Το ποίημα αυτό διακρίθηκε με έπαινο στον Στ’ Πανελλήνιο Διαγωνισμό «Καισάριος Δαπόντες» που διοργάνωσε ο Δήμος Σκοπέλου
Τη στράτα πήρες ν’ ανταμώσεις την ελπίδα
απ’ της οργής γλιστρώντας το καμίνι
κι άφησες πίσω την γλυκιά σου την πατρίδα
με τη μανούλα σου κουράγιο να σου δίνει.
Κι έσβησες μες στης θάλασσας τα πλάτια
κι ο μπάτης με τα κύματα σου ‘πλεξαν μοιρολόι
και στ’ Άδη βρέθηκες τα μαύρα σκαλοπάτια
με δίχως δείχτες της ζωής σου το ρολόι.
Δεν μπόρεσε της μάνας σου το χέρι
του Χάρου το σπαθί να το στομώσει
που ‘χε στημένο μες στο πέλαος καρτέρι
αθώα παιδιά σαν περιστέρια να σκοτώσει.
Κάνε το θέ μου αγγελούδι να πετάξει
στο σπίτι του να πάει που η μανούλα το προσμένει
κι ένα δακράκι του απ’ τα μάτια του να στάξει
σε μια γωνίτσα στην αυλή την ξεραμένη
για να φυτρώσει ένα πολύχρωμο λουλούδι
την ευωδιά του μέρα – νύχτα να σκορπάει
να του χαϊδεύει η μητέρα του το χνούδι
ν’ απαγαδιάζει η ψυχή της που πονάει.
Ω, ‘σεις που θάνατο ανελέητα σκορπάτε
τα μάτια σας καθάρια θα το δούνε
αν βγάλετε τη μάσκα που φοράτε
κι έλεος, της ψυχής τα χείλη θα σας πούνε.
*μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων