Πόσοι ἄραγε (ἰδιῶτες, Ἀρχές…) γνωρίζουν καὶ μνημονεύουν τὴν 25η Φεβρουαρίου ὡς ἡμέρα ποὺ σημάδεψε τὴν Ἱστορία τοῦ τόπου μας; Κατὰ τὴ σημασία της ὡς ἡμέρα ποὺ δὲν ὑστερεῖ ἔναντι ἄλλων οἱ ὁποῖες κατέχουν περίοπτη θέση στὸ ἐθνικὸ ἑορτολόγιο; Ρητορικὴ μάλλον ἡ ἐρώτηση, ἂν κρίνω ὅτι παντοῦ ἁπλώνεται “ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή”. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα τὰ “Χ.Ν.” εἶχαν φιλοξενήσει σύντομο ἄρθρο μου στὶς 25.2.1997 (στὰ ἑκατὸ χρόνια), φαίνεται ὅμως ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ διαβάσουν καὶ νὰ ἐνημερωθοῦν τὸ προσπέρασαν – δηλαδὴ προσπέρασαν τὸ γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἀναφερόταν…
Πριν από λίγες ημέρες, συμπληρώθηκαν 120 χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἄρχισε νὰ πνέει ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας στὰ μέρη μας. Ἡ Ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων, τελευταία ἀπὸ σειρὰ ἀγώνων καὶ θυσιῶν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, τελευταία καὶ “τυχερὴ” ὅπως γι’ αὐτὸν τὸ λόγο τὴ χαρακτήρισαν, ἔφερνε τὸ ποθητὸ ἀποτέλεσμα.
Ἕνας ἀγώνας, βέβαια, μιὰ ἐπανάσταση δὲν διαρκεῖ ἢ ἔστω δὲν τελειώνει ξαφνικά, μέσα σὲ μιὰ μέρα. Ὅμως ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη μέρα συνέβη γεγονὸς ποὺ ἀμετάκλητα ἔδωσε τέλος στὴν κατοχὴ τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Στὸ Σέλινο ἔγινε ἡ ἀρχή, ἀκολούθησε ὅλο τὸ νησί.
Κατὰ τὸ ἀμέσως προηγούμενο διάστημα οἱ ἐπαναστατημένοι Κρητικοὶ εἶχαν ἀναγκάσει τοὺς Τούρκους νὰ καταφύγουν καὶ νὰ ὀχυρωθοῦν στὴν περιοχὴ τοῦ Σταυροῦ Καντάνου. Ἐκεῖ τοὺς πολιόρκησαν καὶ τοὺς ἀνάγκασαν νὰ ἔρθουν σὲ διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς ἐπαναστάτες ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκπροσώπους τῶν Δυνάμεων, ἀγήματα τῶν ὁποίων εἶχαν φτάσει μὲ πλοῖα ἀνοιχτὰ τῆς Παλαιόχωρας.
Οἱ τελικὲς συνεννοήσεις μὲ τοὺς ξένους καὶ οἱ διαπραγματεύσεις ἔγιναν στὰ Μπεηλίτικα Κακοδικίου, στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ Στυλιανοῦ Λουπασάκη. Τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτόπτης μάρτυρας, ὁ Ἰωάννης Κονδυλάκης, ὁ ὁποῖος “κατήλθε το 1897 ως επαναστάτης εις την Κρήτην και παρηκολούθησεν όλα τα πολεμικά γεγονότα της εποχής εκείνης”1: “Το σπίτι όπου εγίνοντο αι διαπραγματεύσεις ήτο η κατοικία του παππά, μεμονωμένη κάτω εις το λαγκάδι, μεταξύ πλατάνων”, ἔγραψε σὲ ἀνταπόκρισή του σὲ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα2. Κατὰ τὰ γραφόμενά του, οἱ συζητήσεις ἄρχισαν τὴν Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1897, για νὰ ὁδηγήσουν σὲ συμφωνία τὴν ἑπόμενη μέρα. Συμφωνήθηκε καὶ ἀποφασίστηκε νὰ ἐκκενώσουν τὴν ἐπαρχία Σελίνου οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ὁποίους θὰ παραλάμβαναν ἀπὸ τὴν Παλαιόχωρα πλοῖα τῶν Δυνάμεων. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν Σταυρὸ στὰ πλοῖα θὰ γινόταν (ὅπως καὶ ἔγινε) τὴν ἑπόμενη μέρα, 25 Φεβρουαρίου, μέσω τῆς κοιλάδας Κακοδικίου. Οἱ ἀγῶνες πολλῶν γενεῶν εἶχαν δικαιωθεῖ… μιὰ καινούργια ἐποχὴ ξημέρωνε γιὰ τὴν ἡρωοτόκο Κρήτη.
Οἱ μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ (καὶ γιὰ) τὰ γεγονότα εἶναι ἀρκετές γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἔνταση τῶν συναισθημάτων ὅλων ἀνεξαιρέτως – ἀγωνιστῶν καὶ ἀμάχων, μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Ἀπὸ μεταγενέστερα δημοσιεύματα ἀναφέρω ἐκεῖνο τοῦ Γεωργίου Σειστάκη στὰ Χ. Ν. (“Τά Μπεηλίτικα Κακοδικίου”, 28.3.1980), στὸ ὁποῖο συνοψίζοντας τὰ γεγονότα εἶχε γράψει μεταξὺ ἄλλων3:
“Κατά τήν περίοδο τῆς τελευταίας ἐπανάστασης τοῦ 1897 οἱ χριστιανοί τῆς Δ. Κρήτης πολιόρκησαν τοὺς Τούρκους τῆς Καντάνου καί τῆς Παλαιόχωρας. Σάν ἐνδιάμεσος βοηθητικός σταθμός τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν τά Μπεηλίτικα Κακοδικίου. Ἐκεῖ μαζεύονταν οἱ καπεταναῖοι μέ τούς ἐπαναστάτες κι ἐκεῖ συνεδρίαζαν κι ἔπαιρναν τίς ἀποφάσεις. Στή διάρκεια τῆς ἐπανάστασης αὐτῆς, γιά τή διάσωση τῶν Τούρκων, στίς 25 Φεβρουαρίου 1897 ἦρθαν ἀπό τήν Παλαιόχωρα στά Μπεηλίτικα ὁ Ἄγγλος πρόξενος Βιλιώτης μαζί μέ πέντε πλοιάρχους τῶν τότε ”μεγάλων δυνάμεων”, δηλαδή τῆς Ἀγγλίας, Γαλλίας, Ἰταλίας, Ρωσίας καί Αὐστρίας.. Ἡ συνάντηση τῶν ξένων ἐπισήμων μέ τούς καπεταναίους τῶν κρητικῶν ἔγινε στό σπίτι τοῦ γέρου παπᾶ Στυλιανοῦ Λουπασάκη (…). Στό μεταξύ οἱ ἐπαναστάτες ἔτρεξαν στήν περιοχή τῶν Μπεηλίτικων μέ τίς σημαῖες καί τά ὅπλα τους ἐντυπωσιάζοντας μέ τό παράστημά τους καί μέ τήν ἐπιβλητική τους ἐμφάνιση τούς ἐκπροσώπους τῶν μεγάλων δυνάμεων (…) Τέλος στίς 27 Φεβρουαρίου 1897 ἀνέβηκαν τά ἀγήματα (5 λόχοι) τῶν ξένων πολεμικῶν στά Μπεηλίτικα, ὅπου καί διανυκτέρευσαν. Τά διεθνῆ στρατεύματα ξεκίνησαν ἀπό τό Κακοδίκι τήν ἑπομένη τά ξημερώματα ξυπνώντας μέ τίς σάλπιγγές τους τούς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν”.
Παραθέτω καὶ ἀπὸ τὰ “Ἀπομνημονεύματα” τοῦ Κονδυλάκη (σελ. 144-147) μικρὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖο μᾶς μεταφέρει εἰκόνες ἀπὸ τὸ παρασκήνιο, εἰκόνες ποὺ δείχνουν ἕναν ἄλλο τρόπο “συμμετοχῆς” του στὴν ἐπανάσταση:
“Το πρωί, ενώ ο ιατρός παρεσκεύαζεν επίδεσμον διά τον πληγωμένον4, εγώ καθήμενος απέξω περιέφερα το βλέμμα εις την προ εμού εκτεινομένην κατάφυτον κοιλάδα του Κακοδικιού, ήτις εκ του ύψους εκείνου εφαίνετο σχεδόν όλη.
-Πώς σου φαίνεται ο τόπος μας, πατριώτη; ήκουσα αίφνης να μου λέγη κάποιος και στραφείς είδα πλησίον μου χωρικόν ηλικιωμένον, ακουμβώντα εις το τουφέκι του.
-Ωραίος τόπος, αλλά λίγο πληκτικός.
-Κακοδίκι το λένε, είπε μειδιών ο χωρικός, μα εδά που θα γενή η ένωσι θα το βγάλωμε Καλοδίκι.
Έπειτα σοβαρευθείς:
-Είντα λες του λόγου σου, θα γενή θέλει αυτή η ένωσι ή κι άλλα βάσανα μας απολείπουνται;
Του είπα ότι η ένωσις ήτο βεβαία, αλλά εις το βάθος των οφθαλμών του διέκρινα δειλήν τινα αμφιβολίαν.
-Εγώ θαρρώ πως εκεί που πάμε να ξεμπλέξωμε από τσι Τούρκους, μπλέκομε με τσι Φράγκους, είπεν, αφού επί μικρόν εσιώπησε. (…)
Την ομιλίαν μας διέκοψαν επευφημίαι προερχόμεναι από το Μπεηλίτικο. Εφώναζαν ζήτω, λέξιν την οποίαν ίσως πρώτην φοράν θα ήκουεν η κοιλάς του Κακοδικιού. Ο ιατρός είχε τελειώσει με τον τραυματίαν του και ετρέξαμεν εις το Μπεηλίτικο. (…).
Ενώ μετ’ ολίγον εκαθήμην προ της οικίας του παππά, όπου εφιλοξενούντο οι φοιτηταί5 και άλλοι εκ των επαναστατών, ήλθεν ο παππάς και με οργήν μου είπε:
-Αν το ‘κανε κανείς χωριάτης αυτό, δεν θα μ’ έγνοιαζε, μα να το κάμετε σεις!…
Μου εξήγησε δε ότι του είχαν φονεύσει μίαν όρνιθα. Ο Ματσούκας, ευρισκόμενος εις ευθυμίαν, την είχε πυροβολήσει κάτω εις την ρεματιάν. Δεν αμφιβάλλω ότι αν του εζήτουν την όρνιθα, θα την έδιδεν, ως έδωκε κρασί, γάλα και ό,τι άλλο είχεν εις τους φοιτητάς. Αλλ’ η αυθαιρεσία τον εξώργιζε. Ήτο ως να του έλεγον ότι δεν τον ελογάριαζον, ο δε παππάς έφερε πιστόλαν και μάχαιραν εις την οσφύν του και είχε την αξίωσιν να τον λογαριάζουν. Ο φοιτητής προσεφέρθη να πληρώση την όρνιθα αλλά τούτο εξώργισε περισσότερον τον ιερέα, όστις είπε:
-Δεν κάνω εμπόριο εγώ. Έπρεπε να τη ζητήσης την όρνιθα, όχι να την πάρης με το σπαθί σου.”
Ως κατακλείδα τοῦ σημερινοῦ ἐπετειακοῦ σημειώματος προσθέτω τοῦτο: Στὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1897 (ἐπίκεντρο, καὶ δικαίως, εἶναι τὸ Ἀκρωτήρι), θὰ μποροῦσαν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ περιλαμβάνονται ἐκδηλώσεις καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ Νομοῦ, ὅπως γίνεται μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Μάχης τῆς Κρήτης. Κριτήριο ἀσφαλῶς εἶναι ἡ σημασία ποὺ εἶχαν τὰ κατὰ τόπους γεγονότα. Καὶ ἂν κάτι τέτοιο δὲν εἶναι δυνατὸν (ἢ δὲν ὑπάρχει προθυμία) νὰ γίνει ἀπὸ τὴ Νομαρχία, ἂς ἀναλάβουν δράση οἱ Δῆμοι.
* Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι Φιλόλογος
1. Βλ. Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη, Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη Άγνωστα Απομνημονεύματα (1905), Αθήνα 2002, σελ. 11. Γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἐπανάσταση εἶχαν κατεβεῖ στὴν Κρήτη πολλοὶ ἀκόμη ἐθελοντές, στοὺς ὁποίους περιλαμβάνονταν καὶ φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (περίπου δέκα ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν Κύπριοι). Βλ. Δημητρίου Μ. Κουκουλάκη, Πανεπιστημιακὴ Φάλαγξ ἐν Κρήτῃ, 1897. Ἔκδοσις Δευτέρα, ἐν Ἀθήναις 1908 (ἡ παραπομπὴ ἀπὸ Βασ. Τωμαδάκη, ὅπ. π., σελ.26)
2. Στὸ ἴδιο, σελ. 139.
3. Ἡ μικρὴ ἀπόκλιση στὶς ἡμερομηνίες ποὺ ἀναφέρει ἐμφανίζεται καὶ σε ἄλλα δημοσιεύματα. Ἡ μαρτυρία ὅμως τοῦ Κονδυλάκη δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό.
4. Εἶναι τὸ πρωὶ τῆς 24ης Φεβρουαρίου. Τὸ προηγούμενο βράδυ, μέσα στὸ σκοτάδι, ὁ Κονδυλάκης, ἀπὸ τὰ Μπεηλίτικα καὶ τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ Στυλιανοῦ Λουπασάκη, ἀκολούθησε τὸν καταγόμενο ἀπὸ τοὺς Λάκκους Κυδωνίας γιατρὸ “κ. Κανελλή”, ὁ ὁποῖος εἶχε κληθεῖ νὰ μεταβεῖ στὴ συνοικία Σφακός, γιὰ νὰ περιποιηθεῖ ἕναν πληγωμένο ἀγωνιστή. Πιθανότατα ἦταν ὁ Εὐθύμιος Δεβόγας, γιὸς τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Κωνσταντῆ Δεβόγα, ὁπλαρχηγὸς καὶ ὁ ἴδιος κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1897. Λίγες μέρες ἀργότερα πέθανε ἀπὸ τὰ τραύματά του. Γράφει ὁ Κονδυλάκης (σελ. 144): “Δυστυχώς ο γιατρός εξετάσας τον τραυματίαν εύρε την κατάστασίν του σχεδόν απελπιστικήν”. Γιὰ τὴν οἰκογένεια Δεβόγα βλ. λεπτομέρειες στὸ βιβλίο μου Τὸ Κακοδίκι τῆς Κρήτης. Ἱστορικὴ διαδρομή. Ἀθήνα 1991, σελ. 165-167.
5. Ὁ π. Στυλ. Λουπασάκης εἶχε δύο οἰκίες, τὴ μία ἐκ τῶν ὁποίων χρησιμοποιοῦσε ἀποκλειστικὰ γιὰ φιλοξενία ἐπισκεπτῶν καὶ περαστικῶν.