Το αποφάσισα. Τα μάτια μου σκοτείνιασαν, κι ο νους μου φτερούγισε.
Βρέθηκα στον βρώμικο υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης.
Ένα δεκαεξάχρονο κοριτσάκι με μακριά καστανά κι ακατάστατα μαλλιά προσπαθεί να τραβήξει δυο τεράστιες βαλίτσες με όλη της την περιουσία μέσα. Κοντράριζε το αδύναμο κορμί της, παγωμένα τα κόκκινα χεράκια της να τη πονάνε, και το φτηνό πανωφόρι της να χαρακώνει τα λιωμένα χιόνια. Εχασε την ισορροπία της, γλίστρησε, μα κατάφερε να κρατηθεί σε μια κολώνα. Σβούρισε τη ματιά της, όλοι άγνωστοι· άγνωστοι κι αδιάφοροι· κι επικίνδυνοι.
Αναμάζωξε πείσμα και δυνάμεις, τις τράβηξε δυνατά ξεκολλήσανε από τα λασπωμένα κίτρινα πλακάκια, αρχίσανε να ξαναχαρακώνουν το μαδημένο γκρίζο χιονόλασπο.
Δεν τη χώραγε ο τόπος στο μεγάλο δίπατο σπιτικό του θείου της που έμενε, κι άδικα έψαχνε. Θυμήθηκε τον Καζαντζάκη: «Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, μπορεί να ζήσει ο άθρωπος. Χωρίς ελευθερία, δε μπορεί». Πήρε την απόφαση. Εφυγε. Μόνη· αδέκαρη· αδύναμη.
Προτού πάει στον άλλο θείο, άφησε τις τεράστιες άθλιες βαλίτσες στο θυρωρό του New York University. Κοίταξε αυτός, μια τη γνωστή φοιτήτρια μια τις παράξενες αποσκευές της, τη λυπήθηκε, τις κράτησε κατ’ εξαίρεση, για πρόσκαιρη φύλαξη.
-Θέλω να πάω στη γιαγιά μου να ζητήσω την ευχή της. Μένει στη θεία μου. Να… εδώ κοντά, κι έδειξε με το παγωμένο δάχτυλο προς το άγαλμα της ελευθερίας πάνω στο νησί.
Άρεσε της κυρα-Ηλέκτρας νάχει την αναπηρική καρέκλα στη μέση του δωματίου και, παρά την εντολή του γιατρού ανασηκωμένη, για να εποπτεύει τις ελάχιστες, μα όλες τις κινήσεις στον υπόγειο χώρο που βρισκόταν. Γι’ αυτό και γνώρισε από τα πόδια την εγγονή της που κατέβαινε τα ξύλινα σκαλοπάτια. Προτού τη δεί, έκραξε με χαρά.
-Καλώς την εγγονούλα μου τη σύννομη· που μου μοιάζει!! Κι άρχισε να παίζει πάλι τα παλαμάκια της…
Έκπληκτη η μικρή Ηλέκτρα εισόρμησε κι έπεσε απαλά στην ανοιχτή αγκαλιά, της, σχεδόν αιωνόβιας, …παιδούλας. Φιληθήκανε, χωρίσανε.
-Μια χαρά σε βλέπω γιαγιούλα.. Κάθε που έρχομαι και μικρότερη. Φτού σου μη σε βασκάνω.
-Ναι. Κοριτσάκι της παντρειάς θα με βγάλεις!! είπε γελώντας, και χτυπούσε με τα αποστεωμένα χέρια τα ανάπηρα πόδια της. Δε μου λες; Εσύ τι κάνεις; Βρήκες κανένα παλικάρι;… Μα νάναι καλό· και τίμιο. Μ’ ακούς;
-Εεε όχι ακόμη,.. αλλά…
-Δεν έχει αλλά κι αλλά. Πήρες τ’ όνομά μου να πάρεις και τη χάρη μου. Θέλω να καμαρώσω κι από σένα δισέγγονο. Γιά να σε δω. Κόντεψε που δε καλοβλέπω.
Πλησίασε η μικρή με δισταγμό. Ήξερε τι την περίμενε· κάθε φορά τα ίδια. Σπαθιά τα μάτια της την κάνανε κομμάτια, ο έλεγχος τέλειωσε.
-Βλέπω τα πρόλαβες πάλι όλα: και το νύχι μπογιαντισμένο και τα χειλάκια, μάγουλα, μάτια, για να δώ και χαμηλά; Ααα και στα πόδια τα νυχάκια ε; Τι να πω. Ίδια η μάνα σου είσαι. Και το μαλλί; Την άλλη φορά ήτανε ξανθό.
-Να, ξέρεις γιαγιά…
-Ναι. Ναι.. Ξέρω. Ξέρω. Μα οι άλλες δεν είναι δικές μου εγγονές, ούτε κι η μάνα σου κόρη μου. Νύφη μου είναι. Εσύ είσαι του γιού μου κόρη… Μου’ δωσες όμως απόψε μια μεγάλη χαρά, ή μάλλον δυο: Που ήρθες να με δεις, και που σα με φίλησες, τα χνώτα σου δε ξεβρωμάγανε καπνό. Μπράβο σου.
Καθίσανε κάμποσο οι δυο τους. Σηκώθηκε να φύγει, την αγκάλιασε η γερόντισσα και με την παλάμη χάραξε τρεις φορές, όπως συνήθιζε, το σήμα του Σταυρού στην πλάτη της, ενώ συγχρόνως ψέλλισε μια ευχή και τη φίλησε.
-Άσε τα λούσα εγγονή μου και δες τα γράμματα, γιατί ξέρω πως έχεις μεγάλη λαιμαργία για μάθηση. Και την άλλη φορά σε θέλω πιο καλοχτενισμένη. Και με καθαρά παπούτσια.
Δεν της είπε τίποτα για τα σημερινά της βάσανα. Ποτέ δεν μάθαινε η μάνα για τα προβλήματά των παιδιών της. Όλοι κάνανε από δυο-τρεις εγχειρήσεις, είχανε ζημιές, δεν τα μάθαινε. Να μη στενοχωρηθεί.
-Το καλό σας θέλω να μαθαίνω· έλεγε πάντα.
Έσερνε με δύναμη τις βαλίτσες, και ξάφνου η μια, της φάνηκε πιο λαφριά. Γυρίζει, βλέπει, ήταν ανοιγμένη και στο βρώμικο λιωμένο χιόνι που κουβαλούσανε οι βιαστικοί με τα παπούτσια τους, σκόρπια ρούχα, βιβλία, ένα μαξιλάρι, δυο μήλα, ένα ζευγάρι τριμμένες κάλτσες, μια θήκη γυαλιών και μολύβια.
Πρωινές ώρες, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχότανε. Κοιτούσαν ίσια μπροστά. Ο φόβος του άγνωστου, του κινδύνου, ο νόμος της αδιαφορίας, της αυτοάμυνας.
Έβαλε τα κλάματα και προσπάθησε να τα μαζώξει. Στάθηκε αδύνατο. Πολλοί τρέχανε να προλάβουνε το τραίνο, ένας-δυο, άθελα, την σπρώξανε, πετάξανε το ξερό «I’m sorry» και πηδήξανε μη πατήσουνε τα ρούχα. Έκανε να μιλήσει σε κάποιους, όλοι βιαστικοί, σφιγμένοι.. Είδε δυο αλήτες πιο πέρα που σκύψανε, πήρανε δυο πεταμένες γόπες, τις βάλανε στο στόμα και τις ανάψανε. Φοβήθηκε η μικρή Ηλέκτρα, γύρισε αδιάφορη από την άλλη. « ποτέ μη τους κοιτάς στα μάτια. Μπορεί και να σε μαχαιρώσουν». Την είχαν συμβουλέψει, συγγενείς και φίλοι.
Πήγε να στρίψει λίγο τα μάτια, κοκάλωσε.. Δίπλα της, σχεδόν κολλητά, γερμένοι πάνω στην πολύχρωμη σκορπισμένη περιουσία της, οι δυο αλήτες με τα βρωμερά αποτσίγαρα αναμμένα να στέλνουν μυρωδιά αποπνικτική. Τρόμαξε. Πανικοβλήθηκε, κι έκανε να το βάλει στα πόδια. Αυτοί καταλάβανε, πλανήθηκαν για λίγο τα θολά μάτια τους πάνω της και, της χαμογέλασαν με μια άγρια καλοσύνη. Ανταπέδωσε κι αυτή τρέμοντας σαν κυνηγημένο πουλί και δεν ήξερε τι να κάνει.
Ο ένας ήταν μαύρος· πίσσα, μαύρος· κι ο άλλος μελαψός · φαινότανε μιγάς Πορτορικάνος.
-Can help? Πετάξανε με αυτή τη Νεοϋορκέζικη, αργκό προφορά που μόνο μεταξύ τους καταλαβαίνονται, και χωρίς να περιμένουν απάντηση βαλθήκανε με τις χερούκλες τους να μαζεύουν ό,τι βρίσκανε μπροστά τους.
Παραξενεμένος ο ένας, βούτηξε από το σωρό ένα μικρό τριγωνικό, φτιαγμένο με μεράκι από πανί και με ψηλές χάντρες γύρω-γύρω αντικείμενο, το κράτησε στα σκληρά δάχτυλα, το ζούληξε κάνε δυο φορές, μετά το μύρισε, το ξαναμύρισε, το ‘δωσε στον άλλον, το μύρισε κι αυτός με άνεση επαγγελματία εμπειρογνώμονα, σιγουρευτήκανε, το πετάξανε με τ’ άλλα στην ανοιγμένη βαλίτσα. Ήταν το φυλαχτό που πριν δυο χρόνια, φεύγοντας από Ελλάδα της είχε δώσει η μητέρα της.
Κλείσανε τις βαλίτσες, τη ξανακοιτάξανε, έδειξε ο μαύρος με τον ακρωτηριασμένο δείκτη του χεριού του προς την έξοδο, δε χρειάστηκε να μιλήσουν. Τις άρπαξαν, και με αργές δρασκελιές ανεβήκανε τις γλιστερές σκάλες, δυο γαλαρίες πάνω.
Βγήκανε κι οι τρεις στον παγωμένο δρόμο, σταθήκανε μπρός την είσοδο ενός μαγαζιού που η φωτεινή επιγραφή του, « Tiffany » έγινε αιτία να τους διώξει ο οπλισμένος φρουρός. Πήγανε παραδίπλα, σ’ ένα Peep Show που επιτρεπότανε, κι ακουμπήσανε κάτω τις βαλίτσες. Τους παρακάλεσε με τα μάτια, δε φύγανε. Βάλθηκε να ψάχνεται, δεν έβρισκε ούτε ένα κέρμα . Άπλωσε τη ματιά της περίλυπη, αμήχανη,
-Πρέπει ..να.. τηλεφωνήσω,… συλλάβισε θλιμμένα, κι άνοιξε ένα παλιό πορτοφόλι που είχε μέσα τη φοιτητική της ταυτότητα.
Ο άλλος έχωσε τα σκισμένα δάχτυλα στα κουρέλια του κι ό,τι βρήκε της τα ΄δωσε. Γύρισε φοβισμένη η μικρή πριν τα πάρει, τον κοίταξε για δεύτερη φορά στα κοκκινισμένα από τις καταχρήσεις μάτια. Κάτι έσταξε στα ρυτιδιασμένο αξύριστο μάγουλό του. Ήταν χιόνι, ή δάκρυ. Μπορεί και τα δυο.
Μετά, όσο αυτή τηλεφωνούσε, έσκυψε, πήρε ακόμη ένα αποτσίγαρο που πέταξε ο καλοντυμένος διαβάτης, το ξανανάψανε, και χωρίς να τους το ζητήσει, μείνανε κοντά της.
Ξέρανε ότι η εγκληματικότητα στην περιοχή ξεπερνούσε κάθε όριο.
Τους εξήγησε πώς βρέθηκε πεταμένη στο δρόμο από την αγάπη του προστάτη της, πώς τα κατάφερνε να σπουδάζει, πέρασε η ώρα, μέχρι που το κίτρινο ταξί φρενάρισε μπροστά τους.
Βγήκε ο Γιακουμής τρομαγμένος, σιγουρεύτηκε που την είδε να είναι καλά, ησύχασε. Κοίταξε και τους ανέμελους φύλακές της, τους χαμογέλασε και τους ευχαρίστησε. Με τρόπο τους έβαλε στο χέρι από λίγα χαρτονομίσματα, τα είδανε αυτοί και μ’ ένα τρελό πήδημα χαράξανε επί τόπου ένα κύκλο κι ευχαριστήσανε με άγαρμπη υπόκλιση. Κοντέψανε την Ηλέκτρα, ανέγγιχτα την αγκαλιάσανε, και με δυο σάλτα χωθήκανε στο σκοτεινό μπαρ της γωνίας.
Γρήγορα τρύπωσαν στο ταξί που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη, και με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε η κοπέλα το σωτήρα της, ο οποίος στοργικός όπως πάντα, μ’ ένα ατέλειωτο γλυκό χαμόγελο, ευτυχισμένος, κράτησε μέχρι το σπίτι του αγκαλιά, την αγαπημένη κόρη του αδελφού του.
Τη δική μου κόρη.