Ὁ Aὐστριακὸς γιατρὸς καὶ βοτανολόγος Φρὰντς Ζίμπερ (Sieber, 1789-1844) ταξίδεψε στὴν Κρήτη τὸ 1817 μὲ βασικὴ ἐπιδίωξη τὴν ἀνεύρεση καὶ συλλογὴ βοτάνων. Ἡ περιοδεία του (μὲ ὑποζύγια τὰ ὁποῖα ἐνοικίαζε) κράτησε σχεδὸν ἕνα χρόνο καὶ κάλυψε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νήσου. Ἀργότερα, τὸ 1823, ἐξέδωσε δίτομο ἔργο στὴ Γερμανία μὲ τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὸ ταξίδι αὐτό. Τὸν ἴδιο χρόνο στὸ Λονδίνο τυπώθηκε σὲ ἕνα τόμο περίληψη αὐτῶν τῶν ἐντυπώσεων. Τῆς ἐκδόσεως ἐκείνης ἔχουμε μετάφραση στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Δ. Μούστρη καὶ μὲ σχόλια τοῦ Γιάννη Γρυντάκη («Ταξιδεύοντας στη Νήσο Κρήτη το 1817», Αθήνα 1994, ἐκδ. ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ).
Γιὰ τὸ πλῆθος τῶν πληροφοριῶν ποὺ παρέχει τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι πολύτιμο, καθὼς παρουσιάζει σὲ ἁδρὲς γραμμές, συχνὰ καὶ μὲ λεπτομέρειες, πολλὲς πτυχὲς τῆς ζωῆς στὴν ὑπόδουλη Κρήτη καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη Ἐπανάσταση. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ βιβλίου, ὁ Ζίμπερ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τὰ βότανα, ποὺ ἀφθονοῦν στὴν Κρήτη, ἀλλὰ γιὰ τὴ φύση συνολικά, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησε, γιὰ τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ζοῦσαν. Ἡ διεισδυτικὴ ματιά του βοήθησε, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθοῦν εἰκόνες μεγάλης ἀξίας. Στὴ συνέχεια παραθέτω ἀπὸ αὐτὲς μικρὸ δεῖγμα μαζὶ μὲ ἐπιλογὴ ἀπὸ ἐπὶ μέρους θέματα τοῦ βιβλίου.
Κυριαρχικὴ θέση ἔχουν περιγραφές, ἐντυπώσεις, χαρακτηρισμοὶ ποὺ σχετίζονται μὲ τοὺς Τούρκους. Πρόκειται γιὰ ἀναφορὲς οἱ ὁποῖες ὑποδηλώνουν ἄλλοτε ἔκπληξη, ἄλλοτε ἀποδοκιμασία, ἄλλοτε ἀποστροφή. Ὁ συγγραφέας πολὺ συχνὰ χρησιμοποιεῖ βαρεῖς χαρακτηρισμούς: βάρβαρος καὶ ἀπολίτιστος λαός, ἄθλιοι βάρβαροι καὶ φοβεροὶ (λιγότερο πάντως οἱ τοῦ Ρεθύμνου), ἄξεστοι, ἄπληστοι ἀπατεῶνες, δουλοπρεπεῖς ἀπὸ εὐγένεια, ἀποκρουστικὰ πολιτισμένοι, τεμπέληδες μὲ παρδαλὰ ροῦχα ποὺ «δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καπνίζουν όλη μέρα» («καπνίζουν και οι γυναίκες, αλλά λίγο. Συχνἀ επίσης καπνίζουν και τα αγόρια, πριν καλά καλά συμπληρώσουν τα δώδεκα χρόνια τους»), καλομαθημένοι – δὲν μποροῦν τὸ χειμώνα νὰ μείνουν κοντὰ στὸ λιμάνι. Σπάνια κακομεταχειρίζονται τὶς γυναῖκες, «παρόλο που με την παραμικρή υποψία μπορεί και να τις σκοτώσουν», ἔχουν καταστήσει βάρβαρη τὴ χώρα ποὺ κατοικοῦν. Σημαντικὲς εἶναι οἱ λεπτομέρειες ποὺ συνοδεύουν τὴν περιγραφὴ χαρεμιοῦ, στὸ ὁποῖο μπῆκε ὁ γιατρὸς γιὰ μιὰ ἄρρωστη γυναίκα.
Ἀπὸ τὶς συνήθειες καὶ ἀντιλήψεις τῶν Τούρκων ποὺ καταγράφονται: «τα αντικείμενα που θέλουν να προστατέψουν τα κρύβουν στα διαμερίσματα των γυναικών»· ἐπέτρεψαν σὲ γιατρὸ νὰ ἐπισκεφτεῖ τούρκικα κτήματα «αφού κλείδωσαν μέσα τις γυναίκες»· θεωροῦν προσβολὴ τὴν ὕψωση σὲ πλοῖο ξένης σημαίας, ἀφοῦ «οι άπιστοι δεν έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν όπλα και σημαίες»· ζήτησαν ἀπὸ γιατρὸ νὰ βγάλει τὶς μπότες του πρὶν μπεῖ μέσα στὸ σπίτι, γιὰ νὰ μὴν πατήσει τὸ χαλί· «δε θεωρούν τίποτε άλλο ιερό εκτός απ’ το χαρέμι, τους νεκρούς και τους τρελούς»· «μόνο οι Τούρκοι έχουν το προνόμιο να αγοράζουν σκλάβους».
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, μέσα ἀπὸ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ περιστατικῶν καὶ καταστάσεων βγαίνουν εὔκολα συμπεράσματα: οἱ Ἕλληνες σὲ ἕνα γεῦμα «όταν βρίσκονται μαζί με Ευρωπαίους δεν είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν τους τρόπους των Τούρκων»· τὰ δυνατὰ γέλια εἶναι «γεγονός σπάνιο για τους Τούρκους»· ἡ νεκροψία «θεωρείται το μεγαλύτερο έγκλημα σ’ αυτό το νησί… δεν περνάει ούτε στ’ αστεία απ’ το μυαλό των ανθρώπων σ’ αυτή την περιοχή της γης, όπου δεν τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση για τους ζωντανούς»· «οι Τούρκοι… μπορεί να σκοτώσουν εν ψυχρώ μια ανθρώπινη ύπαρξη, δεν παύουν όμως να τη θεωρούν ιερή, όταν πεθάνει»· «στην Ανατολή … μεταφέρουν το σώμα του νεκρού στον τάφο, όταν είναι ακόμα ζεστό»· «οι Τούρκοι δεν ανοίγουν ποτέ τους τάφους, αλλά διαλέγουν πάντα καινούρια μέρη για ταφή»· «οι νεκροί δε θάβονται βαθιά και δεν καλύπτονται όσο πρέπει», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχει κίνδυνος πανούκλας.
Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τὸν Κλῆρο: «Οι ψαλμωδίες των πιστών που αντηχούσαν στους τοίχους δεν είχαν αρμονία και ρυθμό, και δεν ήταν εκφραστικές»· «ελάχιστοι είναι αυτοί που είναι απορροφημένοι και προσεύχονται». Ἀναφέρονται «φανατικό μίσος προς τη Δυτική Εκκλησία» καὶ «δουλική απόδοση σεβασμού» πρὸς τὸν μητροπολίτη, «πράγμα που συνηθίζει ο κατώτερος κλήρος». Παπὰς ποὺ ἀκολουθοῦσε «αυστηρή νηστεία σαράντα ημερών», πεινασμένος ὅπως ἦταν, ὅταν βρέθηκε σὲ ἕνα γεῦμα κοίταζε τὸ τυρὶ «και ρώτησε αν θα ήταν αμαρτία να το δοκιμάσει»· ὁ ἴδιος παπὰς ἔκανε ἐξορκισμοὺς σὲ ἀσθενῆ μαζὶ μὲ μοναχούς· ἕνας ἄλλος παπὰς ἀρνήθηκε νὰ πιεῖ κρασὶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τοῦ συγγραφέα, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε φάει κρέας. «Ο μητροπολίτης είναι ο μόνος Έλληνας στο νησί, στον οποίο επιτρέπεται να μπαίνει στην πόλη έφιππος, πάνω σε άλογο ή σε μουλάρι». Ὁ ἱερέας στὶς Καλύβες «είχε την πιο συμπαθητική φυσιογνωμία σ’ ολόκληρο ίσως το νησί». Ἐντύπωση προκάλεσε τὸ ὅτι ὅσοι συναντοῦσαν στὸ δρόμο ἕναν παπὰ «τον χαιρετούσαν λέγοντας “δέσποτα” και “η αγιότητά σου”». Στὴ Μονὴ τῆς Αγίας Τριάδος στὸ Ἀκρωτήρι, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται «οίκος της μελαγχολίας και της αυταπάρνησης», ζοῦν δεκαοκτὼ μοναχοὶ (παλαιότερα «πάνω από εκατό»). Ἐπιδίδονται μὲ «αλληλοσεβασμό» σὲ γεωργικὲς ἐργασίες· «δεν είναι μορφωμένοι, ούτε όμως και τόσο κακοί και πονηροί όσο τους παρουσιάζουν. Πλησιάζουν μάλλον την απλότητα των πρώτων αδελφών τους, οι οποίοι εκχριστιάνισαν τους βάρβαρους προγόνους μας … και τέλος διέσωσαν μεγάλο μέρος των κλασικών γραπτών μνημείων της Αρχαιότητας». Σε διάφορα σημεία τῆς περιοδείας βρέθηκαν περιπτώσεις κρυπτοχριστιανῶν.
Πολύτιμες πληροφορίες ὑπάρχουν γιὰ ποικίλα λαογραφικὰ θέματα: κατοικία, γεωργικὲς ἀσχολίες, τροφές, ἐνδυμασία, χορούς, δεισιδαιμονίες καὶ προλήψεις, ἀντιλήψεις περὶ ἠθικῆς, κοινωνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις. Παράδειγμα: «Οι κρητικές ενδυμασίες, ειδικά αυτές της επαρχίας, έχουν ωραία εμφάνιση. Είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από βαμβάκι και ράβονται από την ίδια την οικογένεια. Κοντές και φαρδιές βράκες που αφήνουν ακάλυπτο το γόνατο, ένα ζωνάρι, για να τις δένουν, ένα γιλέκο κι ένα κοντό σακάκι από ανθεκτικό βαμβακερό ύφασμα, ένα κεφαλόδεμα γύρω από το κεφάλι, με το ένα άκρο του να κρέμεται πίσω, και τέλος χρωματιστές μπότες που καλύπτουν τους αστραγάλους … αποτελούν μια ωραία φορεσιά, η ομορφιά της οποίας οφείλεται στο λαμπερό άσπρο ύφασμά της».
Ὁ Ζίμπερ καταθέτει σύντομα σχόλια γιὰ τοὺς Μανιάτες («τραχιά εριστική φυλή, μπλεγμένη σε ατέλειωτες βεντέτες μηδαμινής σημασίας»· μὲ ἀρραγῆ ἑνότητα «ενάντια στον κοινό κίνδυνο» «θεωρούνται οι μόνοι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών»· «οι υπόλοιποι Έλληνες τους αντιπαθούν, αλλά και οι Μανιάτες από την πλευρά τους τους περιφρονούν»), γιὰ τοὺς Σφακιανοὺς (ἡ ἐπαρχία «ανήκε τότε στη βαλιδέ σουλτάνα … και γι’ αυτό οι κάτοικοί της απολάμβαναν παντού μεγαλύτερη ελευθερία και σεβασμό»), γιὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς («στην Ανατολή δεν μπορείς να μην έχεις σχέση με όλους τους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν το θέλεις»). Μὲ ἄλλη εὐκαιρία καταγράφει σκηνὲς ἀπὸ ἔρανο σὲ ἐκκλησία («οι παπάδες, ο ένας πίσω από τον άλλον, περνούσαν με δυσκολία ανάμεσα από τον κόσμο, κρατώντας δίσκους, για να μαζέψουν χρήματα … Πέρασαν δεκατρείς δίσκοι από μπροστά μου και το κουδούνισμα από τα λεφτά δε σταματούσε»), ἀπὸ τὶς συνθῆκες ζωῆς τῶν Ἑλλήνων προβάλλοντας τὴν ἀτελείωτη φτώχεια τους, τὴν καταπίεση ἀπὸ τοὺς Τούρκους («ο πλουσιότερος Έλληνας δε διαθέτει καμιά προστασία από τις προσβολές του φτωχότερου Τούρκου ζητιάνου»· «σε κανένα Έλληνα δεν επιτρέπεται να περπατά κρατώντας μπαστούνι στον Χάνδακα»), τὴν ἠθικὴ διαφθορά.
Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀδιάπτωτη τὴν προσδοκία τῆς ἀπελευθέρωσης καὶ ρωτοῦσαν σὲ κάθε εὐκαιρία πόσο κοντὰ βρίσκεται ἡ ποθητὴ μέρα, γνώριζαν λίγα γιὰ τὰ ἀρχαῖα ὀνόματα, οἱ Ἑλληνίδες ὅμως «είναι πολύ όμορφες και πολύ γλυκές, πράγμα που κάθε ταξιδιώτης οφείλει να παραδεχτεί». Ἕνας γιατρὸς (ὅπως ἦταν ὁ συγγραφέας) εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὰ προβλήματα τόσο μὲ τὶς ἴδιες τὶς ἀσθένειες (ἀνάμεσά τους ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ πανούκλα) ὅσο καὶ μὲ τοὺς ἀρρώστους. Τὰ φάρμακα, ἐξ ἄλλου, ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του δὲν εἶχαν καὶ μεγάλη σχέση μὲ τὰ σημερινά: συνήθως ἦταν παρασκευάσματα ἀπὸ βότανα (καστορέλαιο, ταμάρινδος, ὄπιο, κενταύρια, ἀλόη, ρυζόνερο, λεμονάδα). Ἀναφέρεται δὲ περίπτωση χρυσοχόου ποὺ παρασκεύαζε φάρμακα! Μέσα, πάντως, στὴ μαυρίλα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ζωῆς τῶν Κρητικῶν μπόρεσε ὁ Ζίμπερ νὰ διακρίνει τὴ φυσικὴ ὀμορφιὰ στὰ Χανιά, στὸ Ἡράκλειο καὶ ἀλλοῦ. Τόση, ποὺ ὁ πρῶτος χαρακτηρισμός του γιὰ τὴν Κρήτη ἦταν «ευτυχισμένη χώρα».
Οἱ ἐμπειρίες ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ ταξίδι του ὁ γιατρὸς Ζίμπερ τὸν ὁδήγησαν νὰ γράψει ὅτι, ὅταν ὁ γιατρὸς δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τοῦ ἄρρωστου, «το βάλσαμο του λόγου κοστίζει ελάχιστα»· καὶ ὅτι εἶναι «συμφορά στη χώρα, που οι γιατροί της δεν έχουν καθαρή συνείδηση». Καὶ ἦταν εἰλικρινής: ἔγραψε γιὰ τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του σὲ μιὰ ὑποδουλωμένη χώρα, ἀσφαλῶς ὅμως ἤθελε καὶ νὰ ἀφήσει ἕνα μήνυμα γιὰ τὴν ἀξία τοῦ Ἀνθρώπου – ἀξία ποὺ παραμένει ἄθικτη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλα «τὰ πλακώνει ἡ σκλαβιά», κατὰ τὸν ποιητή. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου θὰ τὸ καταλάβει εὔκολα αὐτό. Ὅπως εὔκολα θὰ μπορέσει νὰ προσπεράσει τὰ λάθη ποὺ ὑπάρχουν τόσο στὴ γλώσσα ὅσο καὶ σὲ ὁρισμένα σχόλια καὶ νὰ ταξιδέψει νοερὰ στὴν ἐποχὴ καὶ στὴ χώρα τῶν παππούδων μας. Θὰ εἶναι μιὰ ἀναβάπτιση καὶ συγχρόνως ἀφύπνιση – στοιχεῖα ποὺ ἔχουν μπεῖ στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μας.