Κύριε διευθυντά,
τον παρελθόντα Φεβρουάριο ο Βρετανός Μάικλ Μπέιτς, υπουργός Διεθνούς Ανάπτυξης, καθυστέρησε να πάει σε συνεδρίαση της Βουλής των Λόρδων, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να απαντήσει στις ερωτήσεις των συναδέλφων του και στη συνέχεια να υποβάλει από ευθιξία την παραίτησή του στην πρωθυπουργό Τερέζα Μέι.
Συγκρίνετε τώρα την ελληνική πραγματικότητα: ο ίδιος ο πρόεδρος της Βουλής, προερχόμενος από το κυβερνών κόμμα της Αριστεράς, αρνείται εδώ και δύο χρόνια να φέρει προς συζήτηση και ψήφιση από την ολομέλεια πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία αφορά ένα μείζον ζήτημα δημοκρατικών δικαιωμάτων, την παροχή ψήφου στους Ελληνες του εξωτερικού. Προσθέστε την επιδεικτική άρνηση υπουργού να απαντήσει σε ερώτηση βουλευτή για διάστημα μεγαλύτερο από έναν χρόνο και πλήθος άλλες εκδηλώσεις αντικοινοβουλευτικής συμπεριφοράς.
Ενα από τα χτυπητά συμπτώματα της άκρας πολιτικής έκπτωσης που διακρίνει τον τρόπο που πολιτεύεται η παρούσα κυβέρνηση είναι η προκλητική αδιαφορία για θέματα που αφορούν τον πολιτικό πολιτισμό και τον σεβασμό στους θεσμούς, και σε ατομικό επίπεδο την ευθιξία, την αξιοπρέπεια και το ήθος υπουργών και βουλευτών.
Φαινόμενα κυβερνητικής και κοινοβουλευτικής αυθαιρεσίας υπήρξαν και στο παρελθόν, και μάλιστα πολλά. Ομως υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά. Το γεγονός ότι σήμερα κανείς πολίτης αυτής της χώρας δεν μπορεί να φανταστεί ένα οποιοδήποτε ζήτημα (πρόβλημα, σκάνδαλο, αστοχία) που θα υποχρέωνε την κυβέρνηση ή έναν υπουργό να παραιτηθεί, αποτελεί το λογικό συνεπακόλουθο της παγιωμένης αντίληψης ότι η κυβέρνηση κινείται πέραν από τα θεμιτά όρια των συμβάσεων που διέπουν τις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Το γεγονός ότι τίποτα δεν τους αγγίζει, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, αποτελεί τεκμήριο ότι έχουμε φτάσει στο ναδίρ της θεσμικής και αξιακής έκπτωσης, ότι σχοινοβατούμε ανάμεσα στη δημοκρατία και τον ολοκληρωτισμό.
Μιχαήλ Πασχάλης,
ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας,
Πανεπιστήμιο Κρήτης