Πάει πολύς καιρός που η Μαρίνα έβλεπε όλα τα φύλλα των δέντρων καφέ. Κίτρινα τα χορτάρια στα λυπημένα λιβάδια. Χειμώνες τα καλοκαίρια. Καταμεσήμερα σκοτάδια χωρίς τ’ αστέρια τους.
Πώς να μην μπει μια μέρα στην βάρκα, ν’ ανοιχτεί στο πέλαγο.
Πώς να μην αφήσει το σώμα της, άπνοο, να βυθιστεί σε κείνα τ‘ ατάραχα γαλάζια νερά…
Κι όσο η Μαρίνα βυθιζόταν στα παγωμένα νερά, τόσο το γαλάζιο γινόταν μπλε και το μπλε έδινε την θέση του σε κείνο το σκούρο χρώμα της αβύσσου…
Την ηρεμία εκείνης της βύθισης συντάραξε μονάχα εκείνο το ξαφνικό φως !
Τρόμαξε σαν το είδε να ανεβαίνει επιθετικά από το σκοτεινό βάθος της αβύσσου. Έλαμπε σαν μετεωρίτης και ερχόταν ευθεία κατά πάνω της. Σίγουρα θα την εμπόδιζε στην προαποφασισμένη ελεύθερη χωρίς επιστροφή κατάδυσή της…
Στο μέτρο μπροστά της τώρα ήταν όλο τόσο φωτεινά !! Και δεν ήταν μόνο φωτεινά αλλά μπορούσε τώρα και διέκρινε πρόσωπα μέσα σε τούτη την περίεργη υποθαλάσσια λάμψη !!
Οικεία πρόσωπα ! Την μάνα της να της χτενίζει τα μαλλιά, τον κουρασμένο πατέρα της στην κορφή του τραπεζιού, το Δημήτρη, την Θάλεια… Μέχρι και το Σπίνο το κουταβάκι της έβλεπε να της κουνάει την ουρά και να της ζητά παιγνίδια !!
Κι όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο τα πρόσωπα ερχόταν πιο κοντά της μέχρι που ένιωθε καθαρά και την ίδια τους την ανάσα.
Και όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο το φως γινόταν πιο έντονο και πιο λαμπερό, μέχρι που έγινε εκείνη η έκρηξη που ξύπνησε την Μαρίνα.
Με τις πυτζάμες έτρεξε στο κατώγι κι αγκάλιασε την μάνα της και τον πατέρα της.
Θαρρώ με τις πυτζάμες της βγήκε στο καταπράσινο λιβάδι και κυλίστηκε με τον Σπίνο στις κόκκινες παπαρούνες.