Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, 2024

Στη μικρή πλατεία

Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 35-40 χρονών, μάλλον οικονομικός μετανάστης, μελαμψός, αξύριστος και ρακένδυτος, έχοντας ζωγραφισμένη την απόγνωση έντονη στο πρόσωπό του. Καθισμένος δε στην άκρη σε ένα παγκάκι, όχι πάνω σ’ αυτό αλλά κάτω στο χώμα, η πιο σωστά πάνω στα κρύα μαρμαρένια πλακάκια της πλατείας, αν μη τι άλλο, το όλο παρουσιαστικό του γέμιζε την ψυχή με λογής – λογής συναισθήματα.
Γύρω του ήταν δύο η τρία τον αριθμό σκυλιά, μάλλον αδέσποτα, που η αλήθεια είναι ότι τον κοίταζαν με ζωγραφισμένη στα μάτια τους την απέραντη αγάπη, μετρώντας θα έλεγε κανείς τις διάφορες κινήσεις τους. Πιο πέρα, δύο τρείς άλλοι, μάλλον ομοεθνείς του, ή γνωστοί του από μιαν άλλη χώρα, ποιος γνωρίζει από ποια, κάτι έλεγαν μεταξύ τους στην δική τους διάλεκτο, απογοητευμένοι, ρακένδυτοι και κείνοι, διαφόρων ηλικιών, κοιτώντας στα μάτια όποιον συνάνθρωπό τους περνούσε από κοντά τους.
Δουλειά ζητούσαν οι άνθρωποι δεν ζητιάνευαν κι αυτό το έμαθα από έναν που κείνη την στιγμή ο δρόμος μου μ’ έφερε κοντά τους. Κοιτώντας με κατάματα, ένας νεαρός στην ηλικία, με μισοσκισμένο παντελόνι και φορώντας ένα ζευγάρι παπούτσια διαφορετικού χρώματος, με πλησιάζει και μου λέει:
«Τέλι ντουλιά κύριε; Τέλι ντουλιά;»
«Όχι κύριε…» του απάντησα και τότε, κείνη τη στιγμή, πρόσεξα περισσότερο τον ήρωα της σημερινής μας ιστορίας. Κι αυτό γιατί είχα πλησιάσει πάρα πολύ κοντά του.
Ο νέος εκείνος συνάνθρωπός μας, πρόσεξα ότι τα μάτια του παρόλο που ήταν κατάμαυρα σαν την πίσα, γύρω τους αλλά και στο εσωτερικό τους ήταν αρκετά κόκκινα. Πριν απομακρυνθώ από κοντά τους είδα τον άνθρωπο εκείνον πως προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος αλλά δεν τα κατάφερνε. Για να το πετύχει αυτό, δηλαδή να σταθεί στα πόδια του, έτρεξαν οι άλλοι γύρω του και βοήθησαν λέγοντας κάτι στην γλώσσα τους που δεν γνωρίζω τι έλεγαν. Όταν στάθηκε όρθιος, αμέσως μετά άρχισε να χειρονομεί με ακανόνιστες χειρονομίες λέγοντας κάποια μισόλογα πότε νευριασμένος και πότε γαλήνιος.
Οι εικόνες αυτές με καθήλωσαν, δεν ξέρω γιατί, και παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα θα μπορούσα να πω. Εκείνο που πρόσεξα περισσότερο ήταν η απίστευτη αδιαφορία που έδειχναν οι άλλοι συνάνθρωποί μου, που περνούσαν πλάι από κείνον τον άνθρωπο εκείνη ακριβώς την στιγμή.
Βέβαια, πολλοί ήταν εκείνοι που μάλλον από ένστικτο, ακολουθώντας τις φωνές του συνανθρώπου μας, γύριζαν για μια στιγμή το κεφάλι τους κι αμέσως το επανέφεραν στην πρώτη του θέση… κι αυτό ήταν. Έφευγαν αμέσως από κοντά του λες και φοβότανε ότι θα τους κολλήσει κάποια ανίατη αρρώστια. Ίσως είχαν δίκιο οι άνθρωποι γιατί με την πανδημία του «κορωνοϊού», που ανεξέλεγκτος απλώνεται σήμερα και στην χώρα μας, θερίζοντας ζωές ανεξαρτήτου ηλικίας, δεν ήθελαν να το διακινδυνεύσουν και τον απόφευγαν. Το ίδιο έκανα κι εγώ, όχι βέβαια φοβούμενος τον «κορωνοϊό» αλλά γιατί δεν μπορούσα και να τον βοηθήσω σε τίποτα τον δύστυχο εκείνο συνάνθρωπό μου. Έφυγα κουνώντας περίλυπα το κεφάλι μου, κάνοντας συγχρόνως διάφορες σκέψεις.
Ως άνθρωπος όμως, η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουνα για την κατάντια εκείνου του συνανθρώπου μου.
«Ποιος ξέρει…» μονολογούσα «… πως και γιατί έφθασε στο σημείο εκείνο! Ποιος ξέρει ποιοι λόγοι, ποιες ατυχίες και ποια βάσανα τον έφεραν σε κείνη την κατάντια που τον είδα!»
Έλεγα όμως και θλιβόμουνα γι αυτό που έλεγα, πρέπει κι αυτοί οι αξιοθρήνητοι συνάνθρωποί μας από κάποιον φορέα να βοηθηθούν.
Τέτοιου περιεχομένου σκέψεις μου βασάνιζαν το μυαλό όση ώρα περιφερόμουνα στην πολιτεία μας, όχι βέβαια άσκοπα, αλλά διεκπεραιώνοντας κάποιες ανειλημμένες υποχρεώσεις μου, ώσπου ήρθε η ώρα να επιστρέψω στο σπίτι μου, ακολουθώντας τις οδηγίες των αρμοδίων και για την ακεραιότητα της δικής μου υγείας αλλά και για την υγεία των άλλων συνανθρώπων μου.
«Κανείς δεν έχει το δικαίωμα…» είπα «…να κάνει του κεφαλιού του και να πράττει ότι εκείνος θέλει, αψηφώντας τον κίνδυνο που ο «αόρατος εχθρός», κρατώντας, δανειζόμενος μάλλον, το σπαθί του αγλύκαντου στο χέρι του θερίζοντας δίχως οίκτο κι έλεος ζωές».
Μια φωνή όμως, μυστική φωνή, που όλοι την ακούμε να μας μιλάει συνέχεια και που είναι κρυμμένη βαθειά στην ψυχή μας και δεν είναι άλλη από την φωνή της συνειδήσεως μας, σε όλη την διάρκεια της εξόδου μου από το σπίτι μου και από την στιγμή που αντίκρισα εκείνον τον συνάνθρωπό μου, μου έλεγε: «δεν έκανες καλά κύριε… δεν τον βοήθησες εκείνον τον άνθρωπο. Έπρεπε κάτι να του δώσεις…»
Η αλήθεια είναι ότι μου τριβέλιζε το μυαλό σε όλη την έξοδό μου και μη μπορώντας να την «αποστομώσω» και να βρω την ησυχία μου έκανα μια μικρή παράβαση και πήγα πάλι στην μικρή πλατεία, με κίνδυνο βέβαια να πληρώσω πρόστιμο γιατί είχα παραβεί κάπως την ώρα της εξόδου μου, ευελπιστώντας ότι θα βρω τον δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο, εκεί στο παγκάκι του, να του προσφέρω την όποια μικρή βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω.
Ο άνθρωπος ήταν εκεί. Μόλις τον αντίκρισα, η αλήθεια είναι από το στήθος μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος που μου πλάκωνε την ψυχή κι αμέσως ελάφρωσα, τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα σε τι μπορώ να τον βοηθήσω και τι θα ήθελε περισσότερο να του προσφέρω. Το τι μου είπε αγαπητοί μου θα σας φανεί παράξενο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μου είπε με όχι καλά ελληνικά:
«Τέλι κύριε κρασί… τίποτε άλλο ντεν τέλι… κρασί τέλι να ξεχάσει τον πόνο του…»
Δεν θα σας αποκαλύψω όμως τι έπραξα…
Τέλος έφυγα από κείνο το μέρος πάρα πολύ προβληματισμένος. Τόσο πολύ όσο ποτέ άλλοτε…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα