Ολοι ξεκινάμε αθώα παιδιά σ΄ έναν όμορφο κόσμο, όπου όλα φαντάζουν ονειρεμένα.
Με το καιρό ωστόσο ανακαλύπτουμε την πραγματική αξία των πραγμάτων!
Και πιο πολύ όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με έναν άτυπο… «αποχαιρετισμό στα όπλα», με μια καταβύθιση -μέσω των παλιών αντικειμένων- στα βάθη της μνήμης…
Αλλά ας πάμε σ’ εκείνο το τσίγκινο κουτί μπισκότων που είχε βγει απ’ το βάθος του παταριού του πατρικού. Κουτί συνηθισμένο τότε, απ’ εκείνα τα χαρακτηριστικά των μπισκότων, που μαζί με τους γνωστούς μας γκαζοτενεκέδες άλλαζαν χρήση στα παλιά νοικοκυριά κατά το δοκούν…
Κουδούνιζε μ΄ έναν υπόκωφο ήχο, μα ήταν πανάλαφρο!
Εύκολα ανοίχτηκε, κι εκεί, ανάμεσα σε μερικά κομματιασμένα κλαδιά κάποιου πιθανότατα μεταγενέστερου πλαστικού, Χριστουγεννιάτικου δένδρου, σαν ν’ αναπαύονταν μερικά…γέρικα, λαμπυρίζοντα πραγματάκια!
Ξεχωρίζω το πάνω μέρος ενός μάγου, κάτι που μοιάζει με φτερά πασπαλισμένα χρυσόσκονη, τραβώ ανυπόμονα απ’ το βάθος μια πτυσσόμενη, χάρτινη φάτνη που κόπηκε στα τρία όταν προσπάθησα να την ανοίξω…
Καμιά αμφιβολία δεν έχω πλέον πως πρόκειται γι’ απομεινάρια απ’ τα πρώτα στολίδια του αξέχαστου Χριστουγεννιάτικου δένδρου των παιδικών μου χρόνων!
Μου το απέδειξαν εξάλλου λίγο μετά, μερικές ξεθωριασμένες γυάλινες μπάλες παλαιού τύπου, τα υπόλοιπα συμπληρώματα της φάτνης -μικρές πλαστικές φιγούρες βοσκών, μάγων κι αρνιών- που είχαν βγει σταδιακά και μέσα σε μεγάλο ενθουσιασμό απ’ τα κουτιά του Ρολ! Το ροζ κουνελάκι -χωρίς αυτιά πλέον- που συνήθως λόγω βάρους κρεμόταν στα κάτω, χονδρά κλαδιά, μια μάζα από χαρτόνι με το κορδελάκι ακόμα στην κορυφή της που ήταν κάποτε ένα μικροσκοπικό σπιτάκι, κι εκείνες οι ξεφτισμένες χρυσές κι ασημί γιρλάντες που τύλιξαν χρόνια τις πιο μαγικές στιγμές των παιδικών μου χρόνων…
Να και δυο από εκείνα τα μικρά αγγελάκια με τις ανοιχτές φτερούγες, με τις άκρες τους στραπατσαρισμένες απ’ το βάρος άλλων πράγματων, που κρέμονταν με χρυσοκλωστή στα μεσαία κλαδιά κι έκαναν τρελό χορό κάθε που άνοιγε η εξωτερική πόρτα το χολ κι έμπαινε στο σπίτι μας απρόσκλητος κι ανεπιθύμητος ο κρύος αέρας του βουνού.
Κάπου εδώ θα είναι κι εκείνα τα δυσεύρετα για την εποχή μινιατούρες-φαναράκια με τα πολύχρωμα τζάμια που δούλευαν με μπαταρία κι έδιναν στο ψηλοτάβανο, παλιό σπίτι μας μια όψη μυστήριου κι ονείρου ταυτόχρονα;
Ψάχνω εναγωνίως να τα βρω…
Μα δεν είναι πια εδώ!
Θα πετάχτηκαν σαν περιττά, κάποια στιγμή που το ηλεκτρικό ρεύμα -κύριος πλέον των πάντων- θα πρόσφερε άλλες πιο εύκολες λύσεις.
Ευτυχώς που όλα τα υπόλοιπα είν’ εδώ!
Σαν κάθε Δεκέμβριο τέτοιες μέρες κατέβαιναν από το παταράκι του ξενώνα με τα τρία εσωτερικά παράθυρα που έβγαζαν στο χολ της εισόδου -αυτό που έκρυβε μέσα του όλους τους θησαυρούς- και μεταφερόταν ένα-ένα παραδίπλα στα σκαλιά της βαριάς, ξύλινης σκάλας μας.
Τι όμορφες στιγμές και τι χαρές, όταν στηνόταν στη γωνιά το αληθινό μας δένδρο…
Αλλά και τι αγωνία, όταν πρόβαλλε φουριόζος απ’ τον πάνω όροφο ο γενναίος αδελφός, τσουλώντας στη κουπαστή της σκάλας για να φτάσει σώος κι αβλαβής στη βάση της, και να λάβει μέρος στη μυσταγωγία του στολίσματος…
Ολα ξεκινούσαν από το κόψιμο των περιττών κλωναριών του. Με τέχνη μετά η μαμά κάλυπτε τον κορμό με βαμβάκι, μια-μια απλώναμε τις ήδη κομμένες λουρίδες του σε κάθε ξεχωριστό κλαδί, ύστερα ερχόταν η σειρά των παιγνιδιών, που ποτέ δεν παίξαμε κι ας ήταν μοναδικά τα στερημένα εκείνα μεταπολεμικά χρόνια.
Σταλμένα κάποια Χριστούγεννα του 1955 τόσο στο ακριτικό, ορεινό χωριό μας απ’ την ελληνοαμερικανίδα γιαγιά. Κάθε χρονιά έβγαιναν τελετουργικά απ’ το κουτί και γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού για να ξαναγυρίσουν πάλι πίσω στην θέση τους με το τέλος των εορτών…
Τα βγάζω όπως-όπως απ’ το κουτί με τα χέρια να γεμίζουν τρίμματα και υπολείμματα χαρτιού και χρυσόσκονης, τα τοποθετώ στο τραπέζι, απ’ εκεί στον πάγκο της κουζίνας, λίγο μετά τα μεταφέρω στο κομοδίνο του κρεβατιού της…
Μια-δυο μέρες τα περιφέρω με το κουτί τους απ’ εδώ και κι εκεί, ευλαβικά ανασύρω κάθε ξεχωριστό κομμάτι, το περιεργάζομαι με βλέμμα στοργικό, τ’ ακουμπώ, τους μιλώ και τα ξαναγυρίζω μέσα, αδυνατώντας να τ΄ αποχωριστώ…
Κι όλο ταξιδεύω μαζί τους καθισμένη από κάτω από το δένδρο μας με την κούκλα μου τη Λελίνα αγκαλιά, να της τάζω πως ποτέ δεν θα την αποχωριστώ, ενώ μια πολύχρωμη φωταψία αναδύεται που και που απ’ το σκοτάδι του ψηλοτάβανου σπιτιού μας και δίνει ζωή κι υπόσταση σ’ όμορφα πράγματα, υπαρκτά ή μη…
Τα πάω λοιπόν από εδώ κι από κει, ώσπου κάποια μέρα φτάνει κι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων!
Ενα-ένα τα ρίχνω στους κάδους, για να μην τα δω να φεύγουν μαζεμένα…
Κρατώ μόνο βαθιά μέσα της την… άφθαρτη μαγεία της μνήμης…
Μου αρκεί!
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!