Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Στιγμιότυπα του Αγώνα του 1821

Α) Κολοκοτρώνης – Μάρκος

Λίγο μετά το πάρσιμο της Τριπολιτσάς που όλοι σχεδόν -όλοι πήραν- εκτός από το καύχημα του Αγώνα, το Καύχημα του Σουλίου, το Αγνό, το τίμιο, το σεμνό παλικάρι τον Μάρκο Μπότσαρη. Αυτός δεν πήρε τίποτα όπως και μερικοί άλλοι που μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν καταδέχτηκαν να πάρουν τίποτα από τα άφθονα τούρκικα λάφυρα, που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων, μετά τη σφαγή των Τούρκων και το πλιάτσικο που ακολούθησε.
Ήταν τόσο τίμιο και αγνό παλικάρι, που θυμίζουμε πως σε μια προγενέστερη φάση του Αγώνα, όταν οι καπεταναίοι φιλονικούσαν ποιός θα πρωτοπάρει από τα διπλώματα Αρχιστρατηγίας που μοίραζε η κυβέρνηση, ο Μάρκος ξέσκισε μπροστά σε όλους το δικό του λέγοντας:
«Όποιος είναι άξιος ας πάρει το δίπλωμα αύριο στη μάχη, ενώπιον του εχθρού».
Αυτός ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο Ένας! Ο μοναδικός!
Λίγο λοιπόν μετά το πάρσιμο της Τριπολιτσάς ήλθε ο Μάρκος στην πόλη, να παρακαλέσει την κυβέρνηση για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον: Να του δώσει η Κυβέρνηση χρήματα για να πληρώσει τους άνδρες που είχε στην διάθεσή του
και δεύτερον: Να επισπευσθούν οι διαπραγματεύσεις ούτως ώστε να απελευθερωθεί το χαρέμι του Χουρσίτ πασά και οι Τούρκοι να ελευθερώσουν τον αδελφό του που τον είχαν αιχμάλωτο.
Με την ευκαιρία αυτή πήγε να δει και τον αδιαφιλονίκητο Αρχιστράτηγο των Ελλήνων τον γέρο Κολοκοτρώνη. Να σημειωθεί ότι όταν ο Μάρκος συνομιλούσε με τον Κολοκοτρώνη κοκκίνιζε και κατέβαζε το κεφάλι από σεβασμό.
Και τι να δει; Ο Γέρος καθόταν αναπαυτικά, πάνω σε κάτι τεράστιες μαξιλάρες καμωμένες από μετάξι, σαν πασάς, φορούσε μια πανάκριβη γούνα από βιζόν, είχε περασμένες στη ζώνη του την πλουμιστή δυο ασημοπιστόλες και ένα δαμασκηνό σπαθί, όλα παρμένα από την Άλωση της Τριπολιτσάς.
Στεναχωρήθηκε ο Μάρκος, αντάλλαξε δυο λέξεις τυπικές με τον Κολοκοτρώνη και αποχώρησε.
Στεναχωρήθηκε όμως και ο γέρος και την άλλη μέρα ανταπέδωσε την επίσκεψη στον Μάρκο.
Αυτή τη φορά όμως ήταν ντυμένος σαν κλέφτης.
Με τα τσαρούχια του, με τη λερή χιλιοτρυπημένη από τα τούρκικα βόλια φουστανέλα του, με τη μαυροπουκαμίσα του, που έλεγε πως θα την άλλαζε μόλις ελευθερωνότανε η Πατρίδα, με τις δύο ξύλινες πιστόλες του και με την πελώρια σπάθα του.
Μόλις τον είδε ο Μάρκος έτρεξε κοντά του, τον άρπαξε στην αγκαλιά του και ενώ τον καταφιλούσε· του έλεγε:
«Ναι ωρέ! Έτσι ντύνονται τα παλικάρια».

Β) Κολοκοτρώνης – Δολοφόνος Πάνου

Μεσημέρι στην Τριπολιτσά, και η Μάνα του Κολοκοτρώνη μόλις είχε τελειώσει το μαγείρεμα και σέρβιρε τα πιάτα στο τραπέζι, όταν χτυπά η πόρτα. Πηγαίνει ο γέρος ν’ ανοίξει και μένει κάγκελο.
Ο επισκέπτης δεν ήταν άλλος από τον δολοφόνο του γιου του, του αδικοσκοτωμένου του Πάνου, που δολοφονήθηκε άνανδρα στον Εμφύλιο.
Ο Κολοκοτρώνης τον γνώρισε αμέσως. Σπάραξε η καρδιά του όταν είδε πως ο φονιάς είχε κλέψει και φορούσε σταυρωτά στη μέση, τις ασημοπιστόλες του Πάνου. Δεν είπε όμως τίποτα, αλλά με την βαριά σαν καμπάνα φωνή του ρώτησε: «Τι θέλεις;»
Κάποια εξυπηρέτηση ήθελε. Αλήθεια τι θράσος!
Και τότε από το στόμα του Αρχηγού του Ιερού αγώνα, του θρυλικού Πολέμαρχου του Γέρο – Κολοκοτρώνη ακούστηκαν τα λόγια εκείνα που μονάχα Αθάνατες, Ασύγκριτες, Ελληνικές ψυχές, μπορούν να προφέρουν.
«Μάνα! Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι».
Ο πατέρας του θύματος καλούσε τον θύτη στο τραπέζι του να συμφάγουν. Κεραυνοβολήθηκε η Κολοκοτρώνενα. Και ‘κείνη είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπο του μεσημεριανού επισκέπτη τον φονιά του εγγονού της εδυσφόρησε και κάπως απότομα λέγει στον γιο της:
«Θοδωράκη, μπορώ να σου πω;»
Πήγαν στην άλλη κάμαρη και του λέει:
«Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα έκανα το τραπέζι στον δολοφόνο του Πάνου μας».
Και ο ασύγκριτος εκείνος Γέρος:
«Σώπα Μάνα και δεν ξέρεις τι μνημόσυνο κάνουμε απόψε του Πάνου μας».

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα