Από οικονοµικής πλευράς η κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα είναι απίστευτα επικίνδυνη, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί πού θα καταλήξει και αφορά πάρα πολύ την Ε.Ε. και γενικά την ∆ύση.
H αλλαγή της στρατηγικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή το 2021, µετά την εκλογή του Προέδρου Τζο Μπάιντεν, αποτέλεσε σηµαντικό γεγονός στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή που επηρέασε την περιφερειακή δυναµική και τις εξωτερικές πολιτικές άλλων δυνάµεων. Η στρατηγική αυτή εστίασε στη µείωση της στρατιωτικής εµπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή και την αναδιάταξη προτεραιοτήτων προς άλλες γεωπολιτικές απειλές, ιδιαίτερα αυτές που αντιµετωπίζονται από την Κίνα στον Ινδο-Ειρηνικό και τη Ρωσία στην Ευρώπη.
Μία από τις πρώτες ενέργειες του Μπάιντεν ως πρόεδρος ήταν η τερµατισµός της αµερικανικής υποστήριξης προς τη Σαουδική Αραβία για τον πόλεµο στην Υεµένη, καθώς και η απόσυρση των Χούθι από τον κατάλογο των χαρακτηρισµένων τροµοκρατικών οργανώσεων. Αυτές οι ενέργειες αντανακλούσαν µια προσπάθεια να επανεξετάσουν και να αναθεωρήσουν την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή. Επιπλέον, η διοίκηση Μπάιντεν επιδίωξε να προωθήσει τη διπλωµατία και τη µεσολάβηση σε περιφερειακές διαµάχες, όπως η προσπάθεια να διευκολύνει µια συµφωνία εξοµάλυνσης µεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδική
Η ιρανική κυβέρνηση, η οποία χαρακτηρίζεται από απολυταρχικές τάσεις, αντιµετωπίζει περιοδικές εσωτερικές προκλήσεις, όπως εξεγέρσεις από νεότερες και πιο φιλελεύθερες δυνάµεις µέσα στην χώρα. Αντιδρώντας σε αυτές τις πιέσεις, το Ιράν έχει επιδιώξει να εξωτερικεύσει την εσωτερική του κρίση µέσω πολεµικών επιχειρήσεων και της υποστήριξης οµάδων όπως οι Χούθι, η Χαµάς και η Χεζµπολάχ. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να αποπροσανατολίσει τον ιρανικό λαό από τις εσωτερικές του ανησυχίες, µεταφέροντας την προσοχή σε εξωτερικούς «εχθρούς» και πολεµικές δράσεις.
Στον αντίποδα, η Σαουδική Αραβία ανησυχεί βαθιά για τις δυνατότητες και τις προθέσεις των Χούθι στην Υεµένη, ιδίως σε σχέση µε τον αποκλεισµό του στενού Bab-el-Mandeb. Αυτό το στενό αποτελεί ένα κρίσιµο ναυτικό πέρασµα, καθώς είναι µία από τις κύριες θαλάσσιες διαδροµές για την µεταφορά πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή προς την Ασία. Ο φόβος της Σαουδικής Αραβίας είναι ότι οι Χούθι, µε την υποστήριξη ή και την καθοδήγηση του Ιράν, θα µπορούσαν να απειλήσουν ή ακόµα και να αποκλείσουν το στενό Bab-el-Mandeb και το Ιράν το στενό του Ορµούζ, επηρεάζοντας άµεσα τη σαουδαραβική οικονοµία και κατ’ επέκταση, τη διεθνή ενεργειακή αγορά. Αυτός ο φόβος έχει ωθήσει τη Σαουδική Αραβία σε µια σειρά από στρατιωτικές και διπλωµατικές ενέργειες για να αντιµετωπίσει την απειλή, τόσο στην Υεµένη όσο και σε ευρύτερο περιφερειακό επίπεδο.
Το ενδεχόµενο κλεισίµατος και των δύο στενών θα είχε σηµαντικές επιπτώσεις για τη Σαουδική Αραβία και την παγκόσµια ενεργειακή αγορά. Η Σαουδική Αραβία θα αντιµετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στη µεταφορά του πετρελαίου της. Η µόνη εναλλακτική θα ήταν η χρήση της διώρυγας του Σουέζ, η οποία θα ανάγκαζε τα πετρελαιοφόρα να κάνουν την µακρά διαδροµή γύρω από την Αφρική για να φτάσουν στους ασιατικούς πελάτες. Αυτό θα αύξανε σηµαντικά το κόστος µεταφοράς και εποµένως την τιµή του πετρελαίου για τους καταναλωτές.
Όσον αφορά το Ισραήλ, η χώρα δεν εξαρτάται άµεσα από τα στενά για τις εισαγωγές της, καθώς έχει πολλαπλές εναλλακτικές διαδροµές και πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική για άλλες γειτονικές χώρες στην περιοχή. Η Ιορδανία, το Σουδάν και η Ερυθραία τα µόνα θαλάσσια λιµάνια που έχουν βρίσκονται µόνο στην Ερυθρά Θάλασσα. Η Ιορδανία, για παράδειγµα, θα µπορούσε να αντιµετωπίσει αυξηµένη αστάθεια λόγω των εξελίξεων στην κατεχόµενη ∆υτική Όχθη από το Ισραήλ, καθώς και λόγω της ευρύτερης αστάθειας στην περιοχή.
Η Ερυθραία, που βρίσκεται σε µια στρατηγική θέση στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιµετωπίζει τις συνέπειες των συνεχιζόµενων εµφυλίων πολέµων σε Σουδάν και Αιθιοπία. Αυτοί οι πόλεµοι, ειδικά στο Σουδάν, έχουν προκαλέσει σηµαντική ανθρώπινη τραγωδία και εκτοπισµό πληθυσµού, επηρεάζοντας την περιοχή σε πολλά επίπεδα.
Πάνω από 300 πλοία µεταφοράς εµπορευµατοκιβωτίων, δεξαµενόπλοια, πλοία µεταφοράς αυτοκινήτων και άλλα εµπορικά πλοία έχουν ήδη αποφασίσει να ακολουθήσουν την πολύ πιο µακρά διαδροµή γύρω από την Αφρική για να φτάσουν από την Ασία στην Ευρώπη, µια διαδροµή που προσθέτει κατά µέσο όρο 10έως 15 ηµέρες στο ταξίδι.
Η επιπλέον διαδροµή θα απορροφήσει περίπου το 20% της χωρητικότητας του παγκόσµιου εµπορικού στόλου, επιβαρύνοντας σηµαντικά την ήδη τεντωµένη παγκόσµια αλυσίδα εφοδιασµού. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση των κόστων µεταφοράς, καθώς τα πλοία θα αναγκάζονται να καταναλώνουν περισσότερο καύσιµο και να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις µεταφορές.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι Χούθι επιδιώκουν ότι µε τις ενέργειες αυτές ενδεχοµένως να αυξήσουν τις δυτικές πιέσεις στο Ισραήλ για να τερµατίσει τον πόλεµο στη Γάζα και να διατηρήσει τη Χαµάς ανέπαφη, χωρίς να χρειαστεί να κλιµακώσουν την κατάσταση σε πλήρη πόλεµο. Οι Χούθι έχουν ισχυριστεί ότι αν το Ισραήλ αποσυρθεί από τη Γάζα και συνάψει ειρήνη µε τη Χαµάς, οι επιθέσεις τους στην Ερυθρά Θάλασσα θα σταµατήσουν επίσης.
∆ιάφορες χώρες ανταποκρίνονται στο κάλεσµα των ΗΠΑ για ασφάλεια του εµπορίου στην περιοχή. Ενδεικτικά, δέκα χώρες έχουν υπογράψει σε µια επιχείρηση προστασίας της Ερυθράς Θάλασσας, µε την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία να είναι πιθανώς µεταξύ τους. Και οι δύο χώρες εξαρτώνται άµεσα από την Ερυθρά Θάλασσα για την εθνική τους ασφάλεια και την οικονοµία: η Αίγυπτος από τα έσοδα της διώρυγας του Σουέζ (αποτελούν το 10% του ΑΕΠ της) και η Σαουδική Αραβία για την εξαγωγή πετρελαίου προς την Ευρώπη.
Μια άµεση στρατιωτική εµπλοκή των ΗΠΑ για να αποκαταστήσει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα θα αντιτιθόταν στην τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και θα είχε τον κίνδυνο να επαναφέρει τις Ηνωµένες Πολιτείες σε µια άλλη µακροχρόνια στρατιωτική δέσµευση στην περιοχή, µε αβέβαιο χρονικό πλαίσιο και σηµαντικούς κινδύνους για περαιτέρω κλιµάκωση.
Αυτή η κατάσταση θυµίζει τις προηγούµενες κρίσεις του Σουέζ το 1967 και το 1975, παρουσιάζοντας µια νέα περίπτωση αστάθειας και αβεβαιότητας στην περιοχή. Η κατάσταση αυaτή απαιτεί διεθνή διπλωµατία και προσεκτική εξισορρόπηση των συµφερόντων και των ευαίσθητων γεωπολιτικών σχέσεων στη Μέση Ανατολή.
Οι οικονοµικές συνέπειες αυτής της αλλαγής θα επηρεάσουν τις τιµές των προϊόντων, των πρώτων υλών και των ενεργειακών πόρων, που αναµένεται να αυξηθούν. Αυτό µε τη σειρά του µπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του παγκόσµιου πληθωρισµού.
Συνοψίζοντας, η κλειστή πρόσβαση στα στενά θα είχε σοβαρές γεωπολιτικές και οικονοµικές επιπτώσεις, όχι µόνο για τις χώρες της περιοχής αλλά και παγκοσµίως. Η ενεργειακή ασφάλεια, η εµπορική κυκλοφορία και η περιφερειακή σταθερότητα εξαρτώνται σηµαντικά από την ελεύθερη πρόσβαση µέσω αυτών των στενών.
*O Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης