Έλαβα την ιδέα για τα παρακάτω, από το θαυμάσιο ένθετο αφιέρωμα των Χ.ν. “Ιστορίες της θάλασσας”, μόνο που οι δικές μας ιστορίες, οι περισσότερες, είναι από… ξηράς. Και αναφέρομαι στις θάλασσες, γιατί γύρω από τις τρεις γειτονιές της παλιάς πόλης βρέχονται από αυτήν.
H μεγάλη μου χαρά και διασκέδαση στον Τοπανά που διέμενα ήταν να αντιληφθώ ότι φθάνει στο μέσα λιμάνι κάποιο πλεούμενο, ψαράδικο ή εμπορικό και να τρέξω ως εκεί να… χαζέψω τις μανούβρες για πλεύρισμα, το δέσιμο των κάβων κ.λπ. Μα και στους απόπλους το ίδιο.
Μετά από μια μεγάλη κακοκαιρία, μια ανεμότρατα του Καστρινού, που νομίζω είχε τρεις και ο Γιαννουδάκης πέντε, για δυο ημέρες δεν είχε δώσει ίχνη και τότε δεν υπήρχαν κινητά, ελικόπτερα, περιπολικά θαλάσσης για αναζήτηση και οι τυχόν ασύρματοι ήταν προβληματικοί. Έτσι η αγωνία και ανησυχία ήταν μεγάλη σε δικούς και φίλους του πληρώματος. Την τρίτη ημέρα που ξεκινούσε άλλη ανεμότρατα για αναζήτηση, φάνηκε κατά Σπάθα μεριά να έρχεται η ανεμότρατα. Στο λιμάνι μαζεύτηκαν συγγενείς και φίλοι και όταν «έδεσε» το καΐκι, ο καπετάνιος με το αριστερό του χέρι, σαν αγκαλιά, κρατούσε την εικόνα του Αϊ- Νικόλα, του προστάτη τους, που προφανώς είχε πάρει από την καμπίνα της τιμονιέρας που βρισκόταν, κατέβηκε από τη «σανίδα» με τρία μέλη του πληρώματος. Μετά από φιλιά και αγκαλιές πήραν τον δρόμο, ακολουθούμενοι από αυτούς που τους περίμεναν, για να ευχαριστήσουν τον προστάτη τους στον Άγιο Νικόλαο Σπλάντζιας.
Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι δεν υπήρχαν μικρά τάνκερ για μεταφορά πετρελαίου κ.λπ. που μεταφερόταν σε σιδερένια βαρέλια, τα οποία δεν γέμιζαν για να υπάρχει ένα κενό, ώστε σε περίπτωση ναυαγίου να επέπλεαν. Έτσι, μετά από κακοκαιρία, γέμισε η ακτή, κυρίως από πισίνα Ξενία και πέρα, από επιπλέοντα βαρέλια που όσα έβγαιναν στην αμμουδιά της Νέας Χώρας τα… κατέσχεταν όσοι προλάβαιναν, ενώ άλλοι τολμηροί έπεφταν στη θάλασσα και έσπρωχναν από ένα βαρέλι προς τη στεριά ώστε να το έχουν εξασφαλισμένο. Και έφερνε ένα καλό έσοδο για κάθε φτωχό της εποχής.
Στην πλατεία Τάλω (Ξενία), που ήταν τότε γνωστή σαν Μώλος, υπήρχε κολλητά στο βενετσιάνικο τείχος ένα καρνάγιο, που αντίθετα από το επισκευαστικό του Παριωτάκη στο λιμάνι, αυτό ναυπηγούσε και μεγάλα ξύλινα σκάφη. Θυμάμαι πόσες ώρες πέρασα παρακολουθώντας την εργασία εκεί, και κυρίως την ολοήμερη διαδικασία της καθέλκυσης μιας πολύ μεγάλης ανεμότρατας που μου φάνταζε τεράστια. Στελιωμένη μέσα σε ένα είδος φορείου, την έσερναν με σχοινιά πάνω σε στρογγυλά μαδέρια, που, όταν προχωρούσε, μετέφεραν όσα έμεναν πίσω εμπρός για να συνεχίσει η προώθηση προς τη θάλασσα πάνω από τα μικρά βράχια του τέλους και αφού τότε δεν υπήρχε τοίχος εκεί. Όταν «βουτούσε» στη θάλασσα το καΐκι, όσοι ήταν εκεί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Εκεί στην ίδια πλατεία, το Μώλο, και στη δυτική πλευρά της, κάποιος από την περιοχή έστησε στα βράχια και μέσα στη θάλασσα δυο συγκροτήματα καμπίνες από σανίδια, με κάπου τρεις καμπίνες στο καθένα και που ήταν σε αρκετό ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, στηριζόμενες πάνω σε ξύλινα δοκάρια, όπως οι λιμναίοι οικισμοί της προϊστορικής περιόδου. Ήταν δύο, για να ξεχωρίζουν σε ανδρικές και γυναικείες. Μάλιστα, θυμάμαι που κάποια ώρα το ένα συγκρότημα κατέρρευσε, χωρίς ευτυχώς θύματα.
Οι κολυμβητικοί αγώνες πραγματοποιούνταν τότε στο μέσα λιμάνι και μπροστά από το λιμεναρχείο, και οι θεατές αναρριχώνταν πάνω στα ξάρτια των ψαροκάικων ή στην απέναντι ακτή του καρνάγιου. Εκεί είχαν επιτυχίες και οι πρώτες αθλήτριες της θάλασσας. Θυμάμαι πως στο αγώνισμα κολύμβησης ως τη βραχονησίδα Λαζαρέτα με επιστροφή, για κάποια χρόνια πρώτευε κάποιος Κόρακας.
Στην προκυμαία, κάτω από τη σημαία στο φρούριο του Φιρκά, υπήρχαν, και θα είναι ακόμη, δυο στρογγυλές λαξευτές πέτρες, γνωστές σαν τα μηλαράκια. Επειδή ο χώρος ήταν κοντά στα σπίτια μας, βουτούσαμε εκεί το… βρακί, μιας και τότε δεν υπήρχαν ειδικά μπανιερά. Απαγορευόταν στον χώρο αυτό, όπως και σήμερα, και έτσι κάποιος αναλάμβανε να παρατηρεί απέναντι μήπως ξεκινάνε άνδρες του λιμεναρχείου, για να μας πάρουν κυνήγι. Μια φορά όμως μας πέτυχαν… ύπουλα και η ποινή μας ήταν ένα «τράβηγμα» του αυτιού στον καθένα κολυμβηταρά.
Στην περιοχή όπου σήμερα είναι το κολυμβητήριο του ΝΟΧ δεν υπήρχε καμιά οικοδομή, πέρα από αυτήν της ΑΒΕΑ και ο εκεί μεγάλος χώρος, νότια, ήταν γνωστός σαν το Οβραϊκό νεκροταφείο. Το συγκρότημα του κολυμβητηρίου άρχισε να χτίζεται το έτος 1963 με πρωτοβουλία και σχεδιασμό του Χρήστου Χουλιόπουλου. Δυτικά, και δίπλα στον χώρο αυτόν, στα βράχια, κολυμπούσαμε κάποιες φορές… τσίτσιδοι και τα βράχια ήταν γνωστά σαν το βασίλειο των… ξεβράκωτων. Βάζαμε όμως και κάποιες φορές κάτι, και μια τέτοια φορά αποκότησε μια μεγαλωπή κυρία να καταπλεύσει εκεί για κολύμπι με το μεσοφόρι, μιας και το μαγιό ήταν δύσκολη υπόθεση. Από αρκετές γυναίκες γινόταν αυτό, που φυσικά στα πιο… χαμηλά κάτι πρόσθετο θα φορούσαν. Τότε δεν υπήρχαν φουσκωτά μπρατσάκια, σωσίβια και στρώματα και έδεναν στην άκρη σε ένα σχοινάκι ένα φλασκί και στην άλλη άλλο και με το σχοινάκι κάτω από το πιγούνι ή όπου αλλού βόλευε, επέπλεαν σχετικά. Έτσι νόμιζα ότι κολυμπούσε και η εν λόγω κυρία, αφού φαινόταν κάτι σαν σωσίβιο φλασκιών κοντά στα μάγουλα. Όταν όμως πλησίασα, γιατί έπρεπε από εκεί να βγω έξω, είδα με έκπληξη ότι δεν είχε φλασκιά αλλά ελεύθερα τα στήθη της, τα οποία με την άνωση του νερού χτύπαγαν στα μάγουλα της!!!
Σε μια θαλασσοταραχή μότορ- σιπ Άφοβος που είχε κάθε εβδομάδα άφιξη με εμπορεύματα και έπαιρνε άλλα, προσπαθώντας να εισέλθει στο λιμάνι κάποιο τεράστιο κύμα το «πέταξε» πάνω στα βράχια του φάρου με την πλώρη ανορθωμένη ψηλά. Δεν θυμάμαι αν αποκολλήθηκε ή τι άλλο έγινε.
Μεγάλος πλέον, και όχι κάτοικος του Τοπανά, δεν ξέχασα τα παλιά μου… λημέρια και νοίκιαζα μια μεγάλη, μάλλον, τετράκοπη ξύλινη βάρκα, όχι την επίκαιρη Λουλού, και κωπηλατούσα ως το Καλαμάκι με επιστροφή. Την πρώτη φορά γέμισαν φούσκες εσωτερικά τα δάχτυλα και η παλάμη μου. Η διαδρομή ήταν πάνω από δύο ώρες.
Επίσης, θυμάμαι επί Χούντας την κακοκαιρία του αιώνα, όπως ονομάστηκε, που έπληξε και τα μαγαζιά στο εξωτερικό λιμάνι και είχε μάλιστα κατέβει ο Πατακός για… επιθεώρηση. Τότε τα κύματα έφθασαν ως το στενό της Τριμάρτυρης και είχαν συσσωρευθεί φύκια και σκουπίδια μέχρι πλησίον της εκεί πλατείας.
Συμπαθάτε με, να ξεφύγω λίγο από την Παλιά Πόλη και να σας γνωρίσω και την περισσότερο από μισό αιώνα πριν, «κοσμική» πλαζ των Χανίων, τη Χονολουλού στου Μπόλαρη. Υπήρχαν κάποιες καμπίνες που η αλησμόνητη Γεωργία, τύπος μάγισσας απόστρατης από την οδό Μίνωος, εισέπραττε τα εισιτήρια χρήσης. Το κολύμπι κάποιες φορές έφτανε ψηλότερα μέχρι και το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μνημείο των αεροπόρων και τα σκαλάκια προς Κουμ Καπί. Η χαρά μας ήταν οι βουτιές από τον βράχο του Βούλγαρη, αν όμως έφτανες πιο δυτικά, αντί για όρθια φύκια του βυθού αντίκριζες όρθια έντερα, γιατί εκεί υπήρχε τότε το σφαγείο.
Όπως πάντα αναφέρω σε παρόμοια κείμενα: Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Φανταστικά όλα για τους σημερινούς αλλά αλησμόνητα για τους παλιούς.
Υ.Γ. Ευχαριστώ τον Χρήστο Χουλιόπουλο για τις φωτογραφίες του.