Οι αριθμοί πέφτουν βροχηδόν για το δημοσιονομικό κόστος που προκαλούν αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις για περικοπές σε δώρα και σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, συντηρώντας προσδοκίες σε χιλιάδες δικαιούχους και προκαλώντας, ευλόγως, πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο και απόλυτη σύγχυση· το τοπίο ωστόσο αναμένεται να ξεκαθαριστεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας “Καθημερινή” το ανώτατο δικαστήριο, αποφάσεις του οποίου το 2015 δημιούργησαν ένα «ισχυρό» δικαστικό προηγούμενο ανοίγοντας το τεράστιο κεφάλαιο των διεκδικήσεων για τα κομμένα δώρα, αλλά και τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις για την περίοδο μετά το 2012, είναι εκείνο που αναλαμβάνει τώρα να διαμορφώσει τη νέα πραγματικότητα, για το πού θα κυμανθούν τελικά τα αναδρομικά. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Τα μείζονος σημασίας θέματα του εύρους του δημοσιονομικού κόστους, για τα αναδρομικά των δώρων και των επιδομάτων αδείας για τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, θα κριθούν τους πρώτους μήνες του 2019 από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό παρέπεμψε το θέμα, πριν από λίγες ημέρες, για αμετάκλητη κρίση με απόφασή του το Στ΄ Τμήμα του ανωτάτου δικαστηρίου, στο οποίο έφθασε η πρώτη από τις εκατοντάδες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί για τα κομμένα δώρα από τα διοικητικά δικαστήρια σε όλη την επικράτεια.
Το Στ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε, πατώντας πάνω στις κομβικής σημασίας αποφάσεις του 2015, ότι οι περικοπές σε δώρα και επιδόματα αδείας που έγιναν μετά το 2012 δεν είναι ανεκτές από το Σύνταγμα και άρα δεν μπορεί να διατηρηθούν εν ισχύι. Οπως εκτιμούν δικαστικές πηγές, η Ολομέλεια του δικαστηρίου δεν αναμένεται να πει το αντίθετο και θεωρείται βέβαιο ότι και αυτή θα αποφανθεί υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών για τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων. Εκείνο όμως που είναι εξαιρετικής σημασίας για όλους, τους δικαιούχους και το Δημόσιο, είναι τι θα αποφανθεί η Ολομέλεια ως προς τον χρόνο διεκδίκησης των αναδρομικών.
Η απόφαση του 2015
Οι πιθανότητες είναι δύο, με την πρώτη σαφώς επικρατέστερη. Να κινηθεί το ανώτατο δικαστήριο με βάση την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ του 2015, που αποφάσισε ότι αναδρομικά μπορούν να διεκδικηθούν από τη δημοσίευσή της και μετά και όχι από το 2012, χρόνο που έκρινε ότι έγιναν οι αντισυνταγματικές περικοπές. Η δεύτερη εκδοχή είναι να συνταχθεί το δικαστήριο με τις λίγες δικαστικές αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων που έχουν ήδη εκδοθεί και αναγνωρίζουν πενταετία στα αναδρομικά, δηλαδή τόσο διάστημα όσο αναγνωρίζεται για την παραγραφή των απαιτήσεων εις βάρος του Δημοσίου. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση τα χρήματα που θα κληθεί να καταβάλει το κράτος είναι πολλά. Ομως στη δεύτερη περίπτωση είναι ακόμα περισσότερα.
Και ενώ η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα κομμένα δώρα αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον, με μεγαλύτερο ενδιαφέρον αναμένεται η απόφαση του δικαστηρίου για τον λεγόμενο νόμο Κατρούγκαλου, απόφαση που εκτιμάται ότι θα εκδοθεί μετά τις γιορτές. Ευλόγως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς τι σχέση έχει ο νόμος Κατρούγκαλου με τα αναδρομικά που διεκδικούνται για τις περικοπές του 2012. «Εχει και παραέχει», είναι η απάντηση που δίδουν δικαστικές πηγές, καθώς ο νόμος αυτός, που περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα, μεταξύ των οποίων και τα θέματα των περικοπών, βρίσκεται ήδη σε στάδιο ολικής δικαστικής αξιολόγησης από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η απόφαση για τη συνταγματικότητα ή μη βασικών και κρίσιμων διατάξεων του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου θα επηρεάσει σημαντικά την τύχη των αναδρομικών δώρων και των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων, οριοθετώντας εν πολλοίς τόσο το δημοσιονομικό κόστος όσο και τις προσδοκίες των δικαιούχων.
Ο ιδιωτικός τομέας
Με δεδομένο πως ειδησεογραφία και ενδιαφερόμενοι κινούνται στον αστερισμό των διεκδικήσεων για τους δημοσίους υπάλληλους, αγνοείται σχεδόν πλήρως ότι δικαστικές δικαιώσεις έχουν εξασφαλίσει από το 2015 με αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα. Και στην περίπτωσή τους τα χρήματα είναι επίσης πολλά, και για τους ίδιους και για το Δημόσιο, αλλά και για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων.
Το τι έχει γίνει με τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα είναι ένα θέμα σύνθετο που εμφανίστηκε εκ νέου στο προσκήνιο μόλις την περασμένη Τετάρτη, όταν τα συνταξιοδοτικά τους σωματεία αγανάκτησαν από την παρατεταμένη αγνόησή τους από τα αρμόδια υπουργεία και απευθύνθηκαν και πάλι στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αυτή τη φορά όχι για να διεκδικήσουν, αφού ήδη έχουν δικαιωθεί με τις αποφάσεις του 2015 που έκριναν ότι οι περικοπές στις κύριες και στις επικουρικές τους συντάξεις είναι αντισυνταγματικές μετά το 2012, αλλά για να πιέσουν να πάρουν τα χρήματά τους. Ετσι προσέφυγαν, με βάση το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που υπάρχει, σε δικαστικό σχηματισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος είναι αρμόδιος να επιβάλλει χρονοδιάγραμμα και κυρώσεις στο κράτος, όταν διαπιστώσει ότι αποφάσεις του δικαστηρίου, όπως εν προκειμένω, με τις δικαιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, έχουν πεταχθεί στον κάλαθο των αχρήστων…
Η εφαρμογή των αποφάσεων
Είναι ενδιαφέρον πως η πρόεδρος του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου προσδιόρισε τη δίκη αμέσως μετά τις γιορτές, την 23η Ιανουαρίου, οπότε και οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων του Δημοσίου θα παραστούν στο ανώτατο δικαστήριο για να στηλιτεύσουν την κυβερνητική πρακτική, καθώς, αν και έχουν δικαιωθεί από το 2015, έως σήμερα τα αρμόδια υπουργεία δεν έχουν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους με βάση τις δικαστικές αποφάσεις.
Η κίνηση των συνταξιοδοτικών οργανώσεων του ιδιωτικού τομέα σηματοδοτεί μία ακόμη ισχυρή πίεση, μέσω της δικαστικής οδού, για καταβολή αναδρομικών για τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, αυξάνοντας το δημοσιονομικό κόστος.
Πάντως, με αφορμή τις δικαστικές διεκδικήσεις για αναδρομικά εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, προκύπτουν δύο μείζονος σημασίας ζητήματα για τη λειτουργία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Το πρώτο, ασφαλώς, αφορά την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, ανακύπτει και το μείζον θέμα πώς διαχειρίζονται τα δικαστήρια και δη τα ανώτατα, μισθολογικά ή άλλης οικονομικής φύσεως αιτήματα δημιουργώντας με τις αποφάσεις τους δημοσιονομικά κόστη, που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αντιμετωπιστούν. Και τα δύο θα ήταν χρήσιμο να γίνουν θέμα συζήτησης ενόψει και της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.