(2ο Μέρος)
Α’ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ – ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η ανώτατη εξουσία είναι ο Αυτοκράτορας, ο «ελέω Θεού» απόλυτος μονάρχης, που με τους Υπουργούς του – τους Λογοθέτες – ασκεί μια εξουσία πολύ συγκεντρωτική.
Η έννοια όμως «απόλυτος» στην περίπτωση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων δεν είναι απόλυτη.
Η αυτοκρατορική εξουσία έχει πολλούς περιοριστικούς παράγοντες. Η Εκκλησία και ο στρατός είναι οργανωμένες πανίσχυρες δυνάμεις που ο αυτοκράτορας δεν είναι φρόνιμο να τις αγνοεί.
Ο λαός είναι οργανωμένος στους Δήμους του Ιπποδρόμου, και τα ενδιαφέροντά τους δεν περιορίζονται μόνο στους αγώνες, αλλά έχουν πολιτικές προεκτάσεις, που οι συνετοί αυτοκράτορες δεν τολμούν να υποτιμούν.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η «στάση του Νίκα» στο 532 που συντάραξε τα θεμέλια του Θρόνου του πανίσχυρου Ιουστινιανού.
Επίσης υπήρχαν οι συντεχνίες, ένα είδος συνδικαλιστικών οργανώσεων, που κρατούσαν οργανωμένες τις επαγγελματικές τάξεις, και έτσι αποτελούσαν συγκροτημένη πολιτική δύναμη αξιοσέβαστη. Μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι η μοναρχία στο Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ κληρονομική και ότι για την εκλογή νέου αυτοκράτορα αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η δύναμη του στρατού και η θέληση του λαού.
Έτσι γίνονται επιλογές με αξιοκρατικά κριτήρια, πράγμα οξύμωρο για την «Ελέω Θεού» βασιλεία.
Τέλος η άσκηση της Δημόσιας Διοίκησης, με τη μεταρρύθμιση του Ηράκλειου του 622, και τη δημιουργία των «Θεμάτων» αποκεντρώνεται και από άκρως συγκεντρωτική γίνεται ευέλικτη και προοδευτική.
Τα «Θέματα» είναι οι σημερινές Νομαρχίες και οι Περιφερειακές Διοικήσεις που ασκούν στην περιφέρεια όλες τις εξουσίες, στρατιωτικές, διοικητικές και οικονομικές.
Το Βυζάντιο έδειξε έκτακτη συνδυαστική ικανότητα και ευχέρεια προσαρμογής της Διοίκησης προς τις ανάγκες της απέραντης επικράτειάς του.
Και όλα αυτά κάτω από ένα πλέγμα νόμων σοφών, που καθόριζαν σαφώς τα όρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών και δεν άφηναν περιθώρια αυθαιρεσίας ούτε σ’ αυτόν τον αυτοκράτορα.
Για τη σπουδαιότητα του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού Δικαίου αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε πως και σήμερα αποτελούν τη βάση της Νομοθεσίας όλων των κρατών και πως διδάσκονται στις Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων όλου του κόσμου.
Β’ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η γεωγραφική θέση της πρωτεύουσας και η ανάγκη επικοινωνίας με τις μακρινές επαρχίες άνοιξαν από νωρίς τους χερσαίους και τους θαλασσινούς δρόμους, από όπου διεξάγονταν ένα τεράστιο διαμετακομιστικό εμπόριο. Οι εμπορικοί στόλοι του Βυζαντίου ελέγχουν τη Μεσόγειο μέχρι τις Ηράκλειες στήλες. Η Κωνσταντινούπολη για αιώνες είναι το κέντρο του διεθνούς εμπορίου και άφθονα ρέουν ο χρυσός και τα αγαθά στις ανθούσες Βυζαντινές Πολιτείες.
Στην εποχή των Κομνηνών παραχωρήθηκε στους έμπειρους περί την ναυτιλία και το εμπόριο Ενετούς, το δικαίωμα ίδρυσης προνομιακών κοινοτήτων σε πολλές μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας και έτσι δημιουργήθηκε ένας αξιόλογος αστικός πληθυσμός, με αντίστοιχη ανάπτυξη της οικονομίας. Επίσης με εποικισμό από άπορους χριστιανούς πρόσφυγες, στρατιώτες, απελεύθερους δούλους ή ακόμα και αλλόθρησκους (Μανιχαίους, Ιακωβίτες, Παυλικιανούς) ή αλλόφυλους (Αβάρους, Βουλγάρους και Τούρκους) αξιοποιήθηκαν εγκαταλελειμμένες και απομακρυσμένες περιοχές με διπλό όφελος.
Την οικονομική ανάπτυξη αφ’ ενός και την αύξηση του πληθυσμού με την αφομοίωση ξένων και ετερόκλητων στοιχείων.
Το δεύτερο αυτό όφελος υπήρξε σημαντικό γιατί πολλές φορές οι συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές, οι πειρατείες, οι επιδημίες, οι λιμοί και ο μοναχισμός είχαν δημιουργήσει ανησυχητικό δημογραφικό πρόβλημα στην αυτοκρατορία.
Έτσι αναπτύσσεται μια σφύζουσα αστική οικονομία που εξασφαλίζει την ισχύ, το μεγαλείο και την προς τα έξω επιβολή του Βυζαντινού Κράτους. Παράλληλα η γη, η τροφός των πλατιών λαϊκών μαζών, που προστατεύεται με την πιο πρωτοποριακή κοινωνική νομοθεσία, αποβαίνει παράγοντας κοινωνικής σταθερότητας και ισορροπίας.
Γ’ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η δημιουργία ισχυρής κρατικής μηχανής ευνόησε τη δημιουργία μιας αριστοκρατικής τάξης που αποτελούνταν από τους αυλικούς, τους συγκλητικούς και τους ανώτερους αξιωματούχους της Εκκλησίας, του Στρατού και της Δημόσιας Διοίκησης.
Η αριστοκρατία όμως του Βυζαντίου είναι περισσότερο δημοκρατική από τη Δύση, γιατί είναι αξιοκρατική, χωρίς ιεραρχική οργάνωση και αντλεί τη δύναμή της όχι από την ευγένεια της καταγωγής αλλά από την επιτυχία στην άσκηση της εξουσίας.
Η παρέμβαση του κράτους για την προστασία των πλατιών λαϊκών μαζών εξασφαλίζει οικονομική σταθερότητα, έξοχη πολεμική ετοιμότητα και κοινωνική ισορροπία, με την άσκηση μιας κοινωνικής πολιτικής που και σήμερα, στην εποχή της Δημοκρατίας και των σοσιαλιστικών διακηρύξεων, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πρωτοποριακή.
Τα κρατικά μονοπώλια, η μονοπώληση από το Κράτος της πιστοδότησης και η συγκέντρωση κρατικών εφοδίων, για επέμβαση στην αγορά προς έλεγχο των τιμών, κάνουν σχεδόν αδύνατη την εκμετάλλευση της μιας τάξης από την άλλη.
Έτσι στο Βυζάντιο μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τάξεις. Την αριστοκρατική, την αστική, που ποτέ δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε καπιταλιστική, λόγω του έντονου κρατικού παρεμβατισμού, και την τάξη των εργαζομένων.
Στην πρώτη Βυζαντινή περίοδο υπήρχε και η τάξη των δούλων, παλιό Ρωμαϊκό κατάλοιπο, μέχρι που καταργήθηκε από τους Αλέξιο Α’ και Μανουήλ Κομνηνούς, που επιθυμούσαν «Ελευθέρων άρχειν Ρωμαίων, ου μενούν ανδραπόδων».
Η κοινωνική όμως πολιτική του Βυζαντίου προχωρεί και σε πολύ θετικότερες ενέργειες με την οργάνωση μιας άρτιας κοινωνικής πρόνοιας. Ιδρύει σε όλες τις μεγάλες πόλεις ξενώνες, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σε δύσκολες ώρες κάνει διανομές στο λαό τροφίμων και άλλων αγαθών, τις περίφημες διανομές των «πολιτικών άρτων».
Δ’ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εκεί όμως που το Βυζάντιο διεκδικεί δικαιολογημένα την πρωτοπορία ανάμεσα σε όλα τα κράτη όλων των εποχών είναι η κοινωνική αγροτική πολιτική.
Για να προστατευθεί ο μικρός γεωργικός κλήρος και να αποφευχθεί η δημιουργία τσιφλικάδων και αγροτικού προλεταριάτου, ψηφίστηκαν νόμοι τολμηρά ριζοσπαστικοί, που δεν νομίζω ότι θα τους τολμούσαν τα σημερινά δημοκρατικά Κοινοβούλια.
Στα 922 μ.Χ. η «ΝΕΑΡΑ» του Ρωμανού του Λεκαπηνού, για να βάλει φραγμό στη συγκέντρωση της γης στα χέρια των ισχυρών, ορίζει το θεσμό της υποχρεωτικής προτίμησης ως αγοραστών κατά την εξής σειρά: α) των συνιδιοκτητών, β) των συγγενών και γ) των γειτνιαζόντων ιδιοκτητών.
Στα 928 τρομερός λιμός απειλεί να δημιουργήσει οικονομικές ανατροπές στην ύπαιθρο και ευκαιρίες στους ισχυρούς να αποκτήσουν σε χαμηλές τιμές μεγάλες περιουσίες.
Γι’ αυτό στα 934, δεύτερη «ΝΕΑΡΑ» απαγορεύει στους επιφανείς να αποκτούν αμέσως ή εμμέσως, δι’ αγοράς ή δωρεάς αγροτικά κτήματα και κηρύσσει άκυρη κάθε πράξη τέτοιας αγοραπωλησίας. Νεώτεροι νόμοι του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και του Νικηφόρου Φωκά, συμπληρώνουν και βελτιώνουν ακόμα περισσότερο τους παραπάνω νόμους.
Στα 996 ο Βασίλειος ο Β’ ο Βουλγαροκτόνος ακυρώνει όλα τα συμβόλαια που έγιναν μεταξύ «επιφανών και πενήτων» από το 922, που ψηφίστηκε η πρώτη «ΝΕΑΡΑ» και εφεξής και διατάσσει την επιστροφή των κτημάτων στους αρχικούς ιδιοκτήτες των άνευ αποζημιώσεων. Με τον ίδιο νόμο εμοίρασε στους ακτήμονες καλλιεργητές, «τους πένητας χωρίτας» τα μοναστηριακά κτήματα, αφήνοντας στην Εκκλησία μόνο την πνευματική δικαιοδοσία.
Στα 1002 ο Βουλγαροκτόνος καθιερώνει το θεσμό της αλληλέγγυας φορολογικής υποχρέωσης πλουσίων και φτωχών.
Αυτά συμβαίνουν στο «αναχρονιστικό» Βυζάντιο, ενώ στη σημερινή προοδευτική κοινωνία μας, η φοροδιαφυγή είναι έθος και η φοροαπαλλαγή των ισχυρών προβλέπεται από νόμους που οι ίδιοι ψηφίζουν.
Στα τελευταία Βυζαντινά χρόνια της παρακμής οι προστατευτικοί αυτοί νόμοι καταργήθηκαν, με αποτέλεσμα τη φεουδαρχοποίηση της αυτοκρατορίας, την παρακμή και την πτώση της.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(*) Δρ. Μηχανικός τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ
Όλα τα δημοσιευμένα κείμενα της στήλης μπορείτε να τα βρείτε στο
http://www.haniotika-nea.gr/author/koufakis/