» Ο 94χρονος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται
Σήµερα, ο κ. Γιώργος, θα µας ταξιδέψει στα παλιά, σε µια µακρινή τεράστια χώρα, στην Κίνα του Μάο.
«Στην πενταετία 1960 – 1965 για ένα χρόνο δούλευα σε καράβι ναυλωµένο από κινέζους και κουβαλούσαµε στάρι από την Αδελαΐδα της Αυστραλίας στην Κίνα, στο λιµάνι Νταιρέµ.
Όµως ,τώρα και λίγα χρόνια που ήρθαν οι Κινέζοι και άνοιξαν µαγαζιά και στην πόλη µας µου έρχεται στο µυαλό η συµπεριφορά τους, τότε, απέναντί µας, που µας φέρονταν µε τέτοιο τρόπο λες και είµαστε κατά πολύ υποδεέστεροι τους, µόνο και µόνο επειδή δεν είµαστε κοµµουνιστές.
Σε κάθε λιµάνι ξένης χώρας που θα µπει ένα καράβι το επισκέπτονται κρατικοί υπάλληλοι για τους απαραίτητους ελέγχους, όπως υπάλληλοι του Λιµεναρχείου, του Τελωνείου ακόµα και υγειονοµικοί για να ελέγξουν ο καθένας ό,τι πρέπει από την πλευρά του.
Εµείς, το πλήρωµα, πολλές φορές, δεν αντιλαµβανόµαστε καν την παρουσία τους, ελέγχουν , βάζουν τις απαραίτητες υπογραφές και αναχωρούν σαν κύριοι.
Εδώ, όµως, στην Κίνα τα χρόνια της παντοδυναµίας του Μάο, ανέβαιναν στο καράβι, µαζεµένες όλες οι Υπηρεσίες, ντυµένοι οι υπάλληλοι µε οµοιόµορφες κόκκινες στολές. Μας είχαν δε προηγουµένως ειδοποιήσει να στρώσουµε ένα µεγάλο µακρόστενο τραπέζι για να καθίσουν, έλεγαν στον Καπετάνιο να φωνάξει από τα µεγάφωνα να µαζευτεί όλο το πλήρωµα εκεί µπροστά και να καθίσουµε όλοι οκλαδόν.
Ο αρχηγός της κοµπανίας, έβγαζε, τότε, ένα κόκκινο βιβλιαράκι και άρχισε να διαβάζει, έβγαζαν και οι υπόλοιποι και διάβαζαν «κινέζικα» για µας. Ρωτήσαµε και µάθαµε, µετά, ότι έδιναν όρκο ότι θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Εµείς να καθόµαστε οκλαδόν τόση ώρα και αυτοί να συνεχίζουν να διαβάζουν το τροπάρι τους στα κινέζικα… Είχαµε µάθει, βέβαια, από άλλα καράβια, µα και οι εφοπλιστικές εταιρείες µας είχαν ειδοποιήσει, ότι όση ώρα ‘‘ορκίζονται’’ να µην βγάλουµε άχνα, ούτε να κάνουµε κάποιο µορφασµό, ένας να χαµογελούσε, θα µας άλλαζαν την πίστη στο ξύλο.
Εκτός από αυτά τα παράξενα, κάνανε και προπαγάνδα, µοίραζαν φωτογραφίες του Μάο, µικρές και λίγο πιο µεγάλες, ένας µου έδωσε µια µικρή, του γύρεψα µε νοήµατα µια πιο µεγάλη και την έβαλα µε πινέζες πάνω από το µαξιλάρι µου. Χαρές ο Κινέζος, µου έλεγε, µου έλεγε, σίγουρα για το καθεστώς, εγώ δεν καταλάβαινα γρι, αυτός όµως έδειχνε ικανοποιηµένος γιατί νόµιζε ότι ήµουνα «δικός» τους.
Οι εργάτες που ξεφόρτωναν το καράβι ήταν Κινέζοι, δεν δέχονταν κουβέντα, εκεί στη δουλειά σκυφτοί, στο καθήκον, εµείς είµαστε υπεύθυνοι στα βίντσια να δουλεύουν σωστά, γιατί µια καθυστέρηση πάνω από είκοσι λεπτά χρεωνόταν στο καράβι, πληρώναµε ‘‘σταλίες’’ (ναυτικός όρος που στο ναυλοσύµφωνο φαίνεται η χρέωση για αδικαιολόγητη καθυστέρηση).
Καµιά φορά τους κερνούσαµε κανένα τσιγαράκι, δεν το παίρνανε, µας δίνανε δικό τους, είχε φίλτρο αλλά άδειο, σαν πίπα έµοιαζε.
Εξόδου, βγαίναµε σε ένα κλαµπ που πρόσφερε γαρίδες δίχως λάδι και λεµόνι, τα κρατούσαµε από το καράβι…
Τώρα, ήρθαν εδώ στα Χανιά, τέσσερα χιλιόµετρα από το σπίτι µου και ανοίξανε µαγαζιά, δεν έχω πάει να ψωνίσω, αν πήγαινα θα τους έλεγα, ότι τότε µας φέρονταν σαν τους σκύλους, αλλά τότε ήτανε βέβαια ο Μάο!!!
Έτυχε να ξαναπάω αργότερα µε γκαζάδικο για να επισκευάσω µια ειδική ζηµιά, στο ίδιο λιµάνι το Νταιρέµ και κάθισα καµιά σαρανταριά µέρες.
Κουβεντιάζαµε µε τον Καπετάνιο και µου έλεγε πως πολύ τον καθυστερούν στο ξεφόρτωµα και έχει και άλλο επείγον δροµολόγιο.
– Άραγε τι έχουν και µας καθυστερούν; του λέω.
– Σου έχουν πει τίποτα, σου εξέφρασαν κάποιο παράπονο;
– Όχι, απλώς µου είπαν ότι έχουν ένα Μουσείο του Μάο και αν θέλουµε να το επισκεφθούµε. Επήγες; του λέω. Όχι µου απαντά
– Έ! γι’ αυτό σε καθυστερούν.
Εκανόνισε, λοιπόν και επισκεφτήκαµε το Μουσείο σε δυο δόσεις, επήγα και εγώ, ως πλήρωµα δήθεν.
Το κτίριο ήταν σε σχήµα σταυρού, όπως την αγορά µας, αλλά πολύ µικρότερο, είχε δε πάνω από δέκα χιλιάδες φωτογραφίες του Μάο!
Μια κυρία µε µια ρίγα έδειχνε τις φωτογραφίες, εξηγούσε στα κινέζικα, µετέφραζε ένας Κινέζος στα αγγλικά και ο δικός µας ο υποπλοίαρχος στα ελληνικά. Μας είχαν δε προειδοποιήσει να µην γελάσουµε, να µην κουβεντιάζουµε, αλλά να παρατηρούµε και να ακούµε µε πολλή προσοχή και ενδιαφέρον τις χιλιάδες φωτογραφίες του Μάο, από µικρής ηλικίας ως τα τώρα.
Η ώρα περνούσε, εγώ αποφασίστηκα και λέω του υποπλοίαρχου.
– ∆εν αντέχω, θα βγω έξω να καπνίσω ένα τσιγάρο.
– Σώπα, µου, λέει, κ. Γιώργο γιατί θα µας «µπαγλαρώσουν».
Φαίνεται, πως, οι Κινέζοι κατάλαβαν ότι είχαµε κουραστεί και µας πήγαν σε µια δίπλα αίθουσα και µας πρόσφεραν τσάι, καπνίσαµε και ένα τσιγάρο και µετά συνεχίστηκε η ξενάγηση.
Και τώρα, κύριε δάσκαλε, οι άλλοτε σκληροί Κινέζοι του Μάο, ήρθανε και ανοίξανε µαγαζιά και στην πόλη µας και µε χαµόγελο και περισσή ευγένεια µας υποδέχονται για να µας εξυπηρετήσουν..!
– Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, κύριε Γιώργο, τώρα έχουµε παγκοσµιοποίηση και όλοι τρέχουνε για το χρήµα!
*Η καταγραφή και η επιµέλεια του κειµένου είναι
του συν/χου δασκάλου Μανιαδάκη Γεωργίου