Έκατσε στην έδρα του, παρακολουθώντας εξουθενωμένος τα παιδιά να αποχωρούν ένα ένα από την αίθουσα, και σκέφτηκε ότι, τουλάχιστον αυτό το τρίμηνο, ήταν λογικό να υποθέσει ότι κανένα από τα κορίτσια δεν έμεινε έγκυο.
Ο Τζον Γκραντ, ήρωας του μυθιστορήματος του Κένεθ Κουκ, επένδυσε χρόνο και χρήμα, κυρίως χρήμα, για να σπουδάσει, με σκοπό να δουλέψει ως δάσκαλος. Στο τέλος των σπουδών του, και με ορίζοντα τη μονιμοποίηση, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Σίδνεϊ, για να κάνει το διετές αγροτικό του στη Δυτική Αυστραλία, άγονη γραμμή της ηπείρου, στην πόλη Τιμπούντα, μια μικρή κωμόπολη στη μέση της ερήμου, εκεί που το πόσιμο νερό είναι πολυτέλεια και μόνο η μπύρα μπορεί πραγματικά να ξεδιψάσει κάποιον. Καθώς το τρίμηνο φτάνει στο τέλος του και ακολουθούν οι διακοπές των Χριστουγέννων, ο Γκράντ άλλο δεν ονειρεύεται απ’ το να βρεθεί μακριά, χιλιάδες μίλια μακριά από τον άγονο εκείνο τόπο, άλλο δεν επιθυμεί παρά την απαλλαγή του, έστω και προσωρινή, από την ιδιότυπη εκείνη εξορία, την επιστροφή του στον πολιτισμό, στους φίλους του και σε εκείνη την κοπέλα με τα ξανθιά μαλλιά και τα αέρινα φορέματα, άλλο δεν λαχταρά από το να αντικρίσει τον ωκεανό και να νιώσει τον φρέσκο αέρα να του χτυπάει το πρόσωπο. Πρώτος σταθμός στο ταξίδι του αυτό, η Μπουντανιάμπα, η κοντινή, κατ’ ευφημισμό, μεγαλούπολη, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στα ορυχεία. Εκεί, μια λανθασμένη απόφαση, μια στιγμιαία παράδοση στο πάθος του τζόγου θα τον αφήσει δίχως λεφτά. Το όνειρο γίνεται εφιάλτης.
Μια πόλη φάντασμα, της οποίας οι κάτοικοι δηλώνουν ευτυχισμένοι και περήφανοι για τον τόπο τους, ακόμα και εκείνοι οι πολλοί που μετανάστευσαν εκεί, μοιάζουν να βρήκαν το ιδανικό καταφύγιο από το παρελθόν τους. Η φιλοξενία, που χαρακτηρίζει τους κατοίκους, σε τίποτα δεν θυμίζει όσα ο Γκραντ έχει στο μυαλό του από την προηγούμενη ζωή του, στηρίζεται στο κάλεσμα για αλκοόλ, μια μελαγχολική γιορτή. Ασχημα μεθύσια, αιματοβαμμένα κυνήγια στην έρημο με θύματα άρρωστα, κατά κύριο λόγο, καγκουρό και μια διεστραμένη σεξουαλικότητα σε έξαρση· κάπως έτσι κυλούν οι μέρες του ήρωα εκεί.
Ο Κουκ καταφέρνει μαεστρικά να αποδώσει το κλίμα απομόνωσης, το τέλμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο ήρωάς του, σε έναν τόπο αχαρτογράφητο, δίπλα σε ανθρώπους με έναν συναισθηματικό κόσμο ακατονόητο, με μόνο μαξιλάρι τη μοίρα. Ο Γκραντ θα φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης, θα βρει δυνάμεις άγνωστες έως τότε, θα αναμετρηθεί κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό και στη συνέχεια με το περιβάλλον. Μυθιστόρημα καθαρά υπαρξιστικό, σχηματικό ως προς την έρημο στην οποία ο καθένας μπορεί να βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, ή να συνειδητοποίησει την χρόνια ύπαρξή της. Στο αποπνιχτικό περιβάλλον της ερήμου, με τη μυρωδιά του κακού αλκοόλ να αποτελεί αποκούμπι ακόμα και για τον αναγνώστη, ο Κουκ, δίχως ίχνος διδακτισμού και ηθικής, ακολουθεί τον ήρωα στην περιπλάνησή του αυτή, την οποία αποτυπώνει με μια γλώσσα τραχιά, δίχως φτιασίδια, επιτυγχάνοντας να αποτυπώσει το άνυδρο περιβάλλον και τον ορίζοντα που χάνεται στο βάθος της ατέλειωτης ερήμου.
Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, σκληρό και ωμό, μια αυστραλιανή Πανούκλα, μου θύμισε πως θέλω να δω ξανά την ταινία The Proposition, σε σενάριο Nick Cave.