Είναι αρκετές μέρες που τους βλέπω στην μικρή πλατεία ετούτης της πολύβουης πόλης. Πάντα κάθιζαν στο απέναντι παγκάκι στην σκιά του μεγάλου κοκκινόφυλλου σφενδάμου.
Όπως και τις άλλες φορές αγκαλιασμένοι από την ώρα που θα κάτσουν μέχρι την ώρα που θα φύγουν. Κι όταν δεν ήταν αγκαλιασμένοι παρατηρούσαν ο ένας τα μάτια του άλλου, λες και δεν τα είχαν ξαναδεί!
Η αλήθεια είναι πως μ’ έφερναν μερικές φορές σε δύσκολη θέση με τα χάδια τους, αλλά από την άλλη χαιρόμουν να τους βλέπω να μοιράζονται ακόμα και τον αέρα που ανέπνεαν.
Κι όπως το καλοκαιράκι τέλειωνε και πλησίαζε το Φθινόπωρο, όπως τα φύλλα του σφενδάμου έπεφταν και κοκκίνιζαν τις πλάκες της πλατείας, έτσι κι ο νιος δεν φάνηκε τώρα και τρεις ημέρες.
Η κοπέλα ήρθε, κάθισε στο ίδιο παγκάκι.
Συννεφιασμένο το προσωπάκι της..
Χαμηλό το βλέμμα της…
Ράγισε και μένα η καρδιά μου να την βλέπω έτσι.
Επρεπε να την πλησιάσω, να της δώσω κουράγιο μα δεν είχα την δύναμη να το κάνω. Μονάχα την κοιτούσα έντονα και σταθερά, χωρίς ωστόσο να καταφέρω να αποσπάσω έστω κι ένα βλέμμα της.
Την τέταρτη μέρα -την μέρα που πήρε τις αποφάσεις της- σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. Ακούμπησε το χάλκινο στήθος μου και προσπάθησε να σβήσει το “Σ’ αγαπώ” που μαζί είχαν χαράξει κάτω από το όνομά μου, εκεί, δίπλα στην ημερομηνία γέννησης και θανάτου μου…