Ο ανιψιός μου, που λέτε, ο Παναγιώτης, είχε όνειρο να σπουδάσει δικηγόρος κι ήθελε να επισκεφθεί το τεράστιο Δικαστικό Μέγαρο, σα να λέμε τον Άρειο Πάγο, το Πανεπιστήμιο Μέρυλαντ κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα, όπως τον Λευκό Οίκο, το Καπιτώλιο και τα μνημεία όλων των μεγάλων Προέδρων με έμφαση αυτό του πρωτομάστορα του Αμερικανικού Έθνους, πρώτου Προέδρων της Αμερικής, Τζωρτζ Ουάσινγκτον, τον μεγαλύτερο, δηλαδή, στον κόσμο πέτρινο οβελίσκο. Και να δεις κόσμος! Περιμένουνε στην ουρά, δεκάδες μέτρα μήκος, ο ένας πίσω από τον άλλο, για να μπούνε στο εσωτερικό ασανσέρ και να ανέβουνε ως την κορφή του, ύψους 170 μέτρων.
Ήθελε να τα δει όλα τούτα, αλλά ποιός να τον συνοδέψει που οι γονείς του μαζεύανε δολάρια με την επίμονη, σκληρή κι άοκνη δουλειά τους;
Οπότε, ένα βραδάκι, όταν γύρισα από το εργαστήριο του New York University όπου έκανα μεταπτυχιακά, μου λέει ο αδερφός μου Ιωακείμ με το αμερικανοποιημένο όνομά του, Jack:
– Έχεις πάει στην Αμερικανική Πρωτεύουσα καμιά φορά;
– Στον ύπνο μου, ναι, απάντησα αυθόρμητα.
– Θέλεις να πας;
– Ναι, αλλά, τα έξοδα….
– Θα συνοδέψεις το γιο μου, που θέλει να σπουδάσει δικηγόρος…
– Ευχαρίστως, αλλά το, πώς, συνεχίζει να υφίσταται. Η τσέπη κάθε φοιτητή, βλέπεις, είναι κατά κανόνα άδεια.
Πώς τα καταφέρνω αλήθεια και είναι πάντα άδεια. Ίσως έχει κάποια αόρατη τρύπα, όπως κατά που λέγανε παλιά με τα πολλά μυστήρια που κάνανε οι παπάδες, είχαν απύθμενη, λέει, τσέπη στο ράσο. Μέχρι «βλογιές» χώραγε. Μα τότε οι φουκαράδες, άγιοι άνθρωποι οι περισσότεροι, ένα είδος ιεραπόστολοι, δηλαδή, δεν είχανε μισθό και τρέχανε όπου τους καλνούνε όχι το καθήκον μα η συνείδησή τους για το λειτούργημα που επιτελούσανε. Τέλος πάντων. Πάει κι αυτό.
– Μη σε νοιάζει, μου λέει ο Τζακ. Θα σου δώσω δολάρια και για των δυο σας τα εισιτήρια, ξενοδοχεία, φαγητά και ψώνια.
Οπότε, καταλαβαίνετε, δεν χρειάστηκε να επιμένει και πολύ. Δέχτηκα με την πρώτη. Τόσο καλό παιδί είμαι!
Έτσι τα κατάφερα επί πέντε ημέρες να είμαι όχι έμμισθος αλλά χορτασμένος συνοδός του ανιψιού μου. Με το τραίνο πήγαμε, σε ακριβό ξενοδοχείο μέναμε, σχεδόν όλα τα είδαμε. Λευκό Οίκο, Πεντάγωνο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας με τους δεινόσαυρους, το Μουσείο Αεροναυτικής και Διαστήματος με διαστημόπλοια μέσα, πυραύλους, καμπίνες αστροναυτών, όλα τα σχετικά και ένα κομμάτι πέτρωμα που είχανε φέρει από τη σελήνη, το είχανε σε ειδική προθήκη και περνούσαμε σειρά, να το αγγίξουμε.
Μα έλα ντε που ο Παναγιώτης, ανήσυχο, δεκαπεντάχρονο κοπέλι, ήθελε να πάμε και στο κτήριο της FBI και ψάχναμε στο χάρτη να βρούμε ποιο λεωφορείο πάει προς τα κει και δεν το βρίσκαμε;
―Μπάρμπα, (του άρεσε να με αποκαλεί έτσι, μιμούμενος τους συγχωριανούς του πατέρα του στην Άντισσα), να ρωτήσουμε κάποιον αστυνομικό. Συμφώνησα κατ’ αρχήν, αλλά κείνη την ώρα ερχόταν ένα λεωφορείο που έκανε στάση ακριβώς μπροστά μας.
– Θα ρωτήσω τον οδηγό του λεωφορείου, είπα δισταχτικά.
– Όχι! Αυτωνών η δουλειά είναι άλλη. Απαγορεύεται.
Δεν συμφώνησα μαζί του κι ως άνοιξε την μπροστινή πόρτα ο οδηγός για να μπούμε, νομίζοντας ότι περιμέναμε το λεωφορείο, ακούμπησα το δεξί μου πόδι στο σκαλί και τον ρώτησα με ευρωπαϊκή προφορά, αν ήξερε πού έκανε στάση το λεωφορείο για FBI.
Τότε, πρόσεξα, ήταν ένα μαύρο ντερέκι, που με κοίταξε, δεν έβγαλε άχνα και τράβηξε χειρόφρενο.
Βλέποντας αυτή την κίνηση ο Παναγιώτης τρόμαξε, κιτρίνισε κι εγώ σκέφτηκα να το βάλουμε στα πόδια.
– Φαίνεται θύμωσε, είπα σιγανά στο ανίψι μου.
– Σου τόλεγα μπάρμπα.
Μέχρι να πούμε αυτά βλέπω τον τεράστιο μαύρο οδηγό να σηκώνεται και να κατευθύνεται καταπάνω μου που αν με ακουμπούσε θα έλιωνα. Βγήκε ήρεμος από το λεωφορείο, κατευθύνθηκε καταπάνω μου, του ερχόμουνα λίγο πάνω από τη μέση του, κι αντί να με φυσήξει να γίνω σκόνη, τι να σας πω ρε παιδιά, μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κοιτάω, το ανίψο μου ήταν στην είσοδο ενός κτιρίου κι έτρεμε, ενώ ο οδηγάρας με πήγε ως τη γωνία, κάπου είκοσι μέτρα μακριά και με τη χερούκλα του τη γαντοφορεμένη, μου έδειξε από την άλλη, ένα λεωφορείο που ερχότανε.
– Αυτό θα πάρεις, είπε, κι ήρεμος γύρισε στο πόστο του.
Δεν μου είπε ευχαριστώ όπως στην Ιαπωνία. Θυμάσαι έ;
* gkamvysellis@yahoo.gr