«Ναι, βέβαια, αν έχει καλή μέρα αύριο», είπε η κα Ράμζυ. «Αλλά θα πρέπει να σηκωθείς με τα κοκόρια» πρόστεσε.
Η μητρική υπόσχεση, συνοδευόμενη από την προϋπόθεση της καλοκαιρίας ως δικλείδα ασφαλείας, αλλά και την απαραίτητη απόδοση ευθύνης, αποτελεί την εναρκτήρια φράση, τόσο ευδιάκριτα γουλφική στα μάτια μου, ικανή να ανοίξει την πόρτα για την παραθαλάσσια κατοικία των Ράμζυ. Ο αφηγητής, που δεν είναι παντογνώστης ή τουλάχιστον, για τους δικούς του λόγους, επιλέγει αυτόν τον ρόλο, αναπαράγει ένα πλήθος φωνών, εσωτερικών στην πλειοψηφία τους, καθώς ελάχιστοι είναι οι διάλογοι, αποτελώντας τον αφανή ήρωα, καθώς εκείνον βαραίνει η ευθύνη της περιστροφής του φωτός και η επίτευξη της αβίαστης συνειδησιακής ροής.
Εχει τέτοια δυναμική η γραφή της Γουλφ, που ανασύρει απ’ τη λήθη, όχι μόνο την αίσθηση, μα και λεπτομέρειες απ’ τα υπόλοιπα έργα της, μέρος αξιομνημόνευτο της εμπειρίας· τελικά ίσως τίποτα να μην πηγαίνει χαμένο. Εμπειρία καθηλωτική, κείμενο που απαιτεί και συγκρατεί την απόλυτη προσοχή του αναγνώστη, αποκόπτοντάς τον από τις εξωτερικές συνθήκες που ποτέ δεν είναι ιδανικές, μην παύοντας όμως στιγμή να του υπενθυμίζει πως μια ανάγνωση δεν είναι αρκετή.
Είναι τεράστια η ευγνωμοσύνη για τον μεταφραστή, Αρη Μπερλή, που σεβάστηκε το κείμενο, επέμεινε στην κάθε λέξη και πρόσθεσε ένα μυθιστόρημα όπως αυτό στον κατάλογο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Και το επίμετρο, πλήρες και εύστοχο, δικό του επίσης. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Και αν δεν μπορείς ούτε να σκεφτείς ούτε να νιώσεις, σκέφτηκε, τότε πού βρίσκεσαι;
Αναλογίζομαι όλα εκείνα τα μυρμήγκια της γραφής, που σπυρί το σπυρί, παρά τις εξωτερικές δυσκολίες -σχόλια δηκτικά, ειρωνεία, χλευασμός, έλλειψη αποδοχής- επέμειναν με προσήλωση να ακούν την εσωτερική εκείνη φωνή, διαφυλάσσοντας τελικώς -έστω και εν αγνοία τους- τη συγγραφή από το μεγαλύτερο ίσως εχθρό της, τη στασιμότητα. Τέτοια δημιουργό θεωρώ τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Οδηγημένος σε εκείνη ξανά, χρόνια μετά την τελευταία φορά, έχοντας πισωπατήσει γεμάτος θαυμασμό τη γραμμή της εξέλιξης -πρώτα με την Κράους, ύστερα με τη Γουίντερσον- ένιωσα επίκαιρη μια σκέψη παλιότερη, σχεδόν παιδική, που περισσότερο αποτελεί μια μεταφυσική αποκατάσταση για όλους εκείνους τους δημιουργούς, παραγνωρισμένους τότε, μα τόσο σημαντικούς τελικώς, παρά κάτι άλλο. Φαντάζομαι, λοιπόν, τη Γουλφ να διαβάζει για παράδειγμα Γουίντερσον. Πώς θα ένιωθε άραγε;