» Τυχαίο – Αυτόνομο Απόσπασμα Κειμένου του ανωτέρω Κεφαλαίου, από το ανέκδοτο βιβλίο “Γαλάζιο Ποδήλατο και Μαύρες Τουλίπες”
«…Το πρωί της τελευταίας μέρας του Γενάρη, που έκανε υποφερτό κρύο και ο ήλιος βιαζόταν να προσπέρναγε τα εμπόδια των λοφίσκων του μικρού χωριού και να ζέσταινε ανθρώπους και φύση, πήρα το κοπάδι των γιδοπροβάτων και τα οδήγησα στον λιβαδότοπο της κυρά-Βασιλικής, στην δούλεψη της οποίας μπήκα μπιστικός για ένα εξάμηνο, ως το τέλος τ’ Απρίλη. Τα πιστά κι έξυπνα τσομπανόσκυλα οδήγησαν το κοπάδι στα ψηλότερα σημεία του λιβαδιού, όπου το χορτάρι θέριευε και ικανοποιούσε κάπως τη λαχτάρα των ζώων για βοσκή».
-Όταν ο ήλιος ανέβηκε λίγο πιο ψηλά στον ουρανό, ακούστηκε ο γνώριμος κραδασμός της σαραβαλιασμένης μηχανής του μικρού φορτηγού του Σταμάτη. Το φορτηγάκι ήλθε και σταμάτησε κάτω στον δρομίσκο κι ακριβώς απέναντι από την είσοδο του λιβαδιού κι από το όχημα κατέβηκε πρώτος ο γνωστός νταής και φασαριόζος της περιοχής Σταμάτης και τον ακολούθησαν τα δύο τσιράκια του. Ο ένας από δαύτους, προχώρησε στο εσωτερικό του λιβαδιού κι ερχόταν προς το μέρος μου, ενώ τα σκυλιά χάλαγαν τον κόσμο με τα γαβγίσματα και τις ανήσυχες κινήσεις τους, πέρα-δώθε.
«Γιώργη, έλα κάτω που σε θέλει το αφεντικό μου!…» φώναξε δυνατά και βιαστικά ο βοηθός του φορτηγατζή κι αμέσως γύρισε στην παρέα του.
Στη μικρή κατηφορική διαδρομή, ούτε τριάντα μέτρα ως την είσοδο του λιβαδιού, έκανα αστραπιαίες σκέψεις κι έθεσα τη διαισθητική μου γνώση σε ετοιμότητα, για κάθε ενδεχόμενο. Όταν έφτασα κάτω στον δρομίσκο, οι άλλοι δύο με το αφεντικό τους έκαναν κύκλο γύρω μου, όπως είναι η συνηθισμένη τακτική των νταήδων.
Ο Σταμάτης με πλησίασε και σχεδόν κόλλησε τα μούτρα του στα δικά μου. Επιασε κι έσυρε δυνατά τη μάλλινη εξωτερική φανέλα μου και με ταρακούνησε κάμποσες φορές με τα δυνατά χέρια του: κοντόχοντρος, με το γνωστό στυλ παλαιστή πανηγυριών, άρχισε αμέσως τις βρισιές κι απειλές του:
«Μ’ έγραψες στα παλιά σου παπούτσια, ορέ, τζιτζιφιόγκο και θα βλαστημήσεις την ώρα που δεν την κοπάνησες για πάνω στην Βουλγαρία… Μάς πήρες τις δουλειές και περνιέσαι και ήρωας του χωριού, παλιο-ψοφίμι του κερατά!» είπε με φωνές δυνατές ο Σταμάτης κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.
-«Είμαι Μακεδόνας και Ποντιακής καταγωγής από τη μάνα μου!…» απάντησα με κάποιον σαρκασμό στις ύβρεις του.
«Ακόμα χειρότερα! Δηλαδή και Βούλγαρος και τουρκόσπορος!…» ανταπάντησε με αναίδεια και ειρωνεία ο άξεστος φορτηγατζής. Και, βέβαια, είχα απόλυτη γνώση κι αίσθηση της επικίνδυνης προσωπικής μου κατάστασης, ωστόσο είχα κι έτρεφα αυτοπεποίθηση στις δυνατότητες και ικανότητές μου για την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων.
Κράτησα, όμως, την ψυχραιμία μου και περίμενα τις αντιδράσεις του Σταμάτη. Στο βλέμμα του σκληρού νταή ξεχώριζα εύκολα το απύθμενο μίσος ενάντια στο πρόσωπό μου και μιαν αλλόκοτη κι ανερμήνευτη ζήλεια, ενώ από το στόμα του έβγαιναν συνέχεια, θαρρούσες ριπές όπλου, ακατανόμαστες φράσεις κι απειλές κατά της ζωής μου. Υποψιαζόμουν, πως στο κεφάλι αυτού του ανθρώπου οι σκέψεις του έτρεχαν σαν τα ρυπαρά ποντίκια των υπόνομων. Κι όσο πέρναγαν οι στιγμές, ο τόνος της φωνής του γινόταν πιο αναιδής, αξιοθρήνητος κι απόλυτα αυταρχικός, ενώ οι απειλές του εκσφενδονίζονταν δριμύτερα: ωστόσο, και τα δικά μου όρια υπομονής κι ανοχής εξαντλούνταν και δεν ήθελα και πολύ να ξέσπαγα πάνω του. Ήταν, σίγουρο, ότι έπαιζα κορώνα – γράμματα τη ζωή μου, μολαταύτα, δεν άντεξα και ξέσπασα με οργή κι αγανάκτηση: «Τι έχεις, επιτέλους, χριστιανέ, μαζί μου; Τήρα τις δουλειές σου και πάψε τις απειλές σου, γιατί δεν τις σηκώνω πια…».
Ο Σταμάτης, αποσβολωμένος από την αναπάντεχη αντίδρασή μου, στράβωσε τα μούτρα του και στρέφοντας το κορμί του προς τους άβουλους συντρόφους του είπε ειρωνικά: «Τώρα σκιάχτηκα!…» και σαν αίλουρος τινάχτηκε προς το μέρος μου, κρατώντας στο δεξί του χέρι σουγιά τσέπης. Τότε, ένας της παρέας του φώναξε τρομαγμένος: «Μην τον χαλάσεις Σταμάτη, θα βρούμε τον μπελά μας…»
Εκείνην ακριβώς και την πιο κρίσιμη στιγμή της άγριας συμπλοκής εμφανίστηκε, απροσδόκητα, ο Γιαννακός, που κρατούσε στην αγκαλιά του χαριτωμένο καφετί κουταβάκι. Για δευτερόλεπτα, επικράτησε απόλυτη σιωπή στο σκηνικό του θανάτου, ωστόσο, ο Γιαννακός, σαν πλησίασε το πεδίο της συμπλοκής και συνειδητοποίησε την κρισιμότητα των στιγμών και τον σοβαρό κίνδυνο ζωής που διέτρεχα, σίμωσε τον παλικαρά Σταμάτη και η φωνή του ξέσπασε με ένταση: «Τι γίνεται εδώ; Αλίμονό σας αν πειράξετε τον Γιωργή!…».
Χωρίς να χάσει καιρό ο Σταμάτης και με γκριμάτσα άγριας οργής, ένευσε στους συντρόφους του να τον επιτεθούν. Ένας από δαύτους, ίδιο κοράκι, όρμησε προς τον άτυχο Γιαννακό και υψώνοντας με το χέρι του τη χοντρή βέργα κρανιάς, την κοπάνησε βάναυσα και πολύ δυνατά στην αδύναμη και κοκκαλιάρικη πλάτη του άμοιρου Γιαννακού.
Ο Γιαννακός μούγγρισε από τον πόνο και με τα γόνατά του λυγισμένα κατέπεσε και σωριάστηκε στο απαλό χώμα του αγροτικού δρομίσκου. Μολαταύτα, σηκώθηκε αργά κι ανόρθωσε περήφανα το κορμί του κι όταν με σίμωσε, χάιδεψε τα υγρά μαλλιά μου και ξέσπασε σε λυγμούς, παρά τις προσπάθειές του να τους κράταγε σιωπηλούς. Τον κοίταξα ίσια στα μάτια του και πρόσεξα την αίσθηση του θανάτου: μια δυσδιάκριτη αλλοίωση χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του δύστυχου Γιαννακού και σ’ αυτήν την ανείπωτη οδύνη του περιλάμβανε όλην τη μίζερη ιστορία του, την παλιά της απόλυτης ορφάνιας κι ερήμωσης και την τωρινή με το θεοσκότεινο μέλλον της αβεβαιότητας, της παραίτησης, της απόγνωσης κι απόρριψης. Το βίωνα και το διαισθανόμουν, πως όλα είχαν τελειώσει για τον φίλο και συνεργάτη μου στις δουλειές της στάνης και των χωραφιών. Τι σημασία είχαν πια όλα τριγύρω του; Ένας απροσπέλαστος τοίχος ανορθωνόταν ανάμεσα στον Γιαννακό και τους άλλους….
Περίλυπος κι ανθρώπινο ράκος ο Γιαννακός, ωστόσο, περιμάζεψε από χάμω το κουταβάκι του και σέρνοντας το ατροφικό – σακάτικο αριστερό πόδι του χάθηκε στη μεριά του μικρού οικισμού των Μεσσηνιακών ριζών του μαγικού Ταΰγετου.
Ξέσπασε μέσα μου ηφαίστειο η οργή και η λαχτάρα της αντεκδίκησης, αλλά σε τούτες τις πολύ κρίσιμες στιγμές θλιβόμουν ως θανάτου, που δεν μπόραγα να διαχειριζόμουν, όπως θα έπρεπε, τη θανατερή οδύνη του συντρόφου και φίλου μου Γιαννακού.
ΩΣΤΟΣΟ, όπως πάντα ενεργούσα σε παρόμοιες κρίσιμες περιστάσεις της δύσκολης κοινωνικής ζωής μου, έθεσα ευθύς στη διάθεσή μου τη διαισθητική γνώση των πολλών δυνατοτήτων μου ν’ αφόπλιζα τον άξεστο Σταμάτη και να τού ανταπέδιδα ταχύτατα, δυνατά και τραυματικά γρονθοκοπήματα και να τον σώριαζα καταγής: και με γρήγορο, δυνατό κι ανάποδο ψαλίδι των ποδιών μου -όπως έκανα στα γήπεδα της Θεσσαλονίκης- στο ύψος του χεριού του άθλιου φορτηγατζή, το μαχαιράκι – σουγιάς ελευθερώθηκε και πετάχτηκε μπροστά μου στα έξι – εφτά μέτρα κι έτρεξα γρήγορα και το πέταξα στον παρακείμενο θάμνο και γύρισα σε θέση μάχης.
Με προταγμένες τις γροθιές του ο εύρωστος Σταμάτης όρμησε και πάλι εναντίον μου, ενώ οι σύντροφοί του παραμέρισαν στην άκρη του δρόμου. Τότε ήταν που μ’ έπιασε το “Ποντιακό” μου κι ένα ασυνήθιστο για τον χαρακτήρα μου αμόκ αντεκδίκησης για όλες τις προηγούμενες απάνθρωπες κι εγκληματικές συμπεριφορές του αγροίκου Σταμάτη και με δυνατή κι άγρια φωνή που έβγαινε από τα έγκατα της ύπαρξής μου, τού κατάφερα γρήγορα, απανωτά και πολύ δυνατά γρονθοκοπήματα στο πρόσωπο, τον τράχηλο και το στομάχι και ο σκληρός παλικαράς λύγισε στα δύο και σωριάστηκε αιμόφυρτος στο χώμα, σφαδάζοντας από τους πόνους των χτυπημάτων μου.
-«Ε, μα, πια! Δεν υποφέρεσαι άλλο…», ξέσπασα και πήρα βαθιά ανάσα ανακούφισης και κάποιας ανομολόγητης έπαρσης. Οταν τον ανασήκωσαν από χάμω και τον έσερναν προς το φορτηγάκι οι έκπληκτοι και φοβισμένοι σύντροφοί του, ο Σταμάτης πρόλαβε και μού ‘ριξε θολό και φονικό βλέμμα, που έλεγε πολλά και, βέβαια, σήμαινε συνέχεια…
-Χωρίς επιτήρηση και τρομοκρατημένα τα γιδοπρόβατα από τη φασαρία της άγριας συμπλοκής, ξεχύθηκαν στα γειτονικά σπαρτά και τρόμαξα με τα σκυλιά να τα συγκέντρωνα στον αγροτικό δρομίσκο και σιγά-σιγά τα έφερα στη στάνη του σπιτιού. Η Βασιλική τρόμαξε με τα μαύρα χάλια μου: το μάλλινο πουλόβερ έστεκε κομματιασμένο πάνω μου και το πρόσωπό μου γεμάτο αμυχές, μώλωπες κι αίματα από την άγρια μάχη της συμπλοκής με τον Σταμάτη.
Η άξια Βασιλική έτρεξε γρήγορα στο απέναντι σπίτι του μπάρμπα-Κωστή, ενώ ακούγονταν οι δυνατές φωνές της: «Δεν πάει άλλο!… Θα τους καταγγείλω στην αστυνομία… Θα σε σκότωναν Γιώργη, τούτα τα ανήμερα θηρία!…»
Στο απέναντι κατώφλι, ένευσε θετικά με το κεφάλι του ο πονόψυχος μπάρμπα – Κωστής, πρώτος θείος του αδικοχαμένου Δημητρού.
Κύριε διευθυντά, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες για την δημοσίευση του ανωτέρω λογοτεχνικού αποσπάσματος του κ. Γ.
Καραγεωργίου, του οποίου συχνά μελετούμε τα σπάνια και περιεκτικά άρθρα του, όπως και τα συχνά σχόλια του και ομολογώ δεν περίμενα τόσο δυνατή κι όμορφη λογοτεχνική απόδοση στο συγκλονιστικό κείμενο και θαρρώ, πως σπάνια συναντάς και διαβάζεις τέτοια λογοτεχνικά δημιουργήματα.
Με εξαιρετική εκτίμηση,
Γιώργης Παυλάκης, εκπαιδευτικός, θεολόγος, μουσικολόγος.
Αξιότιμε, κύριε Γ. Παυλάκη,
σάς είμαι ευγνώμων για τα καλά και επαινετικά σας σχόλια. Με το επώνυμο “ΠΑΥΛΑΚΗΣ” υπάρχουν πολλοί συμπατριώτες μας πάνω στη Θράκη μας και την Κεντρική Μακεδονία [Ν. Χαλκηδόνα Θεσσαλονίκης που αυτοί ήλθαν πρόσφυγες από τη Χαλκηδόνα Βοσπόρου της Πόλης κι έχουν επίθετα σε -άκης [π.χ. Πετκάκης κ.λ.π].
ΩΣΤΟΣΟ, αν είστε -όπως το ελπίζω- Κρητικής καταγωγής, τότε έχετε ήδη “σπάσει” έναν ιδιόρρυθμο Κώδικα της Κρητικής Κοινωνιολογίας και δεν είναι του παρόντος να συζητηθεί, γιατί θα στενοχωρηθούν πολλοί γνωστοί και “φίλοι”. Για μένα είναι μεγάλη τιμή, έστω και ένας Κρητικός να γράψει δύο καλά λόγια για το ανωτέρω απόσπασμα λογοτεχνικού κειμένου του νέου πονήματος μου που βρίσκεται στο στάδιο της επιμέλειας, διόρθωσης, βελτίωσης και προσθηκών ή αφαιρέσεων και , ίσως, εκδοθεί από ξένη Εκδοτική Εταιρεία, μετά τον Οκτώβρη. Φυσικά και θα σάς γίνει αφιέρωση ένα αντίτυπο -πρώτα ο Θεός- του βιβλίου. Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως κι αν αποφασίσετε να κατεβείτε στην Κρήτη και στα όμορφα Χανιά μας, το σπίτι μας είναι ανοικτό any time.
Με εξαιρετική εκτίμηση, Γιώργος Καραγεωργίου ΧΑΝΙΑ.