Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ….

– Τον Σεπτέμβρη του 1955 διορίστηκα δάσκαλος στη Δυτική Μακεδονία, στον νομό Καστοριάς.
Και σαν “τέκνο πολυτέκνου” και αριστούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου, που ήμουνε, όλοι οι χωριανοί “πυργιαγκανίζανε” (= τον τσιγκλούσαν και τον πείραζαν”, για την αδικία που του γίνεται), στον αείμνηστο σήμερα πατέρα μου, που μας γίνηκε μεγάλη αδικία και να κινηθούμε, αφού οι χωριανοί και κοντοχωριανοί μας πτυχιούχοι, διορίστηκαν στο Σέλινο, γύρω, γύρω…
– «Αντε Αποστόλη», λέγανε στο καφενείο, του πατέρα μου, «κοίταξε να δεις τι θα κάμεις, να μη σου ξοριστεί το κοπέλι στα σύνορα κι είσαι με εξε κοπέλια και λίγες πια δουλειές της τέχνης σου»! Ηταν μαραγκός…
Κι οι δυό παπάδες του χωριού, ο παπά Μανώλης Τζανουδάκης κι ο παπά Γιάννης Πρωτοπαπαδάκης, αείμνηστοι σήμερα, αλλά κι ο Νούφρης ο Δεκαβάλης, ο πρόεδρος της Κοινότητας μας, όλοι, μα όλοι, του τονίζανε: «- Θωρείς πως ο Μητσοτός κι ο Πολυχρόνης, του λεγανε, καταφέρανε κι εδιορίστηκαν στον τόπο τους, οι τάδε και τάδε, κοντοχωριανοί μας πτυχιούχοι! Σ’ έναν μάλιστα από το χωριό Α…, που είχε διοριστεί στα Γιάννενα, του κάμανε διόρθωση, λέει, ημαρτημένων από το Υπουργείο και “διορθούται εις το ορθόν, το εκ παραδρομής γραφέν εν Ιωαννίνοις, εις το ορθόν: εν Σελίνω τού ν. Χανίων”, εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
– Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο πατέρας μου έγραψε γράμμα του Μπακλατζή στην Αθήνα, είχαμε και συγγένεια, όπως μου ‘λεγε, και περιμέναμε απάντηση! Που όμως αργούσε να ‘ρθει…
– Ετσι το ξανασκεφτήκαμε στο σπίτι, κι ένα πρωί αποφασίζουμε, ήταν πρώτες του Σεπτέμβρη, να φύγουμε για Αθήνα, κι αν δεν μας γίνει κάτι καλό, να συνεχίσω εγώ Αθήνα – Καστοριά, για το διορισμό μου, κι έχει ο Θεός!.
– Σέλινο – Χανιά, Χανιά – Σούδα, και στο καράβι, ο μπαμπάς μου κι εγώ, μ’ όλα τα πάντα για… Καστοριά, ακόμη και ένα δοχείο λάδι, και βέβαια δυό χοντρές πατανίες για τον Χειμώνα.
– Την άλλη το πρωί στην Ομόνοια. Αφήνομε όλη την οικοσκευή μου στο φαρμακείο Μπακάκου, που το δέχτηκαν ευχαρίστως, κι ας μην μας είχαν ξαναδεί. Ωστε να ζώ, οι ευχαριστίες μου είναι πάντα ολόθερμες. Και με ταξί, να μας, μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων.
– «Θέλουμε να δούμε τον κ. Αντιπρόεδρο της Βουλής, στο γραφείο του», είπαμε στον σκοπό – αστυνόμο, που φύλαγε.
– «Τί του είστε και ζητάτε πρωινή επίσκεψη; – Είμαστε συγγενείς και μας θέλει να μιλήσουμε».
– Τηλεφωνεί, λέει ονόματα, μας παίρνουν τις ταυτότητες και μας οδηγούν σ’ ένα όροφο, μπρος στο γραφείο του κ. Μπακλατζή. Μετά τις υποδοχές και τους χαιρετισμούς, και βέβαια το λόγο της εδώ παρουσίας μας, μας λέει:
– «Εχετε, μωρ’ Αποστόλη, δίκιο, θα σας πάω στον Πρόεδρο, κι ό,τι βγάλουμε…».
– Μας παίρνει και πάμε στο γραφείο του κ. Σοφοκλή Βενιζέλου, με πολύ άγχος εμείς. Πρώτη φορά, τόνε θωρώ από κοντά, μου ψιθυρίζει ο αείμνηστος πατέρας μου.
Πρώτος μιλεί ο Μπακλατζής και του λέει ότι ο κύριος Απόστολος είναι πολιτικός μας φίλος μια ζωή, κι ό,τι σας ζητήσει τού το χρωστούμε, θα σας εξηγήσει ο ίδιος τους λόγους.
Κι ο αείμνηστος πατέρας μας, ήδη δακρυσμένος, του λέει: «- Κύριε πρόεδρε, εγώ είμαι πολύτεκνος έχω έξι παιδιά, το μεγαλύτερο, ο Σταμάτης μας, ξορίζεται στην Καστοριά απού σήμερο, πώς θα μας βοηθήξει; Κι εγώ είμαι μεροκαμαθιάρης μαραγκός, αραιά, γιατί δεν είναι μπλιό δουλειές, κι είμαι κι ανάπηρος στα χέρια από σφαίρες των Γερμανών στον Ομαλό, θωρείς τα. Ο συγγενής μου ο κ. Μανώλης, ο αντιπρόεδρός σας, που με κατέει μια ζωή, θα σας πει για μένα και το σπίτι μου!…
– Πεζός και με τσι χωριανούς μας, πήγαμε στην Τριμάρτυρη το ’36, και προσκυνήσαμε τον Πατέρα Σας…
– Σου ζητούμε ν’ απομείνει στην Κρήτη Δάσκαλος, απού να βοηθά και το σπίτι μας, όπως μπορεί κι όϊ να ξοριστεί στη Δυτική Μακεδονία… ο γιος μου…»
Κι ο κ. Σοφοκλής, όρθιος στο γραφείο του: «- Δεν μπορώ να σας κάμω τίποτες, κύριε Αποστολάκη. Εμείς, να το κατέχεις, ξέρουμε ποιους διαλέγουμε να πάνε να υπηρετήσουν σ’ αυτά τα νευραλγικά συνοριακά σημεία της Πατρίδας μας. Και να το ‘χετε προς τιμήν Σας!».
– Τον αείμνηστο πατέρα μου τον πήραν τα δάκρυα…
– Εγώ δεν έβγαλα άχνα. Κι ο κ. Μανώλης μας λέει:
«- Αποστόλη, πάμε να μην ενοχλούμε τον Πρόεδρο. Δυστυχώς, είδες, δε γίνεται τίποτε…!!». Κι εφύγαμε…
Αποχαιρετήσαμε τον κ. Μπακλατζή στον μεγάλο διάδρομο του ορόφου εκείνου της Βουλής, κι εφύγαμε.
Οταν φτάσαμε Ομόνοια, πήραμε τα πράγματα μου από το φαρμακείο Μπακάκου, κι εφτάσαμε ως την πλατεία Βάθης απ’ όπου έφευγαν τα λεωφορεία για Καστοριά. Δεκαπέντε ώρες διαδρομή με μικρή στάση στη Λάρισα.
– Εφτασα Καστοριά (πλατ. Βαν. Φλητ.) μεσάνυχτα. Το αξέχαστο ξενοδοχιάκι Κρανιά, μου ‘στησε ένα ντιβάνι στον διάδρομο. Το πρωί έψαχνα αγωγιάτη για να φορτώσω την οικοσκευή μου για το χωριό Μαυρόκαμπος – Κορεστίων, ύστερ’ από την ορκωμοσία και τοποθέτησή μου εκεί, από τον Επιθεωρητή Δημ. Εκπ/σης Καστορίας…
– Τη συνέχεια προσεχώς! Μια συνέχεια, πέντε χρόνων!
(Το σημερινό κείμενό μου, τ’ αφιερώνω με ιδιαίτερη εκτίμηση, στο εκλεκτό ζευγάρι Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη, ύστερ’ από την κουβέντα μας, της 5/5 βράδυ).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα