«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, στο Στοιβωτό τον ανήφορο· τ’ ακούσατε;» Ούτως ομίλησεν ο παπά- Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ oσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου του έτους 186.. Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δύο άγαμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπει μίαν καλησπέραν και να πιει μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο κι η θεία το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμεκρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρει την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχει εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετεί δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκλήσια. […]
Πριν κατακλιθεί, ο παπά- Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του, τον παπ’-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε συν Θεώ βοηθώ να υπάγει να λειτουργήσει τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον. Είχαν πάρει είδησιν αφ’ εσπέρας δύο τρεις ενορίτισσαι γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξελθών ανεκοίνωσεν το πράγμα εις την γυναίκαν του και αυτή το διηγήθη εις τας γειτόνισσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρει είδησιν εις τον κυρ Αλεξανδρήν, τον ψάλτην, μεθ’ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίσει δύο ή τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.[…]
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. “Εκεί, εκεί διαναστάει!” Υπήρχεν εν θαλάσσιον μαρμάρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος. “Πάντα κατευόδιο!” είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κυρ Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη και εστάθη εις τους πόδας του. Επήδησαν εις εις έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς των και ηλάφρυναν την βάρκαν. […]
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι και ενύσταζον τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν, όπως καπνίζωσι καθήμενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνονται και κλέπτωσιν από κανένα ύπνον, τυλιγμένοι με τες κάπες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος […]
Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το “Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός”, τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν, ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. “Ακολουθήσομεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ”, και ο κυρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλους ανήμμενας. “Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί”, κι εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος. “Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι”, και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον. […]
Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς οκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το αποθήσει προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδας όρνιθας και το μικρόν βυτίον με σκομβρία.
Και αποχαιρετήσαντες τους αιπόλους επεβιβάσθησαν οι μεν εις το γολετί, οι δε εις την βάρκαν, πότε ρυμουλκωμένην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες διά της βορειοανατολικής οδού την φοράν ταύτην, ως συντομοτέρας και ευπλοοτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην».
Χρόνια τώρα,… κατ’ έθιμο διαβάζω αποσπέρας των Χριστουγέννων το διήγημα “Στο Χριστό, στο Κάστρο” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Απ’ αυτό τα παραπάνω αποσπάσματα. Καλά Χριστούγεννα!