Μεσάνυχτα. Στις άδειες πλατείες. Μα η ψυχή μου φορά ακόμα, το χιλιομπαλωμένο τζίν σακάκι της. Έριξα όλο μου το σύμπαν προσάναμα στους Έρωντες. Κι απόμεινα, σκισμένο χειρόγραφο στην άκρη των σκοταδιών μου. Ακροπατώ στα χνάρια της θεάς των δέντρων. Της κρυμένης μέσα στη τριάδα των βράχων. Και από ‘κει βγαίνω στο φως χίλιων φεγγαριών. Είναι μικρός ο νους για να σε χωρέσει. Ταξίδι στου φωτός το θάνατο. Μα κι αν ανδρώθηκες στο λιόγερμα, κάθε αυγή γεννιέσαι. Και βαφτίζεσαι στου μύθου το ξεκίνημα. Δραπέτευσες απ’ τα νέφελα. Μα είναι το ατέρμονο της ερήμου που πήρες μαζί σου. Πορεύομαι μόνος, μέσα στου κύκνου το θάνατο. Είναι όμορφα εκεί έξω. Πάντα θα ζευγαρώνει η νύχτα κι η αυγή στου Αυγερινού το προ’υ’πάντημα. Κάλεσες τη πηγή απόψε. Είχε τόσο δίκιο σε όλα. Τώρα το βλέπεις καθαρά. Γιατί έλαβες το κάλεσμα. Ετοιμάζομαι. Θα ‘ρθει πάλι κρύο λένε. Για να ‘χουν κάτι να πουν. Το φως δε γεννήθηκε ακόμα. Μα ψυχανεμίζομαι τη παρουσία του. Ακούω τα βήματά του στο παλιό λιθόστρωτο της μνήμης. Πολύ φασαρία στο νου απόψε. Και το λιόγερμα πέρασε χωρίς να το συναντήσω. Η ματιά έβλεπε. Η ματιά έψαχνε να δει. Να εκτονώσει τη πάχνη με έναν κεραυνό. Νιώθω οτι σ’ αφήνω, δέντρο του Δρυίδη. Δε θέλω να μάθω τα μυστικά σου, που είναι και δικά μου μυστικά. Η γέφυρα ανέβηκε και φάνηκε όλο το πέλαγο. Καθώς το κύμμα ορθώνονταν σα βυζαντινή ιαχή, στο όνομα του παντός.
Για μιά στιγμή, θέλησα να γυρίσω το βλέμμα προς τα πίσω. Αλλά δεν το ‘κανα. Μαρμαρώνεις όταν κοιτάς πίσω. Και ‘γω θέλω την αναπνιά των οριζόντων. Ακόμα. Δε μας ταιριάζει ο θάνατος των φύλλων. Μα τα στάχυα του θέρους. Καθώς πνίγεται ο άνεμος στο φως. Και αναθαρρούν οι ψυχές. Είναι μεγάλη η ιστορία μας. Ένα φθινόπωρο θα μας τελειώσει μόνο. Η ζωή είναι Έρωντας.