Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2024

“Στη στάνη και τους αγρούς – Ο Γιαννακός και οι άλλοι”

[Τυχαίο απόσπασμα κειμένου του ανωτέρω Κεφαλαίου από το ανέκδοτο βιβλίο “Γαλάζιο Ποδήλατο – Κόκκινες Νταλίκες – Μαύρες Τουλίπες Ολλανδίας”]

«…Yστερα από τα πολλά κι ευεργετικά πρωτοβρόχια του Οκτώβρη, σειρά είχε η σπορά των δύο μεγάλων χωραφιών με στάρι και κριθάρι.

Mε τον συνεργάτη μου Γιαννακό θα ξεκινούσαμε με τη λίπανση των χωραφιών με την μπόλικη φυσική κοπριά της στάνης των γιδοπροβάτων κι αμέσως κατόπιν θ’ ακολουθούσε το όργωμα με το δυνατό μπεγίρι – μουλάρι. Δέναμε τότε οι δυο μας τα μεγάλα κι επιμήκη πλεκτά κοφίνια στο σαμάρι των αλόγων με σπαρτίνα – χοντρό ειδικό σχοινί και τα γεμίζαμε ως απάνω με χωνεμένη κοπριά της στάνης. Σαν φτάναμε στους αγρούς, ξεφορτώναμε τα κοφίνια και διασκορπίζαμε με τενεκέδες τη γόνιμη κοπριά σ’ όλη την επιφάνεια του αγροκτήματος. Κάθε τόσο, παίρναμε και μια ανάσα, ίσα – ίσα να κάπνιζε ο Γιαννακός κάνα τσιγάρο «Ματσάγγος». Πήγαινε τότε αυτός κάτω στο ρυάκι, σύριζα του χωραφιού και χάζευε το λαγαρό κι ορμητικό νερό του. Χορτασμένη η γη από τα πρωτοβρόχια ήταν έτοιμη για το όργωμα και τη σπορά. Άφηνα για λίγη ώρα τον Γιαννακό στο χωράφι και με το μπεγίρι γύριζα στο σπιτικό της κυρά-Βασιλικής και φόρτωνα στο σαμάρι το μπλούχι – αλέτρι. Πίσω από τον Ταΰγετο ξεπρόβαλε ήδη ο πύρινος ήλιος κι όλα στη φύση διαγράφονταν με σαφήνεια στο βαθύ μπλε του ουρανού. Το υνί βυθιζόταν στο μαλακό και νοτισμένο χώμα και κάθε τόσο ξεκούραζα το ζώο, επιβραβεύοντάς το με ανάλογη πλούσια ταγή. Έδιωχνα τον Γιαννακό για το απογευματινό άρμεγμα των γιδοπροβάτων –ήταν άριστος στο άρμεγμα- και συνέχιζα το όργωμα ως το ηλιοβασίλεμα.
Σε έξι μέρες ξετέλεψα το όργωμα κι ένα πρωινό φόρτωσα στο μπεγίρι τον σπόρο και τράβηξα στα δυο χωράφια. Ζώστηκα επιδέξια μια ποδιά κι ο σπόρος έφευγε θεαματικά απ’ τα χέρια μου, απαράλλαχτα σαν τους επιτήδειους παλιούς ντόπιους – Μακεδόνες αγρότες του ημαθιώτικου κάμπου! Μετά τη σπορά, έζευα το μπεγίρι και πίσω του η σβάρνα με τα σιδερένια δόντια της θρυμμάτιζε τους χωμάτινους σβόλους, παραχώνοντας τους σπόρους στο μαλακό και νοτισμένο χώμα. Πάνω στα δέντρα και τους γειτονικούς θάμνους καραδοκούσαν τα πεινασμένα σπουργίτια και οι πανούργες κάργες, για κάνα κόκκο σταριού! Το απομεσήμερο σταμάτησα για λίγη ανάπαυση κι έδωσα ταγή στο κουρασμένο μπεγίρι. Στην άκρη του αγρού και πολύ κοντά στο ρυάκι χάζευα όψιμη φωλιά μεγαλόσωμων μυρμηγκιών που κουβάλαγαν αδιάκοπα και βιαστικά τους σταρένιους σπόρους που δεν παραχώθηκαν στο χώμα: Ένα μυστήριο και θαύμα της φύσης ήταν αυτός ο συνεχής μόχθος των κόκκινων μυρμηγκιών για τις τελευταίες προμήθειες του χειμώνα, που ερχόταν στην περιοχή μας ήπια και φυσιολογικά.
-Όταν ξετέλεψα με τη σπορά και το σβάρνισμα, ο ήλιος ήδη είχε χαθεί πίσω από τα γαλάζια βουνά της Κυπαρισσίας και μόλις που μάντευα το φεγγάρι πίσω από κάποια γαλατένια – ασπρουδερά σύννεφα! Η κάθε στιγμή της ενασχόλησής μου έξω στη φύση γέμιζε κι ολοκλήρωνε την ύπαρξή μου, σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ευτυχίας μου που συνδεόταν άμεσα με τα συναισθήματα πληρότητας και δημιουργικής χαράς. Βίωνα μια εμπειρία ζωής αποσταγμένη από την καθημερινή διαδικασία της υπεύθυνης, κοπιαστικής κι εντατικής ενασχόλησής μου στη μεγαλούτσικη περιουσία της κυρα-Βασιλικής.
Σαν πέρασαν δυο – τρεις βδομάδες από τη δούλεψή μου, η κυρα-Βασιλική έδιωξε από το όμορφο πρόσωπό της τους φόβους και τις αμφιβολίες της για τις ικανότητές μου κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη, ευχαριστώντας τον Θεό και τον ξάδελφο της νταλικέρη Σωτήρη που μ’ έφεραν στο σπιτικό της. Έβλεπε η κυρα-βασιλική σωρό τα δυσνόητα επιστημονικά βιβλία μου πάνω στο κομοδίνο και την έπιανε τρέμουλο!…
Το μεγάλο αμπέλι είχε δύο και ίσως τρία χρόνια να κλαδευτεί –αφότου έφυγε αδόκητα από τη ζωή ο Δημητρός- και οι κληματσίδες απλώθηκαν σ’ όλο το αγρόκτημα, ωστόσο υποσχόταν φέτος καλή σοδειά. Με το ειδικό γεωπονικό κλαδευτήρι θα έκοβα και σάρωνα τις κληματσίδες και θ’ άφηνα δύο με τέσσερα μάτια, ανάλογα με το κλήμα, ενώ ο Γιαννακός θα μετέφερε τις κληματσίδες στην είσοδο του αμπελιού. Μολαταύτα, σαν προχώρησε η εργασία μας, ο Γιαννακός έδειξε πως δεν άντεχε στην ορθοστασία και σε λίγα λεπτά της ώρας σωριάστηκε στη γη. Κατάχαμα πεσμένος, τον έβλεπα που έψαχνε στις τσέπες του παντελονιού του κάποιο τσιγάρο κι όταν το βρήκε τσαλακωμένο το’ βαλε στα χείλη του κι έτρεξε για φωτιά στα γειτονικά σπίτια του μικρού οικισμού.
Το ψιλόλιγνο κορμί του Γιαννακού χανόταν, ως τα γόνατά του, μέσα σε μάλλινη λεπτή φανέλα που κάποτε είχε καφετί χρώμα. Ένα ξεθωριασμένο και λιγδιασμένο γκρι παντελόνι που το έδενε στη μέση του με χοντρό κορδόνι κι ένα παλιό ζευγάρι αθλητικών πάνινων παπουτσιών συμπλήρωναν την εργατική στολή του. Ο φιλότιμος Γιαννακός, ωστόσο, δεν άντεχε στις πιέσεις και τις φωνές κι ούτε στις οδηγίες των νοικοκυραίων του χωριού: Κι όταν τού ανέθεταν μια μικροδουλειά, ο Γιαννακός έκανε αυτό που ήθελε και μπορούσε. Θα νόμιζε κανείς, πως οι φωνές ούρλιαζαν στο κεφάλι του και τον τρέλαιναν και τότε ξέσπαγε σε ακατανόμαστες φράσεις και βρισιές προς κάθε κατεύθυνση. Νωρίς το απόγευμα ο Γιαννακός έφυγε για το άρμεγμα του κοπαδιού και το βράδυ προμηθεύτηκα από το μικρό μαγαζί του κυρ-Στεφανή ένα πακέτο τσιγάρα «ΕΘΝΟΣ» άσπρο, όπως το άκουγα να το λένε.
Την άλλη μέρα στο αμπέλι και στο μεσημεριανό μας κολατσιό, ο Γιαννακός ακουμπισμένος στο κούτσουρο κλήματος αναστέναξε: «Εχ, Γιωργή, και να’ χαμε ένα τσιγαράκι!…» Πάραυτα, από το πακέτο «ΕΘΝΟΣ» έβγαλα σχολαστικά κι έδωσα στον συνεργάτη μου ένα τσιγάρο: Χαρμάνης αυτός το άρπαξε μονομιάς και το έβαλε στο στόμα του. Αυτό ήταν! Ο Γιαννακός εργάστηκε όλο το απόγευμα με περισσή διάθεση και χαρούμενος που ήταν φίλος μου. Ολοφάνερο ήταν, πως ο Γιαννακός πελαγοδρομούσε πότε στη χαρά και πότε στη θλίψη κι απελπισία. Κάποιες στιγμές, τον άκουγα που σιγοτραγουδούσε Μενιδιάτη και Καζαντζίδη κι άλλες, πάλι, καταριόταν τη ζωή του κι ευθύς κουλουριαζόταν στο γρασίδι. Ήταν βέβαιο, πως τον συνέπαιρνε η μίζερη προσωπική του ζωή και θαρρούσες πως ζούσε σε ερημονήσι που προσάραζαν τσακισμένα και πυρπολημένα καράβια! Μολαταύτα, σαν περνούσαν κάποιες στιγμές, ο Γιαννακός έδινε μια και σηκωνόταν όρθιος, έβγαζε από την κωλοτσέπη του το καθρεφτάκι και ίσιαζε τη φάτσα του! Ο συνεργάτης και φίλος μου Γιαννακός που δεν πάταγε ούτε μυρμηγκάκι στο δρόμο του, ζούσε, βέβαια, στον δικό του κόσμο και σ’ αλλοτινές εποχές. Λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα παρέδωσα το αρωματικό πακέτο «ΕΘΝΟΣ» κι ο Γιαννακός ενθουσιάστηκε: Στιγμές – στιγμές, φαινόταν που η ευτυχία στριφογύριζε τον Γιαννακό, ωστόσο δεν τον άγγιζε. Και τώρα, στα τριάντα τέσσερα χρόνια του είχε χάσει τα μισά δόντια και μαλλιά του κι αυτήν την πρόσθετη προσωπική του συμφορά τη μετρίαζε φορώντας μόνιμα στο κεφάλι του λερωμένο μαύρο σκουφί. Και, λίγο πριν από την αναχώρησή μας στο χωριό, ο Γιαννακός ορθώθηκε μπροστά μου και σοβαρός είπε: « Ορέ Γιωργή! Να’ χα κάνα κατοστάρικο στην τσέπη μου, να φόραγα και κάνα ρούχο της προκοπής κι ύστερα θα μ’ έβλεπες, ντουγρού, κάτω στα καλά σπίτια της Καλαμάτας!…» Ο φιλότιμος Γιαννακός πάσχιζε να έκανε τις ελάχιστες στιγμές ευτυχίας αιωνιότητα, αφού καταλάβαινε πως σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο τίποτα δεν κράταγε για πάντα. Και μόνη του ελπίδα για κάποια ευτυχία απόμεινε η ηλικιωμένη προξενήτρα κυρά-Λέγκω: η κυρά-Λέγκω, όμως, γερνούσε πολύ γρήγορα και οι ομορφονιές του χωριού παντρεύονταν κάτω στην όμορφη Καλαμάτα και στην πλούσια Αθήνα: «Να τον παντρέψεις με τις εγγόνες σου!…» τής έλεγαν.
Το άλλο πρωί, ο ήλιος ξεπετάχτηκε βιαστικά από τα σύννεφα που έτρεχαν αλαφιασμένα προς τις απάτητες κορφές του μαγικού Ταΰγετου και πλημμύρισε με ήρεμο και τρυφερό φως τους γύρω λόφους. Σήμερα ήταν η δική μου σειρά να΄βγαζα τα γιδοπρόβατα στον λιβαδότοπο, ενώ ο Γιαννακός θα μετέφερε στο σπίτι με τα μπεγίρια τις κληματσίδες.
Το καθημερινό χάραμα ήταν μαγική εικόνα με τα τσομπανόσκυλα να καθοδηγούν το κοπάδι και το πιο όμορφο και ρωμαλέο σκυλί που το φώναζα «ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ» έμενε πάντα οπισθοφυλακή κι εμπόδιζε με τη μουσούδα και το σώμα του να’ μπαιναν τα γιδοπρόβατα σε ξένα σπαρτά. Τούτην την ώρα, πάνω στον λιβαδότοπο που το κοπάδι των ζώων παιδευόταν ανικανοποίητο από το λιγοστό χορτάρι, και στην απόλυτη ερημιά του τοπίου, το μυαλό μου βασάνιζαν άλλα πράγματα που δεν είχαν σχέση με τα γράμματα και τις επιστήμες μου: Από τα εφηβικά μου χρόνια συνειδητοποίησα πως η ζωή ήταν πολλή δύσκολη και βυθισμένος από παιδί ακόμα στην ομορφιά της φύσης, αντιμετώπιζα άφοβα την καρδιά των πολλών προβλημάτων, κι ας δοκίμαζα οδυνηρά συναισθήματα πόνου, κόπου, απόγνωσης και θλίψης, ποικίλες απογοητεύσεις, πικρίες κι απορρίψεις, ωστόσο στο τέλος απολάμβανα κι αμέτρητες στιγμές χαράς κι ενθάρρυνσης.
Από τις πλαγιές του λιβαδιού αγνάντευα κάτω τον μεσσηνιακό κάμπο κι ο ουρανός σήμερα μ’ εντυπωσίαζε ιδιαίτερα με το στιλπνό και ξεθωριασμένο γαλάζιο, παράξενα ομοιόμορφο και βαθύ.
-Ξαφνικά, ένας χαλασμός από σιδερικά ακούστηκε κάτω στον αγροτικό δρόμο κι ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους διέκρινα το σαράβαλο φορτηγάκι του νταή Σταμάτη. Ο «ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ», το ρωμαλέο τσομπανόσκυλο του κοπαδιού σαν να μυρίστηκε κάποιον κίνδυνο κι έτρεξε γαβγίζοντας δυνατά προς τη μεριά του οχήματος. Ο σοφέρ Σταμάτης κατέβηκε από το όχημά του κι έκανε με τα χέρια του νόημα να τον πλησίαζα. Από το ύψος του πρόχειρου συρματοπλέγματος που μας χώριζε, πρόσεξα πως ο άνθρωπος αυτός είχε πάνω του κάτι το θρασύ και στ’ ανέκφραστα μάτια του ύφος μοχθηρό κι εχθρικό. Ωστόσο, ο φορτηγατζής έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου κι άρχισε να με υβρίζει κι απειλεί: «Άκου να σού πω, φίλε! Σού δίνω τρεις μέρες διορία να τα μαζέψεις και να τσακιστείς στο διάολο! Αλλιώς, θα σού τσακίσω τα παΐδια σου!…»
«Δεν θυμάμαι, πατριώτη, να σ’ έβλαψα κι άλλωστε δεν γνωριζόμαστε. Ξενομερίτης είμαι κι εργάζομαι για ένα μεροκάματο. Δεν ενόχλησα κι ούτε πείραξα κανέναν και ποιός είσαι ελόγου σου που διατάζεις διορίες παραμονής στον τόπο της εργασίας μου; Παράτα με στην ησυχία μου και τήρα τις δικές σου δουλειές…» κι ευθύς γύρισα στο κοπάδι μου.
Ο κοντόχοντρος και χεροδύναμος Σταμάτης -τον υπολόγιζα σαρανταπεντάρη- κούνησε απειλητικά το κεφάλι του κι έσπευσε στο φορτηγάκι του. Ωστόσο, εμφανίστηκε σύντομα στην είσοδο του λιβαδότοπου με δίκαννο κυνηγητικό όπλο στα χέρια του. Το έξυπνο και ρωμαλέο τσομπανόσκυλό μου κινήθηκε ανήσυχα προς τον δρομίσκο και γάβγιζε πολύ δυνατά προς τη μεριά του φορτηγατζή. Ο Σταμάτης, μάνι – μάνι, έβαλε φυσίγγια στο όπλο του και το έστρεψε ο αγροίκος ενάντια στο όμορφο ζώο. Ακολούθησαν, αμέσως, δύο ριπές του όπλου και το γενναίο σκυλί γεμάτο αίματα λύγισε και σύρθηκε ως τη φτελιά κι εκεί ξεψύχησε. Έτρεξα περίλυπος και πήρα στην αγκαλιά μου το σκοτωμένο σκυλί κι ένα άγριο κύμα ακατάσχετης οργής κι αντεκδίκησης κατέκλυσε την ψυχή μου. Μια εσώτερη φωνή πολύ βαθιά στα έγκατα του ψυχισμού μου ενίσχυσε την πεποίθησή μου, ότι τέτοια απάνθρωπα περιστατικά δεν αφήνονται αναπάντητα.
«Τι σού έφταιξε το σκυλί, άτιμε άνθρωπε!…» ξέσπασα οργισμένος κι έτρεξα ξοπίσω του να τον προλάβαινα: ωστόσο, με τον άβουλο βοηθό του βάλανε γρήγορα μπροστά το φορτηγάκι τους κι εξαφανίστηκαν στο μικρό χωριό. Στην απεραντωσύνη της θλίψης μου συνειδητοποίησα πόσο αδίστακτος κι επικίνδυνος άνθρωπος ήταν ο άξεστος Σταμάτης, αλλά δεν ήμουν κιόλας από τους ανθρώπους που κιοτεύουν εύκολα σε τέτοιες απειλές κι εγκληματικές συμπεριφορές και σκέφθηκα πως ήταν καιρός να’ βγαινα έξω από τα λαγούμια της μακαριότητάς μου και να’ δινα ένα καλό μάθημα στον θρασύ και νταή Σταμάτη.»


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

4 Comments

  1. Η παρουσίαση βιωμάτων μέσα από έργο έντεχνου λόγου αποτελεί μαρτυρία για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία, όταν η αναφορά είναι σε παλαιότερες εποχές, παρελθόν πλέον δυσεύρετο, και όταν η εστίαση γίνεται σε περιοχή με ξεχωριστά γνωρίσματα, άξια προσοχής και μελέτης. Και είναι αυτονόητο πως στην αξιολόγηση του αποτελέσματος συμβάλλει η καλλιέπεια με όλες τις πτυχές που τη συνθέτουν.
    Την προσφορά τού κ. Καραγεωργίου θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο και ακριβέστερα, αν είχαμε στη διάθεσή μας όχι απόσπασμα αλλά ολόκληρο το κείμενο της εργασίας του. Εύχομαι να βρεθεί τρόπος, ώστε να γίνουμε κοινωνοί των συνθηκών κάτω από τις οποίες ζούσαν (ή και ζουν;) οι άνθρωποι σε μια άλλη γωνιά της πατρίδας μας.

  2. Κ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΑ.
    Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΑΠΛΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, ΜΕ ΑΦΤΑΣΤΗ ΓΛΑΦΥΡΟΤΗΤΑ, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΟΥ ΒΙΩΜΑΤΑ. ΤΟΥ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ.

    Γ.Δ.ΠΑΥΛΑΚΗΣ
    ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ-MSc ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.

  3. Αγαπητέ κύριε Καραγεωργιου, το απόσπασμα κειμένου από το ανέκδοτο βιβλίο σας μου ξύπνησε μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό των παππούδων, αγρότες αμφότεροι. Η γραφή σας είναι εξαιρετική, και η ιστορία έχει στιγμές κορύφωσης της αγωνίας αλλά και μιας ηρεμίας αντίθεση εξαιρετικά καλή. Σας εύχομαι ολόψυχα να εκδώσετε το πόνημα σας για να μας δοθεί η ευκαιρία να το απολαύσουμε εξ ολοκλήρου.

  4. Με την σειρά μου κύριε Καραγεωργίου να επαινέσω την σημαντική και ζωντανή αναφορά σας στις μνήμες των παιδικών σας αλλά συνάμα δικών μας παιδικών χρόνων!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα