Δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα, για τα –κατά περίπτωση– αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, παραβάσεις που αφορούν τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα – κακουργηματική λαθρεμπορία, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα, της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τοκογλυφία, πλαστογραφία, νόμου περί όπλων και περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σχηματίστηκε σε βάρος των εμπλεκομένων στο κύκλωμα λαθρεμπορίας χρυσού.
Όπως ανέφερε ο Εκπρόσωπος Τύπου Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομικός Υποδιευθυντής Θεόδωρος Χρονόπουλος: «πρωινές ώρες χθες, 27 Νοεμβρίου 2018, πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη και Βόλο, με αποτέλεσμα τη σύλληψη συνολικά εξήντα τριών (63) μελών και των δύο κυκλωμάτων, εκ των οποίων πενήντα πέντε (55) ημεδαποί και οκτώ (8) αλλοδαποί. Ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλα 22 άτομα, τα οποία περιλαμβάνονται στη σχηματισθείσα δικογραφία.
Σε βάρος τους, σχηματίσθηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία, για τα – κατά περίπτωση – αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, παραβάσεις που αφορούν τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα – κακουργηματική λαθρεμπορία, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα, της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τοκογλυφία, πλαστογραφία, νόμου περί όπλων και περί εξαρτησιογόνων ουσιών.
Για την πλήρη αποδόμηση και διακρίβωση όλου του εύρους της παράνομης δραστηριότητας των μελών των δύο ομάδων, προηγήθηκε πολύμηνη αστυνομική έρευνα, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Αξιοποιήθηκαν μάλιστα όλες οι προανακριτικές τεχνικές (Αστυνομική έρευνα, φυσική/ τεχνική επιτήρηση και παρακολούθηση, άρση απορρήτου, επισύνδεση, πληροφορίες κ.λ.π.) και από τη σταχυολόγηση και συσχέτιση του προανακριτικού υλικού, καταδείχθηκε ότι τα μέλη της συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε αυτές τουλάχιστον τα δύο τελευταία έτη, διαθέτοντας συγκεκριμένη δομή και διαρκή δράση.
Από την προανάκριση που διενεργήθηκε, αποκαλύφθηκε η μεθοδολογία δράσης τόσο των μεμονωμένων μελών όσο και των δύο ομάδων, καθώς και η ιεραρχική δομή τους. Πιο συγκεκριμένα, από την πορεία και εξέλιξη των ερευνών, διαπιστώθηκε ότι με έδρα το κέντρο της Αθήνας και με δίκτυο που επεκτεινόταν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, υφίσταντο δύο ξεχωριστές εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην κακουργηματική λαθρεμπορία χρυσού, κυρίως σε μορφή σκραπ, μέσω της τέλεσης περισσότερων αξιόποινων πράξεων σχετικά με την αποφυγή καταβολής νόμιμων φόρων και άλλων νόμιμων επιβαρύνσεων κατά την αγορά, πώληση, παραλαβή, παράδοση, εμπορία, κατοχή, αποθήκευση και παράνομη εξαγωγή στην Τουρκία.
Οι ποσότητες του χρυσού, προερχόταν από την τήξη άγνωστης προελεύσεως κοσμημάτων, λιρών και άλλων τιμαλφών, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή τους, μέσω αγορών ή ενεχυριάσεων, ενώ υπήρχαν ενδείξεις ότι μέρος αυτών, ήταν προϊόντα εγκλήματος.
Οι δύο ομάδες δραστηριοποιούνταν, για άγνωστο χρονικό διάστημα, αλλά τουλάχιστον τα τελευταία δύο έτη, με επιχειρηματική δομή, δηλαδή με σαφή κατανομή ρόλων των μελών τους, με αφθονία τεχνικών και οικονομικών μέσων, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους.
Προέβαιναν μάλιστα στις παράνομες συναλλαγές τους, χωρίς να κινδυνεύουν από τυχαίους ελέγχους, αφού ήταν τυπικά «νόμιμοι», καθόσον λειτουργούσαν υπό την κάλυψη νομιμοφανών επιχειρήσεων, διακινώντας σε ημερήσια βάση, μεγάλα χρηματικά ποσά που ξεπερνούσαν τις (400.000) ευρώ.
Βασικό χαρακτηριστικό των οργανώσεων ήταν ότι, μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων που διέθεταν, κυρίως τα αρχηγικά μέλη, χρηματοδοτούσαν καθημερινά μέλη τους, με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού που οι πολίτες, ενεχυρίαζαν ή πωλούσαν σε συναφή καταστήματα, έναντι ελαχίστων χρημάτων καθώς και την αγορά χρυσού από κάθε πηγή αδιαφόρου προέλευσης.
Αντικείμενο δραστηριότητας των εγκληματικών οργανώσεων ήταν η λαθρεμπορία χρυσού και συγκεκριμένα η συνεχής και αδιάλειπτη παράνομη εξαγωγή του στην Τουρκία κυρίως μέσω τουριστικών λεωφορείων που πραγματοποιούσαν το δρομολόγιο Αθήνα–Κωνσταντινούπολη και το αντίστροφο.
Χαρακτηριστική περίπτωση μεταφοράς χρυσού αποτελεί η σύλληψη μέλους της εγκληματικής οργάνωσης, εργαζόμενου σε τουριστικό λεωφορείο, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το χρηματικό ποσό των (12.000) ευρώ καθώς και (17) ράβδοι χρυσού, βάρους (24,6) κιλών, εκτιμώμενης αξίας περίπου (600.000) ευρώ και ένα μεγάλο χρυσό νόμισμα.
Επιπλέον και οι δύο εγκληματικές οργανώσεις λειτουργούσαν, με προκάλυμμα νομιμοφανείς επιχειρήσεις, με παρεμφερές αντικείμενο με την παράνομη δραστηριότητά τους, εξασφαλίζοντας έτσι κάλυψη και αποφυγή των συνεπειών του νόμου.
Τα κέρδη που αποκόμιζαν από την εγκληματική τους δράση τα νομιμοποιούσαν με απόκτηση περιουσίας όπως με αγορά πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών, επέκταση επιχειρήσεων κλπ, μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών που κάλυπταν τα τρία στάδια νομιμοποίησης που απαιτεί ο νόμος, δηλαδή Τοποθέτηση, Διαστρωμάτωση και Ενσωμάτωση.
Περαιτέρω, ένδειξη νομιμοποίησης αποτελεί και το γεγονός ότι διαβιούσαν πολυτελή βίο.
Τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων κατά τις μεταξύ τους τηλεφωνικές επικοινωνίες, χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες λέξεις και φράσεις για την περιγραφή των αντικειμένων που δραστηριοποιούνταν όπως:
Ζάχαρη: Χρυσός.
Κίτρινο: Χρυσός.
Fine : Χρυσός 24 καρατίων
Ένα κομμάτι βαρύ: Ένα κιλό χρυσός.
Στρογγυλό : Χρυσές λίρες Αγγλίας.
Κορίτσια: Χρυσές λίρες Αγγλίας.
Μέταλλο/Σίδερο: Τηγμένος χρυσός σε μορφή σκραπ
Ταξιδιώτες: Πακέτο περιέχον χρυσό και χρήματα.
Γραμμές: Χιλιάδες Ευρώ.
Χαρτιά: Χρήματα.
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση, διέθετε (130) χώρους καταστημάτων ενεχύρων – αγοράς χρυσού, με τον ημερήσιο κύκλο δράσης και των δύο οργανώσεων να ανέρχεται στις (400.000) ευρώ περίπου.
Οι προαναφερόμενες εγκληματικές οργανώσεις δρούσαν αυτοτελώς η μία από την άλλη, ως προς την συγκρότησή τους και τη διαχείριση των κεφαλαίων τους, πλην όμως η δράση κάθε οργάνωσης τύγχανε σε γνώση της άλλης. Μάλιστα τα αρχηγικά μέλη των οργανώσεων είχαν συμφωνήσει ως προς την τιμή αγοράς του χρυσού, με σκοπό την απαλοιφή του μεταξύ τους ανταγωνισμού και εν τέλει την αύξηση του κέρδους τους.
Η διασύνδεση σε επίπεδο αρχηγών αφορούσε «κλείσιμο συμφωνιών» που είχαν πάγιο χαρακτήρα και επέτρεπε στις εγκληματικές οργανώσεις να λειτουργούν ταυτόχρονα και παράλληλα, χωρίς η δράση της κάθε μίας, να επηρεάζει την άλλη, αντίθετα, ανάλογα το αντικείμενο δράσης υπήρχαν και συνεργασίες.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες και καταστήματα που χρησιμοποιούσαν οι εμπλεκόμενοι, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
πλάκες χρυσού, βάρους 30,4 κιλών, αξίας 545.000 ευρώ,
πλάκες και καθαρός χρυσός, βάρους 6,2 κιλά, αξίας 235.600 ευρώ,
513 κιλά ασήμι, αξίας 220.590 ευρώ,
1121 χρυσές λίρες, αξίας 330.695 ευρώ,
360 χρυσά νομίσματα,
18 πολύτιμες πέτρες,
δαχτυλίδι με πολύτιμη πέτρα, αξίας 56.900 ευρώ,
2 εικόνες εμφανούς παλαιότητας,
το χρηματικό ποσό των 850.000 ευρώ,
επιταγές αξίας 60.500 ευρώ,
5 πυροβόλα όπλα, 15 κυνηγετικά όπλα, 2 αεροβόλα, 212 φυσίγγια και
μικροποσότητα κάνναβης.
Από την παραπάνω δραστηριότητα των μελών των εγκληματικών οργανώσεων, εκτιμάται ότι η απώλεια εσόδων για το ελληνικό δημόσιο ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα προσδιοριστούν επακριβώς στο πλαίσιο της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών»