Πιστεύω πως η μάνα μου,
που δεν έδιωχνε κανέναν ζητιάνο απ’ την πόρτα μας
χωρίς να τον ελεήσει,
γιατί, όπως έλεγε, κανείς δεν απλώνει το χέρι του,
αν δεν έχει ανάγκη,
που τάιζε τ’ αδέσποτα
πολύ πριν εμφανιστούν οι φιλόζωοι σύλλογοι,
που σκόρπιζε πάνω στο χιόνι ρύζι και ψίχουλα
για τα πεινασμένα σπουργίτια,
έγραψε,
χωρίς να το ξέρει,
τα πιο όμορφα ποιήματα στην ψυχή μου!
Eτσι, βλέποντάς την, έμαθα από παιδί
να μην ξεχωρίζω την ποίηση από την αγάπη!