Από µικρός µου άρεσε να αποτυπώνω στο χαρτί και να βλέπω στο µελάνι τους καηµούς, τις χαρές, τους έρωτες και τις προσδοκίες µου.
Βέβαια όταν ήµουν εγώ µικρός, ήταν η εποχή που οι άνδρες φορούσαν καπέλα. Μπορεί να µην είχαν δεύτερο παντελόνι, αλλά καπέλα είχαν τουλάχιστον δύο. Μία τραγιάσκα κι µια ρεπούµπλικα. Τα σήκωναν να χαιρετίσουν, επίσης το ίδιο σε ένδειξη σεβασµού όταν διασταυρώνονταν µε κυρίες, και τα έβγαζαν σαν έµπαιναν στην εκκλησιά. Ακόµα και για να καταραστούν, ήµαρτον κύριε, τα έβγαζαν σαν ένδειξη ιεράς στιγµής!
Τι να πεις, άλλοι καιροί, άλλα χρόνια, άλλα χούγια. Μίλησες; Θα αρραβωνιαζόσουν. Φίλησες; Θα παντρευόσουν. Τα συναισθήµατα τα εξωτερίκευαν οι άνθρωποι πιο ντροπαλά, πιο συνεσταλµένα, πιο διακριτικά. Ο άνδρας έψαχνε για ταίρι του γυναίκα, και η γυναίκα για ταίρι της τον άνδρα. Όλα τα υπόλοιπα, είχε αναλάβει να τα κρύβει καλά η κυρά µυστικότητα, µιας και τα είχε κατατάξει η ίδια σε ντροπή.
Τώρα όλη αυτή η τυπικότητα πολυφορέθηκε και κούρασε. Έτσι η κοινότητα των ανθρώπων πήρε την απόφαση να απελευθερωθεί. Πιάνει λοιπόν αρχικά δυο τρεις αρετές που βρήκε πρόχειρα µπροστά της, και τις εκτέλεσε προς παραδειγµατισµό. Πάει λοιπόν η ∆ιάκριση, η Συστολή, και ο Σεβασµός.
Η ντροπή βλέποντας αυτά έφυγε, δραπέτευσε, αλλά όχι φοβισµένη, όχι όχι, έφυγε αηδιασµένη από αυτή τη νεοταξική κατάσταση που κανείς δε ξέρει πού θα βγάλει.
Τώρα χωρίς ντροπή οι πολιτικοί, οι δηµοσιογράφοι του γυαλιού, τα σκυλόψαρα, οι καρχαρίες, δρούν ανεξέλεγκτα χωρίς ντροπή. Αν πεις και κάτι, σου λένε το εξής: Για ποια ντροπή µιλάτε; Αφού δεν υπάρχει. Τι; Το λάθος βίντεο που στείλαµε για τα Τέµπη; Ε λάθος ήτανε, όχι ντροπή!
Ένας γηραιός κύριος που περνούσε και τα άκουσε, µη γνωρίζοντας ο καψερός πως η ντροπή έφυγε, αναφώνησε. ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ!