Η θάλασσα λαμπυρίζει όπως την κοιτάζω, καθώς κάνω βόλτα
στο παλιό λιμάνι.
Τα ενύπνιά μου κατακλύζονται από την παρουσία της.
Στην κουπαστή του πλοίου πρόσωπα χλωμά την αγναντεύουν και
ονειρεύονται.
Στις παραλίες η τεστοστερόνη σπάει το θερμόμετρο και
οι φτωχοί ανθρακωρύχοι αργοπεθαίνουν μες στα λαγούμια και
τις αναθυμιάσεις.
Σκέδαση και διάθλαση του φωτός· άγγελοι που πολλαπλασιάζονται και
φωτίζουν την πλάση ολόκληρη.
Κάτω από το φως των ματιών της, μία γαλή που ποθώ να χαϊδεύω και
λόγια γλυκά που θέλω να της πω, μήπως εκείνη μ’ ακούσει και
περνώντας από το θυμικό της γίνω αθάνατος.
Σχολεία, εκδρομές, μαθητές κι άλλη μια χρονιά που βαδίζει
προς το τέλος της.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης