Έψαχνε στήριγμα να βρει, μη σωριαστεί στο χώμα,
η δόλια μέσα στη νυχτιά την κρύα τη μουντή
γιατί θ’ αργούσε να φανεί η ώρια αυγούλα ακόμα,
κι απεγνωσμένα ζήταγε από κάπου να πιαστεί.
Η προδοσία κι η απονιά την έσπρωξαν εκεί
παρακαλώντας το γλυκό φιλί της να πουλήσει
κλεισμένη μες στη σκοτεινή δική της φυλακή
τις νύχτες, όμως ήθελε και κείνη για να ζήσει.
Και τα χαράματα πριχού προβάλει η ώρια μέρα
και πριν τ’ αστέρια στ’ ουρανού το δώμα όλα σβήσουν
έφευγε και τις πίκρες της την άφηνε εκεί πέρα
κι έπλυνε τα σημάδια της να μην τη μαρτυρήσουν.
Άνθρωπε αν σκύψεις πάνω της θα σου το πουν ποιοι φταίνε
οι χτύποι της καρδούλας της αν τους αφουγκραστείς
και της ντροπής τα δάκρια τα σπλάχνα της να καίνε
ω, θα το δουν ξεκάθαρα τα μάτια της ψυχής.