Πρὶν ἀπὸ περίπου 1400 χρόνια ἕνας μοναχὸς ὀνόματι Ἰωάννης Μόσχος (στὸν ὁποῖο δόθηκε ἡ προσωνυμία Εὐκρατᾶς, λόγω ἴσως τῆς ἐγκράτειάς του) ξεκίνησε περιοδεία σὲ χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἐπίσης μοναχό, μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων, Σωφρόνιο.
Τὰ βήματά του τὸν ἔφεραν στὴν Παλαιστίνη, στὴν Αἴγυπτο, στὸ Σινᾶ, στὴ Συρία, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν Κύπρο καὶ σὲ ἄλλα νησιά, μετὰ δὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Περσῶν ἀναγκάστηκε νὰ καταφύγει στὴν Ἀντιόχεια καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τέλος, ἔφτασε στὴ Ρώμη, ὅπου πέθανε τὸ 619. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὰ ἀσκητήρια τῆς Ἀνατολῆς, νὰ ἀκούσει ἀσκητὲς καὶ μοναχούς, νὰ δώσει μιὰ εἰκόνα τῆς δεινῆς δοκιμασίας ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων. Καρπὸς τῆς περιοδείας αὐτῆς ἦταν τὸ σύγγραμμά του “Λειμὼν” (Πνευματικὸς – Pratum Spirituale), πιὸ γνωστὸ ὡς “Λειμωνάριον”, στὸ ὁποῖο περιλήφθηκαν οἱ ἐντυπώσεις του ἀλλὰ καὶ οἱ διηγήσεις ποὺ ἄκουσε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς περιοδείας του. Ἀπέβλεπε ὅμως στὴν ἐνίσχυση καὶ στερέωση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ὑπομονῆς μοναχῶν καὶ ἀσκητῶν. Οἱ “περὶ ἀσκητισμοῦ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς ἐποχῆς του” πληροφορίες ποὺ περιλαμβάνονται σ’ αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν ἀείμνηστο Νικ. Β. Τωμαδάκη, πολύτιμες, “χαρακτηριστικὴ ἡ ψυχογραφία τῶν προσώπων”, ἐνῶ “ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως τὸ κείμενον εἶναι λίαν ἐνδιαφέρον διὰ τὴν εὐρεῖαν χρῆσιν στοιχείων τῆς κοινῆς καὶ τὸ δημῶδες ὕφος”.
Πέρασαν παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἕνας σύγχρονός μας, ὁ Οὐίλιαμ Νταλρίμπρ, μὲ ἀφορμὴ τὸ περιεχόμενο τοῦ “Λειμωναρίου” ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρομολόγιο ποὺ εἶχε ἀκολουθήσει ὁ Μόσχος καὶ νὰ καταγράψει τὶς ἐντυπώσεις του, νὰ συγκρίνει δηλαδὴ τὴ σημερινὴ εἰκόνα μὲ ἐκείνην ποὺ εἶχε ἀντικρίσει πρὶν ἀπὸ 14 αἰῶνες ὁ τολμηρὸς μοναχός. Δὲν ἀπέβλεπε ὅμως “στὴν ἐνίσχυση καὶ στερέωση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ὑπομονῆς μοναχῶν καὶ ἀσκητῶν” ἀλλὰ στὴ μελέτη τῶν στοιχείων ποὺ θὰ κατόρθωνε νὰ συγκεντρώσει.
Ὁ Νταλρίμπρ, γεννημένος τὸ 1965 στὴ Σκωτία, εἶναι ἱστορικὸς καὶ ἱστορικὸς τέχνης, ἀρθρογράφος καὶ συγγραφέας πολλῶν βιβλίων. Πολυταξιδεμένος καὶ πολυβραβευμένος, ἀποθησαύρισε τὶς πληροφορίες καὶ τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο ταξίδι στὸ σημαντικότερο, ἴσως, βιβλίο του, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὸν τίτλο “From the Holy Mountain. A Journey in the Shadow of Byzantium”, 1997 – στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα “Ταξίδι στη Σκιά του Βυζαντίου”, σὲ μετάφραση Κατερίνας Οἰκονομάκου, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ωκεανίδα. Ὅπως δηλώνεται καὶ στὸν τίτλο τῆς ἀγγλικῆς ἔκδοσης, ξεκίνησε τὸ ταξίδι του ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀφοῦ νωρίτερα εἶχε μελετήσει τὸ “Λειμωνάριον” καὶ εἶχε καταλάβει τὴν ἀξία του. Γράφει (σελ. 30):
“Το Λειμωνάριο είναι το κείμενο που, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γραπτό μνημείο, μας διευκολύνει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τους πολίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν και μπορεί να θεωρηθεί αλλόκοτο βιβλίο – ένα ασυνήθιστο συνονθύλευμα από ανέκδοτα, διδαχές και ιστορίες για θαύματα -, είναι ιστορικό έργο που φωτίζει την περίοδο που προηγήθηκε της επικράτησης του ισλάμ στην Ανατολική Μεσόγειο. Ξεφυλλίζοντάς το, ξεχασμένα μοναστήρια υψώνονται μπροστά σου μέσα απ’ την άμμο. Ακόμη και μια μεγάλη πόλη όπως η βυζαντινή Αλεξάνδρεια, από την οποία έχει σωθεί μόνο ένας τοίχος, ξαναζωντανεύει κι αυτή μαζί με τους ανθρώπους που την κατοίκησαν – χαρακτήρες πειστικοί, εγκληματικοί και εκκεντρικοί”.
Ὑποθέτω, σχεδὸν εἶμαι βέβαιος, ὅτι μὲ τὴ λέξη “ταξίδι” ὁ Νταλρίμπλ ἐννοεῖ τὸ δικό του καὶ ὄχι τοῦ Μόσχου τὸ ταξίδι. Ἡ φράση ὅμως “στὴ σκιὰ τοῦ Βυζαντίου” μπορεῖ νὰ ἔχει διπλῆ ἀνάγνωση: εἴτε νὰ ὑποδηλώνει δηλαδὴ τὶς μνῆμες ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔχουν ἐπιβιώσει, μὲ ὁποιαδήποτε μορφή, στὰ μέρη ποὺ ἐπισκέφθηκε εἴτε νὰ παραπέμπει στὴν πάλαι ποτὲ ἀκτινοβολία τοῦ μεγαλύτερου σὲ διάρκεια κράτους ποὺ γνώρισε μέχρι σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅμως, ὅ,τι καὶ ἂν ἰσχύει, τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ὁ Νταλρὶμπλ κεντρίζει καὶ κερδίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη. Δὲν εἶναι μόνο τὸ ὅτι μεταφέρει μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο ὅσα βρῆκε στὸ δρόμο του – φυσικὸ περιβάλλον, ἀνθρώπους καὶ ἔργα ἀνθρώπων, καταστάσεις καὶ γεγονότα. Περισσότερο εἶναι τὸ ὅτι μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν ἀπὸ διαυγῆ καθρέπτη, βλέπει τὸ παρελθόν, κοντινὸ ἢ μακρινό, ἀνοίγοντας ἔτσι ἕνα παράθυρο γιὰ τὴν παρακολούθηση τῆς πολυκύμαντης ἱστορίας μιᾶς περιοχῆς πολὺ γνώριμης καὶ σ’ ἐμᾶς στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι ἐνῶ ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἔχει στρέψει το βλέμμα του στὴν περιοχὴ αὐτὴ τὶς τελευταῖες κυρίως δεκαετίες, ἡ ἑλληνικὴ παρουσία σ’ αὐτὴν ἔχει ζωὴ πολλῶν αἰώνων – ἢ καὶ χιλιετιῶν.
Καθολικὸς στὸ θρήσκευμα ὁ συγγραφέας, βρῆκε στὸ ταξίδι του καὶ συνομίλησε μὲ ἀνθρώπους ποικίλων θρησκευμάτων: Χριστιανοὺς Ὀρθόδοξους, Μαρωνίτες καὶ Κόπτες, Μουσουλμάνους, Ἑβραίους. Διαπίστωσε ὅτι στὴ διαμόρφωση τῆς σημερινῆς εἰκόνας λαῶν καὶ κρατῶν οἱ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις εἶναι κυριαρχικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο μάλιστα προδιαγράφει καὶ μελλοντικὲς ἐξελίξεις. Ἀδυσώπητοι διωγμοὶ καὶ ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, καὶ παλαιότερα, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομείνουν ἐλάχιστοι Χριστιανοὶ στὴν Τουρκία, στὴ Συρία, στὴν Παλαιστίνη, στὴν Αἴγυπτο. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι πλέον γνωρίζουν πολὺ καλὰ πώς, ὅταν φύγουν ἀπὸ τὴ ζωή, θὰ ἔχει ἐπέλθει τὸ τέλος. Γράφει ὁ Νταλρίμπλ γιὰ τὸν Μόσχο καὶ τὸν Σωφρόνιο (σελ. 26): “Οι δυο μοναχοί ήταν θεατές της πρώτης βίαιης επίθεσης που δέχτηκε η χριστιανική Ανατολή, μιας επίθεσης που ολοκληρώνεται στις μέρες μας με τον εξοστρακισμό του χριστιανισμού από τον τόπο που τον γέννησε. Η έξοδος και των τελευταίων Χριστιανών από τη Μέση Ανατολή αποδεικνύει ότι το Λειμωνάριο δεν είναι ένα ξεπερασμένο ιστορικό έργο αλλά ο πρόλογος μιας τραγωδίας. Μένει να ολοκληρωθεί και το τελευταίο κεφάλαιο”.
Οἱ λεπτομέρειες τὶς ὁποῖες καταγράφει ὁ συγγραφέας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι βοηθοῦν τὸν ἀναγνώστη νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ θέματα μεγάλης ἱστορικῆς σημασίας, ἀποτελοῦν καὶ ἀπερίφραστη καταγγελία τῆς ἐγκληματικῆς (καὶ ἀτιμώρητης) πολιτικῆς καὶ συμπεριφορᾶς κρατῶν καὶ λαῶν, θύματα τῆς ὁποίας ὑπῆρξαν ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ διαχρονικὲς ἀξίες πού, δῆθεν, πρεσβεύει, στηρίζει καὶ προάγει ὁ σημερινὸς πολιτισμός. Καὶ ὅλα αὐτὰ συνέβησαν σὲ γεωγραφικὸ χῶρο ποὺ κάποτε ὑπῆρξε κοιτίδα καὶ κιβωτὸς ἑνὸς λαμπροῦ, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, παρελθόντος. Ἂν δὲ ἑστιάσουμε στὴ σχέση τοῦ χώρου αὐτοῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ἱστορία καὶ μὲ τὸν Ἑλληνισμό, θὰ βροῦμε πλῆθος συνεκτικῶν καὶ ταυτοχρόνως σημαντικῶν στοιχείων. Διότι μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ δευτερευόντως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἐξ ἀρχῆς τὴ χρησιμοποίησε καὶ δι’ αὐτῆς ἐξαπλώθηκε, ἀσκήθηκαν ἐπιδράσεις σὲ καίριους τομεῖς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἰδιωτικῆς καὶ δημόσιας.
Ἰδιαιτέρως ὅμως πρέπει νὰ τονιστεῖ κάτι ἀκόμη, ἴσης ἢ καὶ μεγαλύτερης σημασίας μὲ τα προηγούμενα. Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου στέλνει ἠχηρὸ μήνυμα σὲ ὅσους (ἀνάμεσά τους καὶ πολλοὶ δικοί μας…) ἀγνοοῦν τὴν προσφορὰ τοῦ Βυζαντίου στὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ στὸν πολιτισμό. “Στα μοναστήρια του Βυζαντίου, μέσα σε βιβλιοθήκες και εργαστήρια αντιγραφής, φυλασσόταν η κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας, τα συγγράμματα της φιλοσοφίας και της ιατρικής, προστατευμένα από τις ορδές των επιδρομέων και των νομάδων. Παρ’ όλη την παρακμή, η ανατολική Μεσόγειος εξακολουθούσε να είναι το πλουσιότερο, πολυπληθέστερο και πιο πολιτισμένο κομμάτι της Μεσογείου (…) Τίποτε στη Δύση δεν μπορεί να συγκριθεί με το υψηλό επίπεδο ζωής που απολάμβανε το ανατολικό Βυζάντιο” (σελ. 33). “Για τη Δύση των Βαρβάρων, το Βυζάντιο ήταν ο σχεδόν μυθικός φάρος ενός υψηλότερου πολιτισμού, το θησαυροφυλάκιο όπου ήταν φυλαγμένο ό,τι είχε διασωθεί από την κλασική αρχαιότητα” (σελ. 45). “Όταν ο αγγλοσάξονας προσκυνητής Άγιος Ουίλιμπαντ επισκέφτηκε το μοναστήρι [του Αγίου Σάββα] στις αρχές του ογδόου αιώνα, σχολίασε το γεγονός ότι όλοι οι μοναχοί ήταν απασχολημένοι αντιγράφοντας χειρόγραφα και συνθέτοντας ύμνους και ποιήματα” (σελ. 403). “Η Θεία Λειτουργία ψάλλεται στο πέτρινο εκκλησάκι του Αγίου Σάββα κάθε πρωί, εδώ και 1380 χρόνια” (σελ. 402).
Μὲ κρίσεις σὰν κι αὐτές, μοῦ φαίνεται πὼς ἡ “σκιὰ” γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος νωρίτερα ἦταν τελικὰ “σκιά προστασίας”. Καὶ ὅταν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου πολλὰ ἄλλαξαν, χάθηκε καὶ αὐτὴ ἡ προστασία: “Σκαρφάλωσα σ’ έναν τοίχο κι από κείνο το ύψος είδα αυτό που δεν ήταν ορατό απ’ το έδαφος. Μες στους ελαιώνες αναπαυόταν άλλη μια βυζαντινή πόλη-φάντασμα, με τους πέτρινους σκελετούς των πύργων, τους τρούλους και τα μισογκρεμισμένα σπίτια να καλύπτουν το παχύ και μαλακό χώμα σ’ όλη του την έκταση. Εκεί που τέλειωναν τα δέντρα, στ’ ανατολικά, κάποιες απ’ τις μεγαλύτερες και πιο ευάερες επαύλεις κατοικούνταν ακόμη…” (σελ. 251). “Συνεχίζοντας την περιπλάνησή μου στη βυζαντινή έπαυλη, περνώντας μέσα από διαδοχικά, δροσερά ψηλοτάβανα δωμάτια, με κάθε πέτρα να στέκεται ακόμη στη θέση της, αρμό τον αρμό, μ’ ένα κλασικό αέτωμα πάνω απ’ το γείσο κάθε παραθύρου…” (σελ. 255). “Η εκκλησία δεν ήταν παλιότερη των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα, αν και υπήρχαν κάποια στοιχεία μεσαιωνικής λιθοδομίας χαμηλά… Η ατμόσφαιρα όμως ήταν τόσο αυθεντικά βυζαντινή όσο και στο Άγιον Όρος” (σελ. 262). “Στην άγονη γη της μισαλλοδοξίας στέριωσε η σημερινή Κωνσταντινούπολη. Εκεί όπου άλλοτε ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών ήταν πρόπλασμα έμπνευσης και δημιουργίας, τώρα υψώνεται μια μονοεθνική μεγαλούπολη, ενενήντα εννιά τοις εκατό τούρκικη, πολιτιστικά στείρα και οικονομικά εξαθλιωμένη”.
“Σκιά” ὅμως τοῦ Βυζαντίου ὑπάρχει καὶ σήμερα. Πολλοὶ βέβαια δὲν τὴν ἀντιλαμβάνονται ἢ τὴν περιφρονοῦν. Ἂν προσέξουν λίγο, θὰ διαπιστώσουν πὼς εἶναι δίπλα τους, κομμάτι καὶ τῆς δικῆς τους ζωῆς.
ΥΓ 1. Καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ εὐχαριστῶ θερμὰ τὴν καλὴ συνάδελφο Στ. Φρ., ποὺ μοῦ ἀπέστειλε τὸ βιβλίο τοῦ Νταλρὶμπλ (δὲν τὸ εἶχα ὑπόψη μου) καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα γιὰ ἕνα συναρπαστικὸ ταξίδι.
ΥΓ 2. Καθὼς διάβαζα τὸ βιβλίο, μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἔγινε γνωστὴ ἀπειλὴ τοῦ Ἰσλαμικοῦ Κράτους γιὰ ἀνατίναξη τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ ὅτι εἶναι ἀδίστακτοι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι γνωστὸ – κατέστρεψαν τὶς ἀρχαιότητες καὶ στὴν Παλμύρα. Τὸ ὅτι ὅμως θὰ τολμοῦσαν ἔστω καὶ φραστικὴ ἀπειλὴ νὰ ἐκτοξεύσουν γιὰ “το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής”, ποὺ εἶναι “στα μάτια πολλών η ομορφότερη εκκλησία που έχτισαν ποτέ ανθρώπων χέρια” (σελ. 62-63) ξεπερνᾶ καὶ τὴν πιὸ νοσηρὴ φαντασία.
* Φιλόλογος