Κι ενώ ο καιρός περνά, κι ο πρώτος φθινοπωρινός μήνας κοντεύει να γίνει παρελθόν, θυμίζομαι πως επεράσανε τα τρυγοπατήματα, κι οι μούστοι βράζουνε του καλού καιρού.
Στ’ αλήθεια! Σκέφτομαι ρουτίνα κατάντησε η ζωή μας, σα μηχανάκια άψυχα, πορευόμαστε τη στράτα τση καθημερινότητάς μας, άβουλοι, χωρίς ζωντάνια κι ούλα δείξοθνε πως «πάει χάθηκαν τα όμορφα χρόνια». Κι ούλα μπλιό, είναι ψεύτικα και νωθρά. Τουτεσές τσ’ ευλογημένεςώρες, απού ροζονάρωμε το πολυγερασμένο νου μου, επαέ στη γωνία του καφενέ, σεργιανίζω τη σκέψημου στα περασμένα, με τη συμπαράσταση τση θύμησής μου, ξαναζιώ στιγμές, και θυμίζομε εικόνες, από τη παλιά εποχή. Τα τρυγοπατήματα. Θέρος, τρύγος πόλεμος, κατά τα λεγόμενα του λαού. Πόλεμος αληθινός απού εξεκινούσανε οι γι’ επιθέσεις για τούτο να τον αγώνα αξημέρωτα. Συντροφιές χαρούμενες οι τρυγητάδες, με ένταση και βιασύνη, για να γεμίσουνε τσι χρεγιές τωνε, μα και αστεία και πειράγματα ασταμάτητα. Οι κουβαλητάδες στα πήγαινε – έλα ντωνε από τ’ αμπέλια στα Πατητήρια πνιγμένοι από τσοι πασπάλους και ταλαιπωρημένοι από τη ζέστη, και τσ’ ιδρώτες , εσυνεχίζανε τον αγώνα, τραγουδώντας διακοπτόμενοι κατά διαστήματα από τσ’ ανυπακοές και τα τσαμουλούκια των γαιδάρων, απού τσι σωφρονίζανε και τα επαναφέρανε στη σωστή πορεία με αγριοφωνάρες και τσοι φορτωτήρες.
Κι εσυνεχίζανε, ώστε να απου ετελείωνε το τρυγητό, για το κάθε αμπελουργόκι ύστερα, από λίγες μέρες είχε σειρά το πατητό. Κι ήτανε το κάθε πατητό μια χαρούμενη εκδήλωση, ένα αληθινό γλέντι, απού ετραγουδούσανε τα παιδιά, κι εχαρούντανε οι Μανάδες. Κι έτσι επερνούσανε οι ημέρες μας, τραγουδώντας και γελώντας, αντιμετωπίζαμε τσι δυσκολίες τσι ζωής. Έμβλημα μας τα λεγόμενα του Μπαρμπό Μιχάλη, που για πολλά χρόνια ήτανε ψάλτης του χωριού «εν τη εργασία και η ζωή». Κι έτσι εφτάναμε στο Πανηγύρι του Σταυρού. Απού το λειτουργούσε κάθε χρόνο ο Ιερομόναχος Ιερόθεος Κονταράκης απού το’χε και ανακαινίσει κιόλας ως τα βαθεία ντου γεράματα. Κι εταιριάζανε οι συντροφιές οι γειτόνοι και οι δικολογίες στσι λιγοστούς σκιανιούς τση περιοχής κι ανταλλάσαανε τσιπανηγυριώτικες τωνε ευχές με τα νηστίσιμα φαϊτά απού βαστούσαν σε εύθυμο και χαρούμενο κλίμα. Για να βρεθούνε ύστερα από λίγο, στο υπάθριο Καφενεδάκι γη στο Γρι-γρι του Πέτρο αργότερα, για να εκδηλώσει τη κάθε συντροφιά σε κοινή θέα, τη μερακλοσύνη, τη λεβεντιά και τη τσαχπινιά τση, με τ’άσθστα και ρυθμικά ζάλα ντωνε χορεύοντας το συρτό γη, το δυναμικό ντωνε με το ζωηρό και χαριτωμένο Χανιώτικο Πεντοζάλι, απού δεν εχόρταινες να καμαρώνεις τη δεξιοτεχνία ντων, τσοι ρυθμικές κινήσεις και την ασβελτοσύνη ντωνε. Ήτανε βέβαια η γη εποχής απού τσοι χορούς τσοι μαθαίνανε αναμεταξύ των χωρίς δασκάλους, παρά τσοι καθοδηγά η μερακλωσύνη, η λεβεντιά και η τσαχπινιά καθένα και κάθεμια. Αλλά περισσότερα για ούλα τα παραπάνω και τσοι χορούς για όσους θέλουνε περισσότερες λεπτομέρειες, να τσι ψάξουνε στο βιβλίο μου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ» . Ετσά τη γλεντούσανε τη ζωή ντους τότεσας, οι πολυβασανισμένοι προγόνοι μας. Κι ύστερα από το λιόγερμα, απο τσ’ανταύγιες του Ηλιοβασιλεματος, χαρούμενοι και ξαλαφρωμένοι απο τσ’έγνοιες, τσοι δυκολίες, και τα βάσανα τση καθημερινότητας τωνε, συντροφιές και συντροφιές επαίρνανε τη στράτα τσ’επιστροφής στα σπίθια ντων, γιατί η τάχινη ήταν καματερή. Και τότε σας, εκατέχανε και ξεχωρίζανε τσ’ αργίες από τσι καματερές, γιατί χανε και δουλειέςακάμωτες, απού τσοι περιμένανε. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος δασκάλευε ξεκάθαρα « Ότι ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μήδε εσθιέτω» ΘεσΒ 3,10.
Αποκειά κι ύστερα οι ημέρες επερνούσανε καλή ώρα όπως και εδά. Κάθε μέρα και το φως τσ΄ημέρας ελιγόστευε γιατί «Από Μάρτιο και Σεπτέμβριο ίσια τα μερονύχτια» και τα έντονα ανοιξιάτικα χρώματα από μέρα σε μέρα εξεθωριάζανε περισσότερο κι εφαινόντανε πλια γερασμένα με τη κιτρινάδα να κυριαρχεί και να καπανίζει τη πρασινάδα. Στον ορίζοντα και την απεραντοσύνη του ουρανού κάνουνε τα νεφελάκια σαν τα κουζουλά. Πότε παίζουνε αναμεταξύ τωνε το κυνηγητό, το χωστό με τον Ήλιο. Οι τζιτζίκοι έχουνε πάψει εδά και καιρό να τραβαγιάρουνε κι οι μπανιολόοι έχουνε αραιώσει από τα ακρογιάλια για τα καλά. Από βράδια σε βράδια λιγοστεύουνε κι οι βεράτες κι οι αυλές απού’χουνε ανοιγμένα τα φώτα δε γροικούνται να ροζανάρουνε οι συντροφιές, στ΄αποσπερίδες. Ούλα μπλιό καταμαρτυρούνε πως έφυγε και οφέτος το καλοκαίρι. Κι ήρθε το σκυθρωπό φθινόπωρο. Τσι περασμένους καιρούς αρχινούσανε τέτοια και αναμπαλώνανε τσι παλέτσες τωνε να επισκευάζουνε τα τριπόδια ντωνε, και να αναζώνουνε τα καλάθια ντωνε. Κι οι λιγόψυχοι, είχανε αρχινίξει να ξεφυλλίζουνε το Καζαμία για να δούνε αν έγραφε για βροχή και πότε, και συχνά πυκνά εστραφένανε τον ορίζοντα κι εψάχνανε για σημάδια για βροχή. Στ’ αργαδινές εδά πάλι, στσοι καφενέδες ούτεσας οι συζητήσεις εκυριαρχούσανε. Και καθένας έλεγε τσ’ απόψεις του, και τσ’ εδικές του εμπειρίες και παρατηρήσεις. Οι μανάδες εδά πάλι εδασκαλεύανε τα μεγαλύετρα κοπελάκια να προσέχουν τα μικρότερα για να πίνουνε το γάλα τωνε το πρωί τάχα απού εκείνες θα επηγαίνανε αξημέρωτα στσ’ελιές και να’χουνε την έγνοια ντωνε σαν θα ν’έχτυπα η καμπάνα για να πάνε στο σχολειό και τον ορμηνεύανε κιόλας σε ποιο λιόφυτο θα τανε, σαν εσκολνούσανε να πχιάνανε για φαϊτό. Ήτανε η εποχή απού τα κοπέλια εγενιούντανε με υποχρεώσεις κι όϊ όπως εδά απού έχουνε μόνο δικαιώματα. Κι ετσά ήτανε ούλα έτοιμα για να αρχινίζουνε τη σπορά και το λιομάζωμα. Ούλοι επεριμένανε την ευλογημένη βροχή. Θεε μου βλέπε μας , το νού μας, πολλά τα έτη σας. Αναγνώστριες κι αναγνώστες μου κι αναζητηχτά.
Σημειώσεις:
Ροζονάρω = Κουβεντιάζω
Επαέ = Εδώ
Χρτίγια = Σκεύος (καλάθια, κοφίνια)
Πάσπαλος = Σκόνη
Φορφωτήρα = Ξύλινο ραβδί διχαλωτό για υποστήριγμα
Δικολογίες = Συγγενολέϊ
Ασβελτοσύνη = Γρηγοροσύνη
Ζάλα = Βήματα
Ταχινή = Αυριανή
Καματερή = Εργάσιμη
Κατέω = Ξέρω
Ακάμωτη = Η δουλειά που δεν έχει γίνει
Καταντίζω = Υπερτερώ
Κουζουλά = Τρελά
Χωστό = Κρυφτό
Τσαμουρλούκια = Ζωηρές και ανυπάκουες συμπεριφορές
Παλέτσες = Ειδικά πανιά για τη συλλογή των ελιών
Τριπόδια =Σκάλες με τρία πόδια για το μάζεμα των ελιών
Στρα ….. = Κοιτάζω
Αργαδινές = Τα βράδια
Τάχια = Μεθαύριο
Αβιζέρνω = Εφιστώ την προσοχή