«…Κι ακούγοντας τις φωνές της χαράς που ανέβαιναν πάνω απ’ την πόλη, ο Ριέ θυμήθηκε πως αυτή η χαρά δεν είναι ποτέ ανέφελη. Γιατί ο Ριέ γνώριζε κάτι που το αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, κι ας μπορεί κανείς να το βρει στα βιβλία, πως ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ’ρχόταν ίσως μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα ’στελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη».
Ο επίλογος στο αριστούργημα του Αλμπερ Καμύ “Η πανούκλα” (εκδόσεις γράμματα), στροβιλίζει στο μυαλό που βομβαρδίζεται καθημερινά από ανακοινώσεις για κρούσματα, δελτία Tύπου για αναστολές λειτουργίας, προτροπές για κλείσιμο στο σπίτι, προσπάθειες διακωμώδησης δύσκολων καταστάσεων (είναι και αυτός ένας τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού) και την ίδια ώρα μια “μάχη” προσωπική πρώτα από όλα για να πειστείς και να πείσεις για τα αυτονόητα, να ξεφύγεις από τη μεσαιωνική ερμηνεία της πραγματικότητας, από τη μεταφυσική αντίληψη που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας.
Να ξεχάσεις -έστω και για λίγο-όλους που επαίρονταν στην κορύφωση της κρίσης ότι δεν είχαν αναστολές να κλείσουν νοσοκομεία, ούτε όσους ανακάλυψαν ξαφνικά(;) πως στο σύγχρονο κόσμο η υγεία έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα που στο χρηματιστήριο εμπορίας της δεν μπορείς να φτάσεις ούτε απ’ έξω.
Τουλάχιστον αν μας αφήσει κάτι η σημερινή κρίση ας είναι η αυτογνωσία του Ριέ, του πρωταγωνιστή του Καμύ…