Η πλατεία ήταν γεμάτη τα τραπεζάκια όλα έξω και ο καφετζής δεν προκάνει να σερβίρει τσικουδιές και παγωμένες γαζόζες.
Εφτασαν οι καλιτσουνάδες! Άσπρες ποδάρες, μαύρες τζιπάρες και αέρα πρωτευουσιάνου!
Ο καφετζής κρυφογελά και εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα άγχους.
Ο Αθηναίος το φχαριστιέται… κέρασε το μαγαζί διατάζει, κέρασε και τα παιδιά ό,τι θέλουν… α ρε χωριό μου και σ’ αναζήτηξα μουρμουρίζει.
Στην πλατεία απαγορεύεται να μιλάς σοβαρά ή με σοβαρό ύφος. Ο πλάτανος καταγράφει στα φύλλα του όλα τα μυστικά -και τα φύλλα κάποτε πέφτουν- όλες τις κλεψιές στο τάβλι, στα χαρτιά και όλη την κοινωνική κριτική που γίνεται από τούς ειδικούς χαμηλοφώνως.
Στην πλατεία θα σταματήσουν να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους όλοι οι γυρολόγοι:
Μανάβηδες, ψαράδες, κοτοπουλάδες και γύφτοι. Κάποτε πέρναγαν και οι πολιτικοί μας για να μας σφίξουν δυνατά το χέρι και να μας τάξουν το κατι τις για το κουκάκι μας.
Σήμερα δεν τολμά να περάσει κανείς, ούτε για να κεράσει τσικουδιές, ούτε για χαιρετούρες κι όλα γίνονται αλλιώς.
Στην πλατεία ο επιστήμονας θα διασκεδάσει ακούγοντας το φιλοσοφημένο καλαμπούρι των γερόντων, και ο αγρότης θα αισθανθεί καλύτερα, πίνοντας την κρασιά του παρέα με τον γιατρό.
Στην πλατεία θα ακούσεις εξυπνάδες και βλακείες, μαγκιές και κακίες, θ’ ακούσεις την κυρά Κατίνα να βαταλαλεί… κι όταν δεν είναι γεμάτη, μπορείς να χουζουρέψεις σε δύο τρεις καρέκλες απολαμβάνοντας σαν τον πασά το ποτό σου.
Ο κύριος Σάκης πίνει το πρωινό του καφεδάκι, καθισμένος πάντα σε πέντε καρέκλες, σιγά – σιγά όμως του μένει μόνο μία. Όλοι επιδιώκουν να κάτσουν από δίπλα του, για να δουν από κοντά τι έχει παραπάνω από αυτούς και είναι Μεγάλος.
Παραδίπλα μια παρέα μεταναστών εργατών έχει γεμίσει το τραπεζάκι της με άδεια μπουκάλια μπύρας και ετοιμάζεται να πάει για ύπνο
Αύριο ουδείς γνωρίζει σε ποιον θα πουλήσουν την εργατική τους δύναμη και πόσο… γιατί μεγάλωσε ο διάολος μας στο χωριό, να μην κάνουμε καμιά δουλειά χωρίς τον αλλοδαπό μας.
Καθώς βραδιάζει η πλατεία γεμίζει… όλοι ψάχνουν για άδεια καρέκλα και μόλις κάτσουν φωνάζουν κατευθείαν τον καφετζή να τους φέρει να πιουν μια, δεν έχουν λίγη υπομονή, αλλά ο Μιχάλης δεν μασάει από φωνές και σφυριές… παιδιά είμαι σε κρίσιμη ηλικία κάντε λίγο υπομονή κι έφτασε…
Κανείς όμως δεν διαμαρτύρεται και όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Επτά “κούπες” πήγε στην πρέφα ο μπάρμπα Μιχάλης χωρίς πολλά ατού κι οι άλλοι του καρέ τον πιστεύουν!
Δεν μιλούν οι απ’ έξω αγριοφωνάζει… ας το διάολοοο μουρμουρίζει…
Πάνω στη μεγάλη οχλαγωγία εμφανίζεται σαν πονηρή καλογιανού κι ένας κοντακιανός Κινέζος κρατώντας στα χέρια του ένα πανέρι με μπιχλιμπίδια, περνά απ’ όλα τα τραπεζάκια και εξαφανίζεται με ελαφρά πηδηματάκια, χωρίς να πουλήσει ούτε νυχοκόφτη.
Το βράδυ αργά μεσόκοπες κυρίες ντυμένες σαν εικοσάρες, ψάχνουν τους βαριεστημένους συζύγους τους. Ήρθε η ώρα της μάσας!
Οι έχοντες της πλατείας θα προτιμήσουν κάτι το ελαφρύ στο κοντινό ψαροχώρι. Συνήθως μια μεγάλη ψαρούκλα ψητή με τα σχετικά της, οχτάπους καλαμάρια γκρίκ σάλατος και τα λοιπά, ενώ οι μη έχοντες θα υποστηρίξουν τα ταβερνάκια του χωριού τους.
– Ωραίο σουβλάκι μπαμπά θα ξεφωνίσει το παιδί.
– Καλή τιμή θα σκεφτεί ο μπαμπάς του.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα κι η πλατεία έχει αδειάσει. Ο καφετζής τακτοποιεί τα τραπεζάκια του και ετοιμάζεται να κλείσει. Μια παρέα πιτσιρικάδων χαριεντίζεται κάτω από τον πλάτανο, παίζοντας και με τα δύο τους χέρια τα κινητά. Μη παραπονιόμαστε όμως γιατί την ελευθερία και καλοπέραση που απολαμβάνουν, εμείς τους τη δώσαμε απλόχερα, χαρίζοντάς τους και τα δικά μας χαμένα ποσοστά.
– Μη στερηθεί τίποτα το παιδί και νά ’χεις το νου σου μη χτυπήσει ρητορεύει η μαμά.
– Δεν έσκισα τη γάτα από νωρίς παιδί μου, μουρμουρίζει ο μπαμπάς.
Φίλοι μπαμπάδες, όσο ζει η γάτα μην περιμένετε λευτεριά.
Την επόμενη μέρα μερικοί είναι μελαγχολικοί, έφτασε η ώρα να εγκαταλείψουν την πλατεία και τον καφενέ… σαν κυνηγημένοι πρόσφυγες φορτώνουν τις βαλίτσες στα αυτοκίνητά τους και ετοιμάζονται να πάρουν το επόμενο παπόρι.
Για φέτος τέλος, ό,τι φάγαμε φάγαμε κι ό,τι δεν φάγαμε του χρόνου,οι χωριάτικες όρνιθες, οι κόνικλοι και τα αμνοερίφια, μας τελείωσαν. Όσα δεν καταβροχθίστηκαν από τους παραθεριστές,τους τα έδωσαν πακέτο.
Έφυγαν οι Αθηναίοι, έφυγε το καλοκαίρι! Καλό χειμώνα..!!