Απειλείται η αστική δημοκρατία μας; Αν συμβαίνει τούτο, αυτοί που την απειλούν είναι οι υπεύθυνοι, που τάχθηκαν απ’ τον λαό να εφαρμόζουν τους νόμους και να τηρούν τη νομιμότητα. Συνεπικουρούνται όμως και από τα μίντια με τους δημοσιογράφους, που αν δεν συμπεριλαμβάνονται και στο “πέϊ-ρολ” των κομμάτων, μπορούν να σχολιάζουν, όπως θέλουν, την επικαιρότητα αρκεί να μην προκαλούν και να μην αναλίσκονται σε χυδαιότητες.
Δεν ξεχνούμε, ότι έχουν χαρακτηρίσει “τέταρτη εξουσία” και τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και τους λειτουργούς της. Δεν γίνεται καμία εξαίρεση, είτε αυτοί, είναι χάρτινοι “γυάλινοι”, ή “ιντερνετικοί”. Οσοι έχουν γίνει αναγνωρίσιμοι, “βεντέτες”, λέγονται και “αργόσχολοι”, δουλεύουν με συμφωνητικά για ωριαίες, ή δίωρες εκπομπές, αδρά αμοιβόμενοι. Χρησιμοποιούν δε αυτή τους την παρουσία, για να υπηρετήσουν πολιτικούς στόχους, παραβιάζοντας ενίοτε και τον κατά γενικήν ομολογίαν ισχύοντα κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται αποδέκτες κριτικής μεγάλου μέρους της κοινωνίας, ώστε ο μέσος πολίτης να εκφράζεται απαξιωτικά και να υποτιμά το κορυφαίο αυτό λειτουργικό επάγγελμα.
Οι φιλύποπτοι, επηρεασμένοι απ’ τη σύγχυση και το κατρακύλισμα των αξιών, λένε, ότι οι δημοσιοράφοι «ό,τι θυμούνται χαίρονται», ακόμα και όταν μ’ αυτά, που γράφουν, νομίζουν πάντοτε, ότι επιτελούν κοινωνικό έργο. Εκφράζουν ελεύθερη προσωπική γνώμη, μη κατακριτέο, αρκεί να μην είναι μονομερείς στην κριτική απέναντι σ’ όλους, αλλά ουδετεροποιημένοι στους κομματικούς ηγέτες και στα οργανωμένα συνδικάτα. Οταν ασκείται κριτική σε πρόσωπα, που θεωρούνται πολιτικοί φίλοι, μπορεί να γίνεται χαλασμός κόσμου, όταν όμως ελέγχονται άτομα της αντίθετης παράταξης, δεν συμβαίνει τίποτα! Η αντιπαράθεση και η κριτική, του ήθους των πολιτικών μόνο είναι αρκετό, για να επιπλεύσει η ενάρετη διαγωγή και ο χαρακτήρας τους;
Τι να τα κάνει αυτά ο πολίτης, όταν δεν καταλήγουν αποτελεσματικά υπέρ της ευημερίας του;
Δυστυχώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο, που επικρατεί η υποκρισία, η πρόκληση έντασης σε φιλονικίες και η ενημέρωση με υβριστικές αντιπαραθέσεις. Καθόμαστε και ακούμε αποχαυνομένοι. Λες κι έχουμε εξάρτηση. Αντλούμε ευχαρίστηση μ’ αυτό, άνευ αισθήματος αυτογνωσίας, σαν εθισμένοι στην τυφλή αφοσίωση πάνω σ’ αυτόν τον πολιτικό επικοινωνιακό χώρο.
Ολοι αυτοί οι ευυπόληπτοι της επικοινωνίας παίζουν με τα νεύρα των τηλεθεατών, θέλοντας να υπερασπιστούν πρώτα τα συμφέροντα των κομμάτων τους. Θέτουν σε δεύτερη μοίρα την αξιοπρέπειά τους και αδιαφορούν για την αξιοπρέπεια των υπολοίπων. Αμα δεν παράγουν πολιτικό λόγο, τον κατασκευάζουν, κάνοντας κακό σ’ εκείνους, που θέλουν να ευνοήσουν και βάζουν τη δημοσιογραφία στη λαιμητόμο!