■ …εκεί πρωτίστως σφυρηλατείται, το καλό ή το κακό
Για την πρωτόγνωρη νεανική βία που τόσο έντονα, ναι, παρατηρείται στις μέρες μας ακόμα και στις πιο μικρές ηλικίες γι’ αυτήν την νεοεμφανιζόμενη, οδυνηρή κοινωνική μάστιγα, το παρακάτω γραπτό μας αφιέρωμα.
Που ίσως μπορέσει να λειτουργήσει σαν ένα έναυσμα, μήπως και συνειδητοποιήσουμε καλύτερα εν τελεί, γονείς, εκπαιδευτικοί, κοινωνία, ποιος να φταίει, τι να φταίει, γι’ αυτήν την ηθική κατρακύλα, μιας μερίδας της νεολαίας μας, μικρής προς το παρόν. Άραγε, φταίμε όλοι μας, που δεν μαθαίνουμε στα παιδιά μας, από τη μικρή ηλικία τους μάλιστα, πώς να έχουν μια καρδιά όχι σκληρή, μα αντίθετα, ευσπλαχνική, χριστιανική; Φταίμε που δεν τους επαναλαμβάνουμε καθημερινά πώς πρέπει αύριο να σταθούν όρθιοι, λεβεντόπαιδα, απέναντι στις σειρήνες, απέναντι στα κάλπικα καλέσματα του υπερκαταναλωτισμού, για να δομήσουν τελικά ακέραιους ωραίους χαρακτήρες; Φταίμε που δεν βροντοφωνάζουμε κάπου κάπου, να λένε και λίγα όχι στον σύγχρονο υλικό ευδαιμονισμό, στον βαθμό που αυτός είναι συνδυασμένος με την απραξία και την τεμπελιά; Ή μήπως φταίμε, επειδή δεν τα νουθετούμε συχνότερα, να μην αρνούνται επ’ ουδενί τα πιο γερά θεμέλια του ελληνισμού, δηλαδή τη φιλοπατρία, τη φιλομάθεια, τη θεοσέβεια; Ή μήπως που δεν τα μαθαίνουμε από όταν είναι μικρά βλαστάρια ακόμη, να ΄χουν θάρρος στη ζωή, να ΄χουν κουράγιο και αξιοπρέπεια μεγάλη, για να αντισταθούν σαν ενήλικες μεθαύριο, ουσιαστικά, στην ισοπεδωτική λαίλαπα της νέας τάξης πραγμάτων και στον τόσο απροκάλυπτο αμοραλισμό της σεξουαλικότητας;
Φταίμε μήπως, επιπρόσθετα, που δεν τα μαθαίνουμε από τη νηπιακή κιόλας ηλικία τους, να αγωνίζονται για να μη φοβούνται μελλοντικά τίποτα, που δεν τα πιέζουμε να αποστηθίσουν σαν ένα γρανιτένιο, πολύ μεγάλο ψυχικό οχύρωμα για τις τόσες αντιξοότητες της ζωής, αυτό το όντως ωραίο ρητό, του δικού μας μεγάλου κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκης που λέει «πως αν μπορείς (εν προκειμένω εσύ, παιδί μου) κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει». Φταίμε, λοιπόν, ίσως εμείς πάνω από όλα, που δεν κάνουμε, δηλαδή πολλές περισσότερες προσπάθειες από τα ανωτέρω ενθαρρυντικά και έτσι, να, τα πράγματα τριγύρω μας έγιναν τόσο σκοτεινά; Τόσο στ’ αλήθεια θλιβερά από τις τόσες μα τόσες αξιοκρατικές, παραβατικές συμπεριφορές κάποιων νεαρότατων υπάρξεων που έχουν πια μια αδιαμφισβήτητη ροπή ή ένα μεγάλο γνήσιο εθισμό, εάν θέλετε, για την πιο αψυχολόγητη βία;
Αλλά, ας πάμε λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε ένα μικρό ταξίδι στη σχετική ειδησεογραφία των ημερών, την αρκετά ζοφερή και πλούσια. Ας δούμε αρχικά κάποιες δηλώσεις, κάποιες αρνητικότατες διαπιστώσεις, που έτσι, εντελώς τυχαία βρήκαμε, μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του διαδικτύου. Κι ας πληροφορηθούμε ευθύς την πρώτη μας λοιπόν, μια τρανταχτή, άμεση καταγγελία, μία χαρακτηριστική εικόνα, των ολοένα πιο γκρίζων τοπίων της νεανικής βίας σε ένα ευρύτερο σχολικό περίγυρο πάντα. Την αντιγράφουμε και τη μεταφέρουμε αυτούσια.
«Την Παρασκευή του 2023, κάποιοι μαθητές της Γ΄ Λυκείου, εκεί, στο κέντρο της Αθήνας στην περιοχή που υπηρετώ σαν εκπαιδευτικός, έκαναν μία ολόκληρη αίθουσα διδασκαλίας άνω κάτω. Την έκαναν να μοιάζει σαν ένας χώρος μάχης, να μοιάζει σαν ένα ρημαδιό. Τα περισσότερα θρανία μέσα εκεί ήταν σπασμένα, οι καρέκλες το ίδιο, τα τζάμια της μικρής βιβλιοθήκης επίσης. Τα βιβλία, τα πιο πολλά, ήταν σκισμένα και πεταμένα στο πάτωμα, μαζί με ένα σωρό χάρτινα ποτήρια, με τους καφέδες χυμένους πέρα δώθε». Μαρτυρία του κυρίου Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, καθηγητή Φυσικής.
Μα προχωράμε. Για να πληροφορηθούμε τώρα πάλι λίγα, για άλλη μία επώνυμη μαρτυρία, μιας κυρίας, επίσης κατοίκου της Αθήνας, μιας απλής γυναίκας, που όμως μας λέει, μας ομολογεί επί λέξει τα εξής: «Στην καθιερωμένη και σχεδόν καθημερινή, λίαν προσφιλή, πεζή διαδρομή μου από την Αγία Παρασκευή στον γειτονικό Δήμο Χολαργού, έγινα άθελα μου αυτήκοος μάρτυς ενός σοκαριστικού διαλόγου, ενός διαλόγου μεταξύ δύο καλοντυμένων έφηβων αγοριών, ηλικίας 13-14 ετών περίπου, που περνούσαν κάποια στιγμή από δίπλα μου. “Φίλε μου, μην το ξεχνάς, είπε το ένα στο άλλο δυνατά, πως μετά που θα σχολάσουμε αυτήν την Πέμπτη, μην το ξεχάσεις, ε, πως έχουμε κανονίσει να παίξουμε ξύλο με τους αντιπάλους μας”». Μαρτυρία της κυρίας Σοφίας Παπανικολάου.
Αλλά νά, ξετρυπώσαμε άλλη μία τελευταία αποκαρδιωτική είδηση, όπως επίσης και άλλη μία καίρια διαπίστωση ενός παλιού Έλληνα πολιτικού. Διαβάζουμε, λοιπόν, σε κάποια από αυτά τα τελευταία φύλλα των αθηναϊκών εφημερίδων «Τις πρώτες ημέρες του 2024, στο Μενίδι, μια αρκετά μεγάλη παρέα δεκαεξάχρονων αγοριών που συνελήφθησαν τελικά από την Αστυνομία, ξυλοκοπούσε έτσι αβέρτα και στα καλά καθούμενα τους περαστικούς, τους ηλικιωμένους και ανήμπορους». Αλλά προχωράμε πάλι, είπαμε όλα ετούτα τα παραπάνω, είναι σταχυολογημένα, έτσι, τελείως στην τύχη, μα προχωράμε λοιπόν στη στενόχωρη, ειλικρινή ομολογία, στην τόσο μουντή διαπίστωση που έχει τον τίτλο «η χαϊδεμένη νεολαία» που την υπογράφει στον ηλεκτρονικό ιστότοπο in.gr ο παλαίμαχος πολιτικός και πανεπιστημιακός, ο επί σειρά ετών υπουργός (Εμπορίου, Βιομηχανίας, Πολιτισμού) αλλά και δήμαρχος Πειραιά (από το 1986- 1989), ο απόφοιτος του Χάρβαρντ, του Κεντ, του Κέιμπριτζ και του Όσλο και ακόμη λίαν ενεργός συγγραφικά, συντηρητικός μα οξύς αναλυτής, κύριος Ανδρέας Ανδριανόπουλος. Που λέει λοιπόν κατά λέξη τα κάτωθι, που είναι σαν κάποιες καμπάνες κινδύνου: «Τα περισσότερα παιδιά σήμερα, ασφαλώς είναι πιο φροντισμένα μα και πιο προστατευμένα από κάθε άλλη εποχή, αναμφισβήτητα. Αλλά συνάμα, μάλλον είναι και πιο αδύναμα και απομακρυσμένα, πάντα βέβαια στην πλειοψηφία τους, από οποιαδήποτε ουσιαστική εμπέδωση και ουσιαστική γνώση του όντως καλού. Οπότε όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι, οι υπεύθυνοι, οι θεωρούμενοι ώριμοι, όλοι οι ενήλικες που ομολογούμε τρόπον τινά τις ευθύνες μας, τι να πούμε δεν ξέρω, για ποιο ακριβώς μέλλον της νεολαίας, έχουμε πια το δικαίωμα να μιλάμε. Εύχομαι ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Παρακάτω, τελειώνοντας, παραθέτουμε ενδεικτικά δύο μικρά όμορφα αφηγήματα, δύο πραγματικές ιστορίες που δείχνουν πεντακάθαρα πως πάντα, κάτω από τις πατρικές στέγες, σφυρηλατείται το καλό μα και το κακό. Με άλλα λόγια, πως η πρωταρχική και βασική ευθύνη για την ηθική ή όχι πορεία των τέκνων μας, στους δικούς μας τρόπους αγωγής επαφίεται. Μία σαφώς λίαν κοινότυπη διαπίστωση είναι αυτή θα μου πείτε και το δέχομαι. Αλλά εν τούτοις, έχω να πω, πως είναι όλοι την παραδεχόμαστε ασυζητητί, με τις εν τη πράξει καθημερινές συμπεριφορές μας, φαίνεται πως αρκετές φορές τη λησμονούμε κάπως ή αρκετά.
Ας δούμε όμως ευθύς τώρα και πρώτα πρώτα πως οι λεπτές και εύθραυστες, οι τόσες τρυφερές παιδικές ψυχούλες, καταφέρνουν κάποτε, ακόμα και εν μέσω πολλών αντικειμενικών δυσκολιών, να ακτινοβολούν σαν να κρύβουν εντός τους, διαμάντια και θυμιάματα και υποσχέσεις εκπληκτικής εσωτερικής ομορφιάς. Αφηγείται λοιπόν τα εξής συγκινητικά ένας παλιός, ενενηνταδυάχρονος σήμερα, πρώην ναυτικός, τα εξής συγκλονιστικά, που υπάρχουν δημοσιοποιημένα εδώ και αρκετό καιρό, σε ένα σοβαρό ιστότοπο του διαδικτύου.
«Είναι Δεκέμβρης του 1943, την τελευταία ημέρα του μήνα και ο λυσσασμένος χιονιάς έξω από το Κάβο ντ’ Όρο αναγκάζει τον καπετάνιο του εμπορικού πλοίου στο οποίο τότε εργαζόμουν σαν ένα απλό ναυτόπουλο, να ρίξει άγκυρα στο λιμάνι της Καρύστου. Εκεί μέσα, βρήκαμε όλοι μας το πιο ασφαλές καταφύγιο που θα μας διέσωζε από την τρελή χιονοκαταιγίδα που μας βρήκε. Θυμάμαι πως όλο το βράδυ το χιόνι είχε ασπρίσει, στην κυριολεξία, την περιοχή. Σε λίγο θα ξημέρωνε η Πρωτοχρονιά, θα ΄ρχοταν το 1944, μα εμείς όλοι, καπετάνιος και πλήρωμα μοιάζαμε, ναι, σαν μερικές όρθιες παγοκολώνες που ΄χαν καρφωθεί στο αμπάρι του καραβιού. Με το που ήρθε η νέα μέρα προσπαθήσαμε να βγούμε έξω στο κατάστρωμα. Όμως, δυστυχία μας. Η μικρή πορτούλα της καταπακτής είχε φρακάρει από το πολύ παγωμένο χιόνι. Έτσι, για όλους μας εκεί μέσα στο καράβι ήταν αδύνατο να καταφέρουμε να ανοίξουμε την καταπακτόπορτα εκείνη. Όμως, από ένα μικρό φινιστρίνι, μπορούσαμε να ρίχνουμε τις ματιές μας έξω στην απέναντι προκυμαία. Εκεί, είδαμε τους άντρες μιας γερμανικής περιπόλου που τριγυρνούσαν εδώ και εκεί και κάπνιζαν αμέριμνοι! Μπορέσαμε με χίλια ζόρια να σπάσουμε το τζαμάκι και αρχίσαμε όλοι μαζί, ήμασταν κάμποσοι, αρχίσαμε να φωνάζουμε για βοήθεια με όση δύναμη είχαμε. Οι Γερμανοί με το που μας είδαν, με το που μας αντιλήφθηκαν, άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Εμείς στην αρχή δεν καταλάβαμε, νομίσαμε ότι τελικά θα σπεύσουν σαν άνθρωποι να μας βοηθήσουν. Μα αντίθετα, εκείνοι, οι μάλλον υπάνθρωποι, αφού έσβησαν χαμογελαστοί τα τσιγάρα τους και έκαναν και από μία άσεμνη χειρονομία ο καθένας τους, έπειτα με μικρά, αργά, σαδιστικά βήματα, εξαφανίστηκαν σιγά σιγά μπροστά από τα μάτια μας. Απελπισμένοι πια, στραφήκαμε στην Παναγίτσα μας. Είχαμε εκεί μέσα, στο αμπάρι μας, ένα αρκετά παλιό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης, και ξαφνικά, ταυτόχρονα, σχεδόν όλοι μαζί, πέσαμε ευθύς στα γόνατα, παρακαλώντας την δακρυσμένοι όλοι, να μας βοηθήσει, να μας βγάλει από την τραγική θέση που είχαμε βρεθεί πρωτοχρονιάτικα. Και να, δεν θα ΄χει περάσει πολλή ώρα και ακούσαμε κάποιους πάνω από τα κεφάλια μας, να σπάνε τους διαβολεμένους πάγους, κοιτάξαμε καλύτερα και είδαμε δύο μικρά αδύνατα παιδιά, 12 έως 15 χρόνων θα ΄τανε, που με δύο βαριούς κασμάδες είχαν καταφέρει να ανοίξουν το μικρό πορτάκι της καταπακτής. Το τι χαρές κάναμε όλοι, δεν περιγράφεται. Ευχαριστήσαμε με δάκρυα τα καλά εκείνα παιδιά, αλλά εκείνα χαμογελώντας μας είπαν πως η χήρα μάνα τους μας έχει ετοιμάσει κάτι, ένα μικρό δώρο λέει, για εμάς. Τον πατέρα μας, πρόλαβε να μας πει το μικρότερο, τον είχαν σκοτώσει πρόσφατα οι Γερμανοί σε ένα μπλόκο τους στην Αθήνα. Η μητέρα μας, μας είπαν μετά, σας είδε που μπήκατε στο λιμάνι, φοβήθηκε πολύ με το χιόνι που σας σκέπασε, είδε και τους άκαρδους Γερμαναράδες, γι’ αυτό αμέσως μας έστειλε να σας βοηθήσουμε. Έφυγαν έπειτα τα παιδιά και εμείς μείναμε εκεί, στο αμπάρι, περιμένοντας. Για φαγητό δεν είχαμε τίποτα, εκτός από λίγα παξιμάδια, αλλά ευτυχώς είχαμε αρκετό πόσιμο νερό. Τέλος πάντων, κατά το μεσημέρι εκείνης τη Πρωτοχρονιάς, είδαμε μια όμορφη, μαυροφορεμένη γυναίκα, να κατηφορίζει γρήγορα γρήγορα από την πλαγιά προς το λιμάνι. Όταν μας πλησίασε, μας έκανε έκπληξη που είδαμε να στηρίζει στο κεφάλι της με τα χέρια της, ένα μεγάλο ταψί. Πλησιάζοντας περισσότερο στο αγκυροβόλι μας, μας συστήθηκε σαν η μητέρα των δύο αγοριών, που ΄χαν ελευθερώσει από το χιόνι την καταπακτή μας. Μας πρόσφερε αμέσως το φρεσκοψημένο φαγητό του ταψιού, λέγοντας μας συγχρόνως πως αυτό θεώρησε πως θα ΄ταν το καλύτερο μνημόσυνο για τον αδικοσκοτωμένο άντρα της».
Αλλά ας πάμε μαζί, σε άλλη μια συγκλονιστική, πραγματική ιστορία, όμως αυτή τώρα έχει μία αρνητική, μία πικρή γεύση, μία γεύση βίας, συνέβη όμως εδώ στα Χανιά μας, λίγο πριν το 2000 θα ΄ταν. Αφηγείται τώρα, ένας σεβάσμιος ζαχαροπλάστης, συνταξιούχος πλέον σήμερα.
«Είναι ανήμερα Πρωτοχρονιάς και λίγο πριν το μεσημέρι, βρίσκομαι εκεί, μέσα στον οικείο χώρο της επιχείρησης μου, εκεί που χειμώνα καλοκαίρι και κάθε πρωί, τις Κυριακές και τις αργίες όλες, μοχθούσα για το απαραίτητα μεροκάματο. Ο δρόμος, στο κέντρο της πόλης μου ήταν σχεδόν πλημμυρισμένος από το άφθονο βροχόνερο μιας μπόρας. Μόλις που είχα σερβίρει έναν νεαρό πελάτη, είχε ψωνίσει ένα ταψί γαλακτομπούρεκο και εγώ αφού εκείνος μου ΄χε κάνει τον καλό σεφτέ, θυμάμαι, πως είχα σπεύσει να του δωρίσω λίγα γλυκά. Μόλις λοιπόν ο νεαρός είχε κάνει λίγα βήματα έξω από το μαγαζί μου, εγώ με γυρισμένη εκείνη τη στιγμή την πλάτη μου προς την είσοδο του, τότε ακριβώς, ακούω ένα τρομερό μπαμ. Σαν μια μικρή βόμβα ήταν. Έτσι μου φάνηκε στ’ αλήθεια. Δεν είναι ότι τρόμαξα πολύ απ’ τον εκκωφαντικό θόρυβο. Όχι, όχι, δεν ένιωσα κάποιον μεγάλο φόβο αρχικά. Μα μετά ναι, φοβήθηκα πολύ, αφού εκείνη η μικρή αυτοσχέδια κροτίδα είχε πέσει μόνο καμιά εικοσαριά εκατοστά μακρύτερα από ένα πλαστικό δοχείο. Ένα μπιτόνι δίχως καπάκι, γεμάτο εντελώς με πετρέλαιο, αφού λίγο πριν μία γριούλα πελάτισσα μου, με είχε παρακαλέσει να το αφήσει για λίγο. Τι είχε συμβεί; Δύο φιλαράκια, δύο υπερζωηροί μπόμπιρες, που θα ΄ταν δεν θα ΄ταν 12 χρόνων, είχαν μόλις πετάξει αυτόν τον αρκετά επικίνδυνο μηχανισμό μέσα στο μαγαζί μου. Που από καθαρή τύχη δεν είχε πέσει επάνω στο δοχείο με το πετρέλαιο θέρμανσης, που άντε, τότε, σίγουρα θα ΄παιρνα φωτιά, θα γινόταν ίσως σίγουρα μια αρκετά μεγάλη έκρηξη. Έτρεξα αλαφιασμένος έξω, είδα τα παιδιά, μπόρεσα κι έπιασα το ένα, το άλλο αλητάκι, πιο γρήγορο, ξέφυγε. Ύψωσα ευθύς τη φωνή μου, προσπαθώντας να την κάνω όσο το δυνατόν πιο άγρια. Δεν ντρέπεσαι, του ΄πα, τέτοια μέρα, εσύ, μικρό παιδί, να πετάς τέτοιες κροτίδες στα μαγαζιά; Το ξέρεις πως αν έπεφτε ο σατανάς σου πάνω σε έναν τενεκέ πετρέλαιο που ΄χα, τώρα μπορεί και να είχα τραυματιστεί; Πες μου σε παρακαλώ το τηλέφωνο του σπιτιού σου, πριν να φωνάξω την αστυνομία, πες μου και πώς σε λένε και άντε πήγαινε στο καλό, μέρα που είναι. Άντε και να μην ξανακάνεις κάτι παρόμοιο, γιατί τότε παιδάκι μου σίγουρα θα έχεις κακά ξεμπερδέματα. Ο πιτσιρικάς, μόλις άκουσε τη λέξη αστυνομία, τα χρειάστηκε. Με λένε, μου είπε, έτσι, το τηλέφωνο μας είναι αυτό. Αφού είχα καταφέρει να πάρω τα στοιχεία του, γιατί αυτό με ενδιέφερε, άφησα το παιδί, που έφυγε τρέχοντας. Είπα λοιπόν να πάρω αμέσως τηλέφωνο τους γονείς του, να τους πω τα κατορθώματα του κανακάρη τους, για να τον μαλώσουν να μην το ξανακάνει, να διορθωθεί, μήπως σε λίγο καιρό κατρακυλήσει και σε ένα άλλο μεγαλύτερο ατόπημα. Πήρα τηλέφωνο αμέσως, δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε ευθύς, λέγοντας ορίστε. Ξέρετε, είπα με ευγένεια, σας εύχομαι καλή χρονιά και χρόνια πολλά, αλλά σας πήρα ξέρετε τώρα για κάτι στενάχωρο που αφορά την ηθική πορεία του κανακάρη σας, το και το. Μόνο και μόνο λοιπόν γι’ αυτό σας πήρα, για να νουθετήσετε τον κανακάρη σας, να μην ξανακάνει κάτι παρόμοιο.
Πώς είπατε ότι λέγεστε κύριε; Για ξαναπείτε μου πού έχετε το κατάστημα σας, με ρώτησε αρκετά θυμωμένα εκείνος ο άγνωστος συνομιλητής μου, με μια φωνή τώρα, το λιγότερο λίαν ψυχρή, αφηγείται πάντα ο ταλαίπωρος ζαχαροπλάστης. Του απάντησα ξανά, να έτσι λέγομαι και εκεί έχω, στην τάδε οδό, το κατάστημα μου. Α, μάλιστα, κατάλαβα. Ακούστε με λοιπόν κύριε, συνέχισε ο συνομιλητής μου, ακούστε με πολύ καλά, μου είπε. Λοιπόν, να θεωρήσετε πως ήδη, από αυτήν τη στιγμή, έχετε χάσει αρκετούς νέους υποψήφιους πελάτες της επιχείρησης σας, υπολογίζοντας προφανώς ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε λόγω της μεγάλης δυσφήμησης που θα άρχιζε αυθημερόν εναντίον μου. Και έπειτα, μου έκλεισε θυμωμένος στο φουλ το τηλέφωνο, λέει κλείνοντας την αφήγηση του αυτός ο τίμιος επιτηδευματίας συμπολίτης μας. Μου έκλεισε το τηλέφωνο, αφήνοντας μου, ακούγοντας αυτά τα απίστευτα λόγια του, την πιο μεγάλη έκπληξη, το πιο μεγάλο παράπονο. Εκείνος ο ανευθυνοϋπεύθυνος ανώριμος κηδεμόνας, εκείνος ο εντελώς απερίσκεπτος άνθρωπος, εκείνος ο πολύ κακός πατέρας που τον τίτλο του σωστού πολίτη, ούτε καν τον έχει ποτέ σκεφτεί. Αντί, συνεχίζει ο ζαχαροπλάστης, ως όφειλε αντί να μου ζητήσει ταπεινά μία συγγνώμη κι άλλο ένα μικρό ανθρώπινο ευχαριστώ. Που, αν μη τι άλλο, νομίζω πως έγκαιρα τον πληροφόρησα τι καρπούς θα θερίσει από τον γιόκα του σε λίγο και σε ποια λασπωμένα μονοπάτια ντροπής θα καταλήξει, ένας γονιός που εθελοτυφλεί, που αρνείται να βάλει στις παρεκτροπές του παιδιού του ένα στοιχειώδες χαλινάρι.
Κατανοητό, νομίζω, το ζητούμενο της υπόθεσης δηλαδή ο σημαντικότατος ρόλος των γονέων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, από το μεγάλο, πρώτο σχολείο, που είναι του καθενός η οικογένεια. Για να μη διαπιστώνουμε όλοι στις μηχανοργανωμένες κοινωνίες που καλπάζουν, που έρχονται να καταπιούν τις έννοιες της ανθρωπιάς, μία γεωμετρική αύξηση στη βία, στην κακία, στην ηθική σαπίλα. Ναι, αυτό πιστεύω, αυτό νομίζω, πως κι άλλοι πολλοί πιστεύουν πως ειδικά σήμερα πρέπει όλοι μας να μεγαλώνουμε κάθε μέρα τις προσπάθειες μας, εμείς, όλοι γονείς, υπερτονίζοντας την αξία του ίσιου δρόμου, του σωστού. Διηγούμενοι συχνά στους απογόνους μας τον μύθο του Ηρακλή, αυτού του ένα από τους πιο κεντρικούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Που όπως δηλαδή ο αρχαίος Ηρακλής προβληματίστηκε κατά τα χρόνια της ενηλικίωσης του, ποιο δρόμο, ποιο μονοπάτι, ποια ατραπό να διαλέξει, έτσι κι εμείς, κάτι τέτοιο παρόμοιο, να εμφυσήσουμε στα παιδιά μας, εάν θέλουμε καλύτερες κοινωνίες δίχως βία. Είναι απλό να πράξουμε, όπως συνήθιζαν να πράττουν και οι αείμνηστοι γονείς μας, που μας έλεγχαν και μας τιμωρούσαν στις αταξίας μας, με μετρό. Να τους λέμε γι’ αυτούς τους δύο δρόμους κάθε μέρα και καθαρά. Να, δέστε, από τη μία έχετε να διαλέξετε, τι θέλετε; Την προκλητική και επιδεικτική κακία, όπερ εστι μεθερμηνευόμενον, μικρές προσπάθειες και συνάμα ύπουλες για μία κοινωνική καταξίωση, δόμηση ενός κακού εαυτού και αντικοινωνικότητα; Ή θέλετε το κάπως στενό δρομάκι, ειδικά σήμερα στους τόσο φιλοτομαρίστικους καιρούς μας, που όποιος το ακολουθεί είναι χαρούμενος, ήρεμος, δοτικός, ευτυχισμένος, αυτό το δρομάκι της καλοβαλμένης και σεμνής Αρετής; Αυτό να ακολουθείτε πάντοτε, να λέμε στα παιδιά μας, αυτό. Για να μετριάζονται οι κοινωνικές βίες και οι αδικίες, και όλα τα ανισόρροπα της εποχής. Και προπαντός για να μην αναγκαστούμε κάποτε, εμείς όλοι, οι συνδημιουργοί του Θεού, να κουνάμε μοιρολατρικά το κεφάλι μας, απογοητευμένοι στο έπακρον από τη σαπίλα. Για να μη μονολογούμε σαν θλιβεροί κομπάρσοι τώρα, ενός άκρως παραλόγου θεάτρου, και πού ΄σαι ακόμα Πολύχρονη μου, πού ΄σαι ακόμα…
*Ο Δημήτρης Α. Ανδρικίδης
είναι Συγγραφέας, μέλος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών ν. Χανίων