ΕΡΩΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ
Ο Αλέξανδρος ήταν ένα φτωχό παιδί, γόνος μιας καλής, πάμφτωχης όμως οικογένειας, που κατοικούσε σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ρούμελης κοντά στο Καρπενήσι.
Από την πρώτη κιόλας μέρα που δρασκέλισε το κατώφλι του Δημοτικού Σχολείου, ξυπόλυτος όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, το όνειρο που ρίζωσε βαθιά στα φύλλα της τρυφερής καρδούλας του ήταν να συνεχίσει τις σπουδές του και να γίνει γιατρός. Ποια ειδικότητα γιατρού θα ήταν εκείνη που θ’ ακολουθούσε τα χνάρια της, δεν είχε αποφασίσει ακόμα αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας.
«Φτάνει να μπορέσω να γίνω γιατρός…» έλεγε και του έφτανε αυτό.
Με χίλιες δυο στερήσεις, πότε νηστικός και πότε ανυπόδητος, ειδικότερα τα πρώτα χρόνια της ζωής του πάλευε με την φτώχια του, διαβάζοντας όμως με μεγάλο ζήλο, πλάθοντας όνειρα για μια καλύτερη ζωή από τη ζωή των γονιών του. Ήταν όμως και καλός μαθητής και τα έπαιρνε τα γράμματα όπως και ο δάσκαλος του χωριού αυτό έλεγε, κάτι που έδινε δύναμη στ’ αδύναμα φτερά του να τολμήσει το πρώτο του πέταγμα μέσα από την φτωχική του φωλιά.
Το πρώτο του πέταγμα το πραγματοποίησε δίνοντας εξετάσεις για το Γυμνάσιο μετά την αποφοίτησή του από την έκτη Δημοτικού. Η προσπάθεια του αυτή στεφανώθηκε με επιτυχία, πέρασε στο γυμνάσιο και μάλιστα με άριστα. Τώρα, φτωχικά περνούσε στο γυμνάσιο στην πρωτεύουσα και σε ένα μικρό κατώι στρέχιασε και πουλώντας πότε εφημερίδες και πότε διάφορα βιβλία εξοικονομούσε λίγα χρήματα και βελτίωνε κάπως την μαθητική του ζωή. Όταν δε αντάμωνε τον δάσκαλό του που εκείνος του έδωσε τα πρώτα φώτα, του έλεγε:
«Δάσκαλε, δεν αρκεί μόνο να είναι το χωράφι καλό για να αποδώσει καρπούς, πρέπει να το καλλιεργήσει ο ιδιοκτήτης του πολύ καλά. Και το περιβόλι της δικής μου ψυχής, εσύ ήσουνα ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι έχει πλούσιο χώμα και το καλλιέργησες σωστά και γι αυτό δάσκαλε καμαρώνω κι εγώ ο ιδιοκτήτης του τώρα και κοντά σε μένα καμαρώνουν και οι τυραννισμένοι γονείς μου. Σ’ ευχαριστώ δάσκαλε…» του έλεγε και τα μάτια του δάκρυζαν από χαρά, ενώ ο δάσκαλος κι εκείνος καμάρωνε και χαιρότανε για την πρόοδο του μαθητή του.
Τέλος τελείωσε το Γυμνάσιο ο Αλέξανδρος, έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε στην ιατρική, πραγματοποιώντας με την επιτυχία του αυτή το πολυπόθητο όνειρό του. Έξι ολόκληρα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, έζησε και χαρούμενες στιγμές και πίκρες, αλλά η φτώχια και η ανέχεια δεν τον λύγισαν. Γύρισε νικητής κάποιο όμορφο πρωινό στο σπίτι του, κρατώντας στα χέρια του το πτυχίο του γιατρού.
Στις διακοπές του, όσο σπούδαζε, τις περνούσε στο χωριό του γιατί δεν υπήρχαν χρήματα να πάει κι εκείνος λίγες μέρες σε κάποιο νησί της χώρας μας, όπως αυτό έκαναν πολλοί συμφοιτητές του στο Πανεπιστήμιο, να έχει κι εκείνος κάτι να λέει βρε αδελφέ στους συμφοιτητές του, όπως οι περισσότεροι όλο και κάτι έλεγαν όταν επέστρεφαν στο Πανεπιστήμιο, αλλά ποτέ του δεν διαμαρτυρήθηκε για την φτωχική του καταγωγή.
Να όμως που τώρα, έπειτα από δεκαοκτώ πάνω – κάτω χρόνια στα θρανία, σκυμμένος πάνω από τα βιβλία, διαβάζοντας αδιάκοπα, θέλησε κι εκείνος να πάει κάπου να ξεκουραστεί λίγες μέρες. Οι γονείς του βέβαια που… ναι, ήταν φτωχοί άνθρωποι, ήταν όμως και πολύ λογικοί, ένιωσαν ότι το παιδί του πράγματι τις είχε ανάγκη λίγες μέρες ξεκούρασης και του είπαν να πάει όπου εκείνος ήθελε δίνοντάς του πριν ακόμα ξεκινήσει την γονική τους ευχή:
«Έχουμε κάποιες οικονομίες…» του είπαν «… χαλάλι σου παιδί μου. Θα σου τις δώσουμε να πραγματοποιήσεις και αυτό το όνειρό σου».
Και ο Αλέξανδρος αυτό έκανε. Είχε ακούσει από συμφοιτητές του ότι σε κάποιο νησί της πατρίδας μας υπάρχει ένα υπαίθριο ελεύθερο κάμπινγκ, που δεν χρειαζότανε τίποτε απολύτως και για να το επισκεφθεί κάποιος αλλά και για να στήσει την σκηνή του και να μείνει εκεί όσο εκείνος ήθελε. Ήταν δε πολύ κοντά στην θάλασσα.
«Θα κάνω και μπάνια» έλεγε, κάτι βέβαια πρωτόγνωρο για κείνον, και μια και δυο έπειτα από δυο μέρες έφτασε στο μέρος εκείνο που εκ πρώτης όψεως του φάνηκε πολύ φιλόξενο, κι εφόσον ξεφόρτωσε από τις πλάτες του τα ‘’σέα’’ του, έστησε κάτω από έναν θάμνο την σκηνή του και κάθισε να ξεκουραστεί κατενθουσιασμένος. Δεν πρόλαβε όμως να ξεκουραστεί και μια γλυκιά γυναικεία φωνή του είπε, που ακουγότανε σαν μουσική τα λόγια της:
«Καλώς όρισες φίλε…» και δίχως να απαντήσει εκείνος συνέχισε η φωνή να του λέει, τόσο πολύ γλυκά λες και ήταν κάποια νεράιδα των παραμυθιών:
«Θέλεις να έρθω να κάνουμε παρέα; Ε; Θέλεις να έρθω εγώ… ή αν θέλεις, έλα εσύ στο δικό μου καλύβι».
Ο Αλέξανδρος, μάλλον από ένστικτο, αμέσως της απαντάει:
«Έλα κοπέλα μου… έλα…» και προσπαθούσε να δει από ποια γωνιά θα εμφανιστεί η νεράιδα που ανθρώπινα όμως του μίλησε.
Την επόμενη κιόλας στιγμή εμφανίστηκε μπροστά του μια πεντάμορφη κοπέλα, στην ηλικία του πάνω – κάτω, που πράγματι έμοιαζε με τις νεράιδες των παραμυθιών. Ξανθιά με μακριά μαλλιά, πρασινομάτα, ψηλή και λυγερόκορμη, όταν τον πλησίασε τον καλησπέρισε και αποδίδοντας την καλησπέρα του αυθόρμητα κι εκείνος, της είπε κοιτάζοντας την έκθαμβος:
«Η φωνή σας το μαρτύρησε. Δεν πρέπει να είστε θνητή γυναίκα εσείς. Εσείς είστε μια νεράιδα των παραμυθιών, που η καλή μου μοίρα σας έστειλε κοντά μου να σας γνωρίσω»!
«Ω, σας ευχαριστώ κύριε…» απάντησε ευγενικότατα εκείνη, χαμογελώντας του, «… όμως υπερβάλετε. Θνητή είμαι και μάλιστα ετοιμοθάνατη. Αντίθετα, εσείς είστε ένας άγγελος που η δική μου μοίρα σας έστειλε να δώσετε με την παρουσία σας λίγες στιγμές χαρούμενες στην πικραμένη μου ζωή».
Στη συνέχεια εφόσον αλληλοσυστήθηκαν, η Άννα – έτσι την έλεγαν – του αποκάλυψε, με τόσο φυσικό τρόπο λες και τον γνώριζε από χρόνια, ότι η θέληση να ζήσει την ζωή της ώστε να βρει και πάλι τον δρόμο της απεξάρτησης από το δηλητήριο των ναρκωτικών ουσιών την ανάγκασε να καταφύγει σε κείνο το μέρος, όπως και πολλοί άλλοι αυτό κάνουν για να γλυτώσουν από την θανατηφόρα εξάρτηση των ναρκωτικών ουσιών και κοιτώντας τον στα μάτια, με τα μάτια της γιομάτα δάκρια αυτή τη φορά, τον ρωτάει με ανείπωτη αγωνία ζωγραφισμένη στο αγγελικά πλασμένο πρόσωπο της:
«Μη μου πείτε πως κι εσείς γι αυτόν τον λόγο ήρθατε εδώ;» και συμπλήρωσε, «Όχι… όχι… δεν θέλω να το ακούσω αυτό».
Ο Αλέξανδρος, βλέποντας την τόση αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, αμέσως, σχεδόν βιαστικά, της είπε:
«Όχι… όχι… δεν ήρθα γι αυτόν τον λόγο. Ήρθα για λίγες μέρες να ξεκουραστώ. Τούτες οι διακοπές ήταν ένα πολύχρονο όνειρό μου, που φέτος μου δόθηκε η ευκαιρία να το πραγματοποιήσω».
Τώρα, τα δύο παιδιά, εκείνο το χρυσοστολισμένο λιόγερμα, είπαν πάρα πολλά. Είπαν για την ζωή τους, για τις σπουδές τους, για την οικογενειακή τους κατάσταση, ώσπου δεν το κατάλαβαν πως η μάγισσα νύχτα είχε σκεπάσει με το μαύρο της μαγνάδι όλη την περιοχή, ενώ το δώμα τ’ ουρανού είχε γιομίσει κιόλας με μυριάδες μικρά και μεγάλα αστέρια που τρεμόσβηναν αλλά δεν έσβηναν ποτέ και τότε ο Αλέξανδρος της προτείνει με απίστευτη τρυφερότητα:
«Άννα, θέλεις να πάνε μια βόλτα στην παραλία, που ερχόμενος εδώ είδα;»
«Ω, όχι» του είπε εκείνη, «… προτιμώ να μείνουμε εδώ να κουβεντιάσουμε. Αν κατέβουμε στην παραλία που λες θα πονέσει η ψυχή σου γιατί εκεί αυτή την ώρα μαζεύονται πολλά εξαρτημένα άτομα και γίνονται πάρα πολλά έκτροπα. Όχι… όχι… ας μείνουμε εδώ. Εδώ, κοντά σου, νιώθω πολύ καλύτερα».
Ο Αλέξανδρος, για να μην της χαλάσει το χατίρι, την διαβεβαίωσε ότι κι εκείνος κοντά της νιώθει υπέροχα κι ότι αύριο ή τις υπόλοιπες μέρες θα του δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσει τις απίστευτες ομορφιές που στολίζουν εκείνη την γύρω περιοχή. Τέλος, έπειτα από αρκετές ώρες συζήτησης, η Άννα του αποκάλυψε ότι ήταν γεωπόνος στο επάγγελμα, κόρη μιας πλούσιας οικογένειας, αλλά δυστυχώς, δίχως να το καταλάβει, οι ‘’βρικόλακες’’, οι διακινητές των ναρκωτικών την έριξαν στο πύρινο μονοπάτι της κόλασης.
«Έμαθα…» του είπε, «… στο Πανεπιστήμιο, να φροντίζω τα λουλούδια της Γης, τα σπαρτά και τα δέντρα της, όμως άφησα απροστάτευτη τη γλάστρα της ψυχής μου και την πότισαν οι βέβηλοι δηλητήριο και μάραναν τον ανθό της ζωής μου. Ευτυχώς για μένα, ο πατέρας μου αναλήφθηκε πολύ γρήγορα τον κακό δρόμο που μου είχαν χαράξει να βαδίζω οι αιμοχαρείς κόλακες, έμποροι του θανάτου, και σιγά – σιγά με ξεγάντζωσε από τα αιματοβαμμένα νύχια τους». Δεν είχε γίνει όμως τελείως καλά του είπε και γι αυτό πήγε σε κείνο το απόμακρο μέρος, ψάχνοντας να βρει καταφύγιο στην αστρέχα ενός ανθρώπου. «Κι αυτός ο άνθρωπος που ζητούσα να βρω…» του είπε κλαίοντας με αναφιλητά, «…είσαι εσύ Αλέξανδρε…» και συνέχισε:
«Δεν θέλω να με λυπηθείς. Να με βοηθήσεις θέλω» και ο Αλέξανδρος, συγκινημένος αυτή τη φορά, παίρνει στα χέρια του ένα ακορντεόν που του το είχε κάνει δώρο ο παππούς του όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο, που ήταν και το μεγάλο του πάθος να το αποκτήσει κι άρχισε να παίζει ένα μικρό τετράστιχο τραγούδι που εκείνη τη στιγμή το είχε συνθέσει:
«Ω, να μπορούσε να ένωνα το νήμα της ζωής σου
να γίνει όπως ήτανε στην πρώτη σου πνοή σου
κι ένα δρομάκι ανθόσπαρτο να φτιάξω να βαδίσεις
στις κόλασης που ‘χει φωτιά να μην ξαναπατήσεις»
Κι ενώ τα δάκτυλα του Αλέξανδρου χάιδευαν με απίστευτη επιδεξιότητα τα πλήκτρα του μουσικού οργάνου, το ολόγιομο φεγγάρι έχυνε περίσσιο τ’ ασήμι του στην απέραντη θάλασσα, ενώ η ροδόπεπλη αυγούλα, η κόρη της μάγισσας νύχτας όπως την ονομάζουν οι ποιητές, τους βρήκε αγκαλιασμένους μέσα στην μικρή σκηνή του Αλέξανδρου. Ένας καινούργιος έρωτας, κείνη την αστροκέντητη νύχτα είχε γεννηθεί.
Τέλος, την επόμενη χρονιά, εκείνη η φιλόξενη γωνία τους φιλοξένησε και πάλι, δεμένος με τα δεσμά του γάμου, υγιέστατους κι ερωτευμένους αφάνταστα!