«Ενας γέρος Κρητικός εστεκόταν εμπρός στην έπαλξιν του Φιρκά και εκοίταζεν, εκοίταζε, εκοίταζε την σημαία. Είχε βγάλει το μαντήλι της κεφαλής του, ο ήλιος τον έψηνε· και αυτός, ακουμπησμένος στο προπέτασμα του μώλου, εκοίταζε την σημαίαν. Ήτο η δευτέρα ημέρα της επάρσεώς της, η τρίτη ημέρα μετά την λήξιν της διεθνούς Κατοχής. Τον αντελήφθησαν δυο τρεις περαστικοί. Εξαναπέρασαν αργότερα· και αυτός εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία. “Τι τηνε θωρείς, καπετάνιε, τη σημαία; Δεν την εχόρτασες να τηνε θωρείς; Δεν την είδες εχτές!”, τον ερώτησεν ένας. “Την είδα παιδί μου· την είδα χτές για τον απατό μου! Σήμερα… σήμερα τηνε θωρώ για άλλονε, για ένα σύντεκνό μου, που λαβώθηκε στα ’97 και πέθανε από την πληγή”. Πριν να ξεψυχήσει, όμως, απλώνοντας τη χέρα του κατά τα Χανιά, επρόφτασε και μου είπε: “Αν εσύ ζήσεις, σύντεκνε, κι αξιωθείς να δεις την σημαία μας να στηθεί ετσά, στην ντάπια, να πας να τηνε δεις, να την εκαλοδείς και να ’ρθεις στο μνήμα μου να μου φωνάξεις δυνατά: ”Την είδα σύντεκνε! Κι εγώ, έννοια σου, και θα σ’ ακούσω…””. Εσώπασεν ο γέρο – Κρητικός, κοιτώντας πάντα την σημαία και αυτοί που τ’ άκουσαν εδάκρυσαν. Και τα δάκρυα έσβησαν τη περιέργειαν να μάθουν το όνομα του γέρου και το όνομα του συντέκνου του. “Ποιος ήταν ο γέρο – καπετάνιος;” Ερώτησα έναν που μου έλεγε το γεγονός, μετά πάροδον δύο εβδομάδων. “Δεν το κατέχω. Δεν εσυλλογίστηκα να τον ρωτήσω…” Εφύγαμε… Εφυγαν – και ο γέρος εκοίταζε, εκοίταζε…». Νικόλαος Ποριώτης (Από το πανηγυρικό Λεύκωμα της εφ. “Εστία”, 1934). «Ο Εθνικός ύμνος -ο ελληνικός εθνικός ύμνος- στο φρούριο του Φιρκά. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Παλέψαμε τόσο γι’ αυτήν, ναι. Αλλά έμοιαζε τόσες φορές με μακρινό όνειρο που το κυνηγούσαμε μόνο και μόνο επειδή δεν αντέχαμε να λιγοψυχήσουμε κι ας ξέραμε πως δεν πιάνεται. Αναρωτιόμουνα συχνά αν θα έφτανα να το ζήσω, και το ζω πριν φτάσω ούτε τα σαράντα μου. Από τους πατριώτες μας, μου φαίνεται πως δεν βλέπω κανέναν που να μην κλαίει. Οι κραυγές του κόσμου μέσα κι έξω από το φρούριο, “Ζήτω η Κρήτη! Ζήτω η Ελλάδα! Βενιζέλος!” μοιάζουν να βγαίνουν από λαρύγγια θηρίων. Ο Βενιζέλος γυρίζει προς τα πίσω και μου ψιθυρίζει, την ώρα που οι δυο γέροι οπλαρχηγοί, ο Αναγνώστης Μάντακας και ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, ανεβαίνουν να υψώσουν την ελληνική σημαία: “Εκείνο το μπαλκόνι το βλέπεις; που είναι γεμάτο κόσμο;” “Εχω βάλει άνθρωπό μας εκεί, δεν κινδυνεύσεις από ελεύθερο σκοπευτή”. “Οχι, όχι, δεν σκέφτομαι αυτό, εκείνο ήταν το πατρικό της Μαρίας, το μπαλκόνι της”». Από το βιβλίο “Οταν ήταν ευτυχισμένος” του Πολυχρόνη Κουτσάκη. «Μεριάστε, κάστρα και νησιά και πολιτείες και χώρες,/ και ‘σεις, Νίκες λευκόφτερες και Νίκες λευκοφόρες/ ανοίξτε δρόμο διάπλατο για να περάσει η Κρήτη!/ Παλεύοντας με τον καιρό τον κόσμο καταλύτη/ πατώντας σε χαλάσματα, σε κόκκαλα σε στάχτη,/ γκρέμισε με τα χέρια της και το στερνό το φράχτη/ που δράκοι τον εφύλαγαν, δράκοι τον είχαν κτίσει/ με χώμα απ’ την Ανατολή, με πέτρα από τη Δύση./ Ερχεται ψιλομέτωπο μ’ ορθάνοιχτες αγκάλες·/ από τα χέρια της γλιστρούν μαύρων αιμάτων στάλες/ κι όπου πατούν τα πόδια της μένουν βαθιά τα χνάρια/ οι βράχοι, οι πέτρες, τα νερά, τα δέντρα, τα χορτάρια». Το ποίημα “Στην Κρήτη” του Ιωάννη Πολέμη. Λαμπρός ο φετινός εορτασμός της 106ης Επετείου της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Όπως σχεδόν όλοι άλλωστε, εδώ και 20 χρόνια που λειτουργεί το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, τα νήματα του οποίου κινεί ο γενικός δ/ντής του Νίκος Παπαδάκης. Παρουσία του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, προχθές, 1η Δεκεμβρίου στον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης των Χανίων, όπου εψάλη δοξολογία και στο Φρούριο Φιρκά, όπου έγινε η έπαρση της σημαίας, με τη συμμετοχή τμήματος της Προεδρικής Φρουράς. Και παρουσία του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνου Τασούλα την παραμονή, στην καθιερωμένη εκδήλωση που έγινε στις εγκαταστάσεις του Εθνικού Ιδρύματος. Ωσεί παρόντες και σ’ αυτόν, ως υπήρξαν ωραίοι, και οι πρόγονοί μας που αγωνίστηκαν για να έρθει η Ημέρα Εκείνη, με πρώτο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Σε στάση προσοχή μάλιστα κατά την έπαρση της Γαλανόλευκης στον Φιρκά (φωτ.)…