Οι γεροντότεροι, αν τυχόν τους ρωτούσες μέχρι που έφτασαν στα γράμματα, μπορούσε και να πάρεις απάντηση πως «είναι σπουδαγμένοι στο Πανεπιστήμιο τση Μαδάρας».
Αν εζούσες από κοντά στιγμές με τους παλαιούς βοσκούς και διέθετες λίγη ώρα να κουβεντιάσεις για τη ζωή και τα προβλήματά τους, το συμπέρασμα που θα έβγαζες σίγουρα είναι πως ο βοσκός ήταν ο ασπούδαχτος “επιστήμονας” της Μαδάρας και μάλιστα η γνώση του, αν ήθελε να ’ναι καλός στη δουλειά του, αφορούσε πολλές επιστήμες.
Ητανε πρώτα απ’ όλα γνώστης της κάθε γωνιάς, τρύπας, κορφής και ρεματιάς της Μαδάρας μα και του κάθε λογής πετρώματος. Δηλαδή, όπως θες πέστονε: γεωγράφο, γεωλόγο, φυσιοδίφη.
Γνώριζε να προβλέπει τις περισσότερες φορές τις καιρικές συνθήκες για το άμεσο ή και κάπως απώτερο μέλλον. Ηταν ας πούμε μετεωρολόγος.
Ητανε ο καθηγητής των νεότερων βοσκών και παιδιών της Μαδάρας και της βοσκικής μα και καθηγητής και εκπαιδευτής των προβάτων και άλλων ζωντανών του μιτάτου και της Μαδάρας (σκυλιά, γαϊδούρια κ.λπ). Μιλούσε μαζί τους.
Ητανε γεωπόνος και ειδικός στα των ζώων ως προς τη διατροφή τους, την τυροκομική από κάθε πλευρά, μα και τις μικρές καλλιέργειες που είχαν οι βοσκοί, όταν υπήρχε κοντά κάποιος κατάλληλος χώρος.
Ητανε… μελλοντολόγος, αφού πολλές φορές προέβλεπε από την κουτάλα του σφαχτού ή με άλλους τρόπους το μέλλον το δικό του ή και άλλων.
Ητανε κτηνίατρος όλων των ειδικοτήτων, μα και φαρμακοποιός, αφού εκεί, στις απομονωμένες τότε Μαδάρες, έπρεπε να διαγνώσει την κάθε αρρώστια των ζώων του, να βρει και να δώσει το κατάλληλο βοτάνι ή άλλο φάρμακο, να αποκαταστήσει σπασμένα μέλη των ζώων και ασθένειες των ματιών (ένας γεροβοσκός μού ’λεγε πως ήταν παθολόγος, ορθοπεδικός, οφθαλμίατρος). Μα και γιατρός για καθετί που θα τύχαινε στους ανθρώπους της Μαδάρας.
Ητανε βοτανολόγος, αφού γνώριζε όλα για τη χλωρίδα και τις ιδιότητες του κάθε φυτού της Μαδάρας.
Ηταν χτίστης, αφού πολλές φορές έφτιαχνε ο ίδιος κούμους, φράχτες, δώματα μιτάτων κ.λπ.
Ητανε ξυλουργός, αφού επελέκα τον κυπάρισσο κι έφτιαχνε τις ξεπορταρές, άλλα σκεύη του μιτάτου, φυσικά τραπέζια, πόρτες κ.λπ.
Μα και το αράι του, που ’χε όλα τα χρειαζούμενα για να επισκευάζει τα στιβάνια του, τον έβγαζε και τσαγκάρη.
Οσο για μάγερας, στο βραστό, και το πιλάφι ιδίως, κανείς δεν τον έφτανε αλλά και πολλές φορές πέρα από καλός τραγουδιστής ήτανε και μαντιναδολόγος και ποιητής.
Και πραγματικά υπήρξαν σοφοί βοσκοί. Βοσκοί τελείως αγράμματοι ή άλλοι, με ελάχιστη φοίτηση σε σχολείο, που έγραψαν επικά τραγούδια, ποιήματα και ανεπανάληπτες μαντινάδες. Ο Μπατζελιός παλιότερα, ο Γιώργης Ψυχουντάκης, ο θρυλικός Μαντατοφόρος της Κατοχής, στη σύγχρονη εποχή, είναι μικρά παραδείγματα. Ο πατέρας μου μου διηγιόταν πως οι βοσκοί της εποχής του είχαν μάθει απ’ έξω τον Ερωτόκριτο, μα και άλλα παρόμοια έργα, και τους άρεσε, εκεί στην ερημιά της Μαδάρας, να τον τραγουδούν.
Το ριζίτικο τραγούδι έζησε στους πρόποδες των Λευκών Ορέων ήρεμο και ατάραχο. Εκεί διδασκόταν, χωρίς πένα και χαρτί, χωρίς δασκάλους και σχολεία, από ανθρώπους αναλφάβητους και μεταφερόταν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά για αρκετούς αιώνες.
(Από το βιβλίο μου “Κούμοι – Μιτάτα και Βοσκοί”)
Πολύ όμορφο μας θυμίζει παλιές εποχές