«Οι γι – αλλοτεσινοί καιροί κι οι περασμένοι χρόνοι,/ διγούνται στσι πλια νέικους βαΐζα για τ’ αλώνι./ Ιούλιος μος (μόλις) και δα μπει ρούχ’ Αλωνάρη βάνει,/ γιατί θωρεί τσι θεμωνιές που ΄χτισε το δραπάνι./ Πρωτόλης πλήσες θεμωνιές του ’πεψε για πεσκέσι,/ τ’ αλώνι βάνει χερικό για να τσι καταστέσει./ Τη μ-πρώτη μ-πρώτη του ντου δουλειά ντελόγο χερικώνει,/ γλακά να πα να βρει βουτσές να τοιμαστεί τ’ αλώνι./ Ο πάτος ο αλωνικός απού ’ναι σκέτο χώμα,/ χρεία να τσαλοπατηθεί για να ’ναι σα ντο δώμα./ Οι αϊλιές και οι βουτσές θα δώσουνε τη λύση/ και η πατούλια τ’ αλωνιού που θα τσαλοπατήσει. Πολλές βολές θυμούμαι το, ξυπόλητα κοπέλια/ απού τσαλοπατούσαμε και σκούσαμε στα γέλια./ Το τσαλοπάτημα γερά τ’ αλώνι θα το χρίσει,/ χώματα δεν αναξερνά, τσι τρύπες του θα κλείσει./ Ο γεωργός το χρίσιμο λογιάζει για ορτάκη, ετσά δε μπολυκλέφτουνε καρπό οι μελιτάκοι./ Όπου ’ναι ο τόπος σ’ όπατος τ’ αλώνι ’ναι ’κεια πέρα/ κι ομπρός δεν είν’ εμπόδιο να κόβγει τον αέρα./ Απείς τ’ αλώνι ’τοιμαστεί κι απείς είναι χρισμένο/ στην αγκαλιά ντου έρχεται το πρώτο το σπαρμένο». Μια από τις ρίμες – βαΐζα του Κωστή Λαγουδιανάκη απ’ το βιβλίο του “Αποσπερίδες και Βαΐζα” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “ΜΥΣΤΙΣ”. Απ’ αυτό (βαΐζι=η αφήγηση, η εξιστόρηση κυρίως των περασμένων) που έχει τίτλο «Οι γι-αλλοτεσινοί καιροί θυμούνται τ’ Αλωνάρη», το παραπάνω απόσπασμα. Σαν δείγμα της γραφής του κορυφαίου για μένα και όχι μόνο, διαλεκτόφωνου ποιητή της Κρήτης. Του ύφους του που αντανακλά το ήθος του, αλλά και το πάθος του για την κρητική παράδοση. Χωρίς εξήγηση των λέξεων, πλην μιας περίπτωσης…
«Τη ζήση την ανέμελη, τη φτωχική μα πλούσια, με τα κοντοπατέλονα ξυπόλητα σεργιάνια στις γειτονιές και στα σοκάκια της χαρασανής πρωτόφαντης ματιάς» του “στον κόσμο” αναστοράται στο περί ου ο λόγος βιβλίο του ο Κωστής Λαγουδιανάκης, κατά που δηλώνει στον πρόλογο του που έχει τίτλο “Αποσπερίζω με το Νου”. Τα παιδικά του χρόνια στον Χαρασό Πεδιάδος Ηρακλείου, όπου γεννήθηκε το 1958 από αγρότες γονείς -το δηλώνει πάντα με καμάρι αυτό, όπως το δηλώνω κι εγώ. Πατρίδα του τα παιδικά του χρόνια. Η συλλογική μνήμη που κληρονόμησε: «Οι μάνες θύμησες», όπως γράφει στον πρόλογο του, «που απλώνουν χέρι συνεργασίας, άλλοτε σαν γιασεμιά και τριαντάφυλλα κι άλλοτε σαν αγκαθωτά φύλλα φραγκοσυκιάς». Και βέβαια η ντοπιολαλιά που επιμένει να την καλλιεργεί και να την αναδεικνύει, δρώντας «ανασταλτικά σε κάθε απειλή λησμονιάς της Κρητικής διαλέκτου», όπως επισημαίνει προλογίζοντας το βιβλίο η δρ Ελληνικής Φιλολογίας Αταλάντη Μιχελογιαννάκη Καραβελάκη. Όταν χάνονται οι λέξεις ματώνει ο πολιτισμός… Το πρώτο “κρατούμενο” στη σκέψη του και καρδιακού μου φίλου Ηρακλειώτη δασκάλου – ποιητή Κωστή Λαγουδιανάκη. Να γιατί “ρέγεται” (ευχαριστιέται, αρέσκεται, προτιμά) και μπεγεντίζει (εκτιμά, ξεχωρίζει) την κρητική διάλεκτο και αρμηνολογά (συμβουλεύει, υποδεικνύει) τη δαμινή (μικρή, ελάχιστη) μπένα να σεργιανίζει στα μοσκομυριστά μονοπάτια της», κατά που δηλώνει ο ίδιος στο βιογραφικό του – από το “Γλωσσάρι που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου οι ερμηνείες των “άγνωστων” λέξεων.
«Να είναι καλοτάξιδο το νέικο βιβλίο/ που μα το Ζα ανήκει του παγκρήτιο βραβείο!» έγραψα στον ξεχωριστό αυτό “πνευματικό καντούνι” του νησιού μας, με το που διάβασα το περί ου ο λόγος βιβλίο του, που μου έστειλε ο εκδότης του. Όχι μόνο παγκρήτιο αλλά και πανελλήνιο βραβείο αξίζει ο φίλος μου, για το σύνολο έργο του γράφω σήμερα. Έχοντας κυρίως στον νου το προηγούμενο (12ο) βιβλίο του “Τση Κρήτης η πορπατηξά στη στράτα τσ’ ιστορίας”, όπου μας δίνει τη μακραίωνη και πολυκύμαντη Ιστορία του νησιού μας σε 17.501 στίχους. Μα τον Ζα, μα τον Δία, δηλαδή. Για να θυμηθώ και πάλι τον προγονικό όρκο στον Δία…
Και… στα πεταχτά
«Τσ’ Αγιάς Μαρίνας πέρασε του Αη Λια σιμώνει/ κι η πεθυμιά για σένανε, όλο και μεγαλώνει», με πολλά υπονοούμενα η πρώτη καθαρά ερωτική μαντινάδα της Νεκταρίας. Με περισσότερα η δεύτερη: «Λαμπάδα σε ποιον Άγιο πρέπει να τάξω, πες μου/ για να γυρίσεις μάτια μου να γειάνεις τις πληγές μου», μας λέει. Αχτύπητη η Νεκταρία.
Ο Κλέων του καύσωνος και ο καύσων του Κλέονος… Δικτατορίας κατάστασις… Τύποις η λειτουργία της εκκλησίας του δήμου… Δημόσια εξομολόγησις… Κατακέφαλα μ’ έχει χτυπήσει η ζέστη!