«Πέτρα ετσουροβόλησε στσ’ Αγκαθωπής1 τη μπάντα.
Παιδιά, λαγός, την τσούρησε γή κυνηγός διαβαίνει;
Μουδέ λαγός την τσούρηξε μουδέ και κυνηγάρης,
μονό διαβαίνει ο Χάροντας με τσι αποθαμένους».
Ριζίτικο
Προβάλλετε φωνάξετε εις των Σφακιών τσι μπάντες
και στω Χανιώ, στο Ρέθεμνος, στο Κάστρο, στο Λασίθι:
Ο ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΕΘΑΝΕ, Ο ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΕΙ!
Και σέρνει τον ο Χάροντας στσ’ Αγκαθωπής τα πλάγια,
’κειά που σκότωσαν το βοσκό του Γιώργη του Τσουράκη,
μέσα εις τ’ αρνομάντρι του οι Αρχοντομουσούροι.
Κι η πέτρα που κατρακυλά είναι ο Παπά-Γιώργης,
που προσπαθεί, μα δε μπορεί του Χάρου να ξεφύγει.
Μ’ αναγνωρίσαν τον Παπά οι αετοί κι αγρίμια,
τ’ άγρια μα και ήμερα τση Σαμαριάς, Μαδάρας
γιατί ’ναι διαμαντόπετρα και λάμπει σαν τον ήλιο!
Κι’ αρχίνιξαν καθένα τους κι όλα μαζί αντάμα
να κλαίνε ένα σύθρηνο και κλάμα, ένα κλάμα.
Μ’ αυτό το μέγα σύθρηνο κι’ όμορφο μοιρολόι
το αρχίνιξαν κι’ οι άνθρωποι, το Σάββατο το βράδυ,
εις τα Σφακιά, Νομικιανά, στου πεθαμένου σπίτι,
και πήραν το οι άνεμοι, κύματα το σηκώσαν,
στην Κρήτη όλη απλώθηκε, πάγκοινο πένθος είναι.
«ὦ πόποι, ἦ μέγα πένθος Αχαιίδα γαῖαν ἱκάνει2»
(ω πωπώ, αλήθεια μεγάλη θλίψη την Ελληνική γη σκεπάζει!).
Έτσι κι εγώ την Κυριακή, στα δυτικά που μένω,
εδώ στην άκρη των ακριών, στην τέλειωση τση Κρήτης,
έμαθα κεραυνόπληκτος το νεκρικό χαμπάρι:
Ο παπά Γιώργης των Σφακιώ απόθανε και πάει!
-Θεοσεβέστατε και κοσμαγάπητε Σφακιανέ παπά-Γιώργη Χιωτάκη, ακοίμητε και ακάματε βιγλάτορα Θρησκείας και Πατρίδας, Πυλώνα περίτεχνε και σταθερή κολώνα των Ηθικών Αξιών, πολύτεκνε γέροντα και συμπαραστάτη των πολύτεκνων,
πενθεί για σένα η Κρήτη, κλαίνε τα Σφακιά, θλίβονται οι Μαδάρες!
Ο φτωχούλης του Θεού, ο γνήσιος Λευίτης δεν είναι πια μαζί μας. Ο όντως φιλόχρηστος, φιλάνθρωπος και φιλάδελφος Ιερέας βρίσκετ’ αλλού, πολύ μακριά, στον άλλο κόσμο πάει.
Η μαύρη γης τον χαίρεται κι’ αραχνιασμένος Νάδης.
«Μοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά.
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν στη σκοτεινιά.
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε3».
Αξιομακάριστε και αείμνηστε φίλε μου, Παπά-Γιώργη,
ήσουν αψύς κι ογλήγορος, ντούρος και περπατάρης.
Μελαχρινό κι Αντάρτικο το τίμιο πρόσωπό σου.
Η γλώσσα σου ετοιμόλογη, γεμάτη παρρησία,
ρομφαία ήταν τρομερή, γεγυμνωμένη πάντα
κατά παντός υποκριτή, ψεύτη και θεομπαίχτη.
Ο βιος σου Αποστολικός: δίδασκες, κατηχούσες,
βιβλία, κι άλλα έντυπα χάριζες, που κρατούσες.
Έτσι και εμένα δώρισες του Μπατζελιού το ποίημα,
Τραγούδι το θρηνητικό για το ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ.
Δεν ήταν χρυσοποίκιλτα τα παπαδίστικά σου,
πολύχρωμα, πανάκριβα τ’ άγια άμφια σου,
ήταν απλά και φτωχικά, μα αξιοτιμημένα.
Δεν ελουτρούγας σε Ναούς των πόλεων μεγάλους,
μα ξέτρεχες ολοχρονίς σε ταπεινά εκκλησάκια,
στον Ομαλό, στη Σαμαριά και σ’ όλες τις Μαδάρες
και λουτρουγούσες Αγιους κι Ηρωες ξεχασμένους.
«’Ιδού ἐξήλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι4»
(Ιδού αυτός που σπέρνει, βγήκε έξω στο χωράφι, για να σπείρει).
Αλλά κι εμένα κάλεσες κάποτε στη Μαδάρα,
στης Παναγιάς γενέθλιο στου “Κάτω Δρυ τον Πόρο”,
που το Ξωκκλήσι χτίσθηκε απάνω σε μια στέρνα.
Και ήρθα από τον Ομαλό ώρες πεζοπορώντας.
Σ’ αυτές τις άγιες τελετές λείπαν Μεγαλουσιάνοι,
ήταν ποιμένες άγραυλοι, ξωμάχοι παιδεμένοι.
Δεν είχαν και δεν έχουνε τα Εξωκκλήσια εκείνα
πολυέλαιους επίχρυσους κι αλεξινιές λαμπάδες5,
έχουνε φτωχικά κεριά και ήλιου τις αχτίδες,
να φέγγουν μισοσκόταδο, εσπερινού την ώρα
και τ’ αποδιαφωτίσματα -ψηλά εις τη Μαδάρα,
για ν’ αχνοφαίνονται οι μορφές Αγίων και ανθρώπων
«Γλυκό που είναι το σκοτάδι
στις εικόνες των προγόνων
άμωμα6 χέρια μεταληπτικά7
ρούχα που τά ’δραξεν η γαλήνη
και δε γνωρίζουν άνεμο […]
Ο παπά-Γιώργης8 τυλιγμένος
στ’ άσπρο του φελόνι9
καλός πατέρας και καλός παππούς
με το σιρόκο10 στη γενειάδα,
χρόνια, αιώνες και χρόνια
και νιάτα πὄχει η ομορφιά11».
Αιώνια ζει και πάντα νέα μένει η ψυχική ομορφιά.
Έτσι και η δική σου ψυχοπνευματική ομορφιά, φίλε μου, ως «ἀμήχανον κάλλος» (ανείπωτη ψυχική ομορφιά), θα μένει ζωντανή, γοητευτική κι αιώνια!
Και βέβαια το θνητό σου κορμί επίστρεψε στη γη, απ’ όπου προήλθε αλλά ΕΣΥ, ως ψυχή αθάνατη και πνεύμα αιώνιο, ζεις ολοζώντανος ανάμεσα στους νεκρούς, αιώνιος μέσα εις τους παροδικούς, ζεις και θα ζεις στις καρδιές εκείνων που σε πίστεψαν και σ’ αγάπησαν…. («Ὅπου δύο, τρεῖς ἐν τῷ ὀνόματι μου καί ἐγώ μετ’ αὐτῶν εἰμί»).
Αοίδιμε φίλε μου Σφακιανέ Παπά Γιώργη,
θα μπορούσα να γράφω ώρες και ώρες και μέρες για τα έργα, και ημέρες σου, για τους υπέρ του Κυρού πλέον Μητροπολίτη ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΓΑΛΑΝΑΚΗ πύρινους λόγους σου από το παλαιό μπαλκόνι της Ι.Μ.Κ.Σ., στο Καστέλι, όταν πριν από πολλά χρόνια (1981) αγωνιζόταν πάνδημος ο λαός για την επάνοδο του ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ από Γερμανία στην Ι.Μ.Κ.Σ., να μιλώ για την αμοιβαία φιλία και κοινή ιδεολογική μας συνάφεια κ.α.π., όμως ο χώρος της φιλόξενης εφημερίδας “Χανιώτικα Νέα” είναι περιορισμένος. Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω πως ένα μήνα περίπου πριν πεθάνεις, με πήρες τηλ. για να με ευχαριστήσεις, για το βιβλίο μου που σου δώρισα, αλλά και για να με προσκαλέσεις να έρθω στα Νομικιανά να σε ιδώ. Και το είχα σκοπό, μα δεν πρόλαβα, με πρόλαβε ο Χάρος!
Κι έτσι ταπεινός προσκυνητής και θλιμμένος φίλος θα έρθω στο 40ήμερο μνημόσυνό σου. Αιωνία η μνήμη σου αξιομακάριστε και αείμνηστε, Σφακιανέ παπά-Γιώργη Χιωτάκη, και ας είναι ελαφρύ το ηρωικό Σφακιανό χώμα που σε σκεπάζει.
Στην τεθλιμμένη οικογένειά σου εύχομαι υγεία και μακροζωΐα, για να θυμούνται πάντα.
*Φιλόλογος
Σφηνάρι Κισάμου 25/03/2016
Υ.Γ.
Αν είν’ η μέρα όμορφη, την κάνει το σκοτίδι,
κι αν έχει αξία η ζωή, ο θάνατος τη δίδει
1 Αγκαθωπή: πλαγιά με πολύ μεγάλο υψόμετρο, στη Σεληνιώτικη Μαδάρα.
2 «ὦ πόποι…ἱκάνει»: ο στίχος Α΄, 254 της Ομηρικής Ιλιάδας.
3 «Μοιάζει μπαξές…. που σταμάτησε»: τρεις στίχοι από το «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδ. Ελύτη.
4 «Ἰδού εξήλθεν ο….»: Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον. Κεφ. ΙΓ΄, 4.
5 Αλεξινιές λαμπάδες: Από την Αλεξάνδρεια, εξαιρετικής ποιότητας.
6 Άμωμα: αγνά.
7 Μεταληπτικός: άξιος για μετάληψη.
8 Παπά-Γιώργης: στο ποίημα το όνομα είναι παπά-Γιάννης.
9 Φελόνι: Ιερατικό άμφιο.
10 Σιρόκος: ο νοτιοανατολικός άνεμος. Με το σιρόκο στη γενειάδα: η γενειάδα που κυματίζει κατά που φυσά ο σιρόκος.
11 Οι στίχοι είναι από ποίημα του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ “Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ”, είναι υπερρεαλιστικό και δεν ερμηνεύεται όπως τα παραδοσιακά ποιήματα.