλασμένο. Κι είναι σαν ν’ αναποδογύρισαν τα ερωτηματικά του τσουλουφιού σου και να ήρθαν πάνω τα κόμματα και κάτω οι τελείες. Ισως αυτά να είναι το σήμα της αντίστασης των σημερινών παιδιών, όταν συνειδητοποιούν ότι το σχολειό του μυαλού τους είναι αδύνατο να χωρέσει μέσα στους ήχους ενός κουδουνιού. Ισως, όμως, αυτά τα αναποδογυρισμένα ερωτηματικά σου, να είναι και οι δημιουργοί της απορίας μου. Μιας απορίας που αδειάζει απ’ το πηγάδι του μυαλού μου και το τελευταίο “πρέπει” που ξώμεινε. Της απορίας ενός άπορου ποιητή που υψώνει το δεξί του χέρι για να σου στείλει όλη την αγάπη του, μικρή Μαρία της Πρώτης.
Σημείωση: “Σ’ ένα Πρωτάκι”, ο τίτλος του περιεχομένου της σημερινής πρώτης Στάσης, όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στη στήλη “Ακροθιγώς” πριν από 18 χρόνια. (βλ. “Χανιώτικα νέα”, 29 Σεπτεμβρίου 1999). Με αφορμή μια τυχαία συνάντησή μου, τις προάλλες με τη Μαρία, η αναδημοσίευση. Σαν νερό που κυλάει περνούν τα χρόνια!..
«Ποιος ξέρει το άλλο μου φθινόπωρο;»
Φθινοπωρινή ισημερία εν όψει! Πιστός στο ραντεβού του, όπως εκατομμύρια χρόνια, θα ευθυγραμμιστεί κάποια στιγμή τις επόμενες ώρες, παράλληλα σε ορθή γωνία ο άξονας της γης με τον άξονα του ήλιου και θα έχουμε ίση διάρκεια ημέρας και νύχτας. Το φθινόπωρο για μας τους… Βορειοημισφαιρίτες, αρχίζει. Καιρός για περισυλλογή. Καλό φθινόπωρο, καλό χειμώνα, καλή άνοιξη και καλό καλοκαίρι! Πάντα πιστές στα ραντεβού τους οι εποχές! Κι όταν εμείς απουσιάζουμε…
«Τώρα η γνωστή ψύχρα/ κι όλα φεύγουν./ Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως./Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια,/ η μια ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη/ με λύπη αυτοδίδακτη./ Ηδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση/ κι από τις καλημέρες σου./ Τα παράθυρα ενδίδουν./ Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,/ άλλοι λεν ως την άνοιξη,/ άλλοι φοβούνται διά βίου./ Κι εσύ τι κάθεσαι;/ Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα./ Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:/ “ποιος ξέρει τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο;”/ Καιρός να γίνεις “τ’ άλλο μου φθινόπωρο”.» Από το ποίημα “Αποδημητικές καλημέρες” της Κικής Δημουλά.