Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου, 2025

Στο ξωκκλήσι του “Αγίου Αλεξίου”

ΠΡΙΝ είκοσι χρόνια (1998), είχαμε διαβάσει ένα εξαιρετικού περιεχομένου μικρό χρονογράφημα στα «Χανιώτικα Νέα», με τίτλο «Με χιονόνερο στον Άγιο Αλέξιο» (1). Ήταν γραμμένο από τον εραστή-υμνητή της Γραμπούσας, τον αλησμόνητο Αθανάσιο Δεικτάκη. Δεν τον γνωρίζαμε τότε. Όμως, επειδή είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία στον Άγιο Αλέξιο, τον «Άνθρωπο του Θεού» -η Πόντια μάνα μου μού τραγουδούσε τα πάθη και το βίο του αγίου σε μια παράξενη σε ακούσματα γλώσσα και μουσική- είπαμε με τη γυναίκα μου τη Χριστίνη να πάμε στον Άγιο μια 17η του Μάρτη * για προσκήνυμα: εκεί στο ξωκκλήσι που η πίστη τ΄ανθρώπου έστησε.
ΕΤΣΙ γνωρίσαμε τη δραστήρια, πολυσχιδή και ποιητική Κισαμίτικη προσωπικότητα, τον με άπειρες ευαισθησίες και ευγένεια συναισθημάτων, Θανάση Δεικτάκη. Έναν άνθρωπο απλόχερο στις σχέσεις του και οικείο στις επαφές του. Ένα δημιουργό με ακατάβλητες αντοχές, υπομονή, επιμονή και πάθος για ό,τι έκανε. Με πλουσιότατο συγγραφικό έργο, με ιδιαίτερη αδυναμία και αγάπη στην ποίηση (σονέτο) (2).
… ΣΤΟ  ανανεωμένο, πάντα γλαφυρό κι απολαυστικό βιβλίο του «Γραμπουσιανοί Τόποι και Θρύλοι» (β’ έκδοση, Καστέλι Κισσάμου, 2016) –που είναι ύμνος της κρητικής φύσης, των προφορικών παραδόσεών της, των ανθρώπων, αγίων, μύθων και  θρύλων της Γραμπούσας- αφιερώνει 7 σελίδες (σελ. 23-29) στον κοινό μας άγιο, τον «Άγιο Αλέξιο». Στη χάρη του ο Θανάσης έκτισε το ξωκλήσι, ώστε από εκεί ψηλά ο άγιος και οι πιστοί να αγναντεύουν το τοπίο. Να ευλογεί ο Αλέξιος τους περαστικούς και όλα τα πλάσματα της κρητικής γης. Έτσι, ο Γραμπουσιανός συγγραφέας εξέφρασε την «ομολογία» πίστης στον άγιο που, όπως κι εγώ, «κληρονόμησε» από τους προγόνους του! Μερικές «κληρονομιές» είναι βαριές: τάματα απαράβατα οι εντολές των γονιών μας. Κι εμείς τα εκπληρώνουμε, ώστε να είναι αναπαμένες οι ψυχές τους, να «φχαριστιέται» ο Άγιος και να «τα’ χουμε καλά» μαζί τους!
ΤΟ ΞΩΚΛΗΣΙ του Θανάση, κτισμένο ψηλά στην τοποθεσία «Κάστελλος», μοιάζει όπως γράφει με φρούριο: «Από κει αναντρανίζει και θαρρείς ανασηκώνεται να δει τη θάλασσα της Εσπερίας, να κατοπτεύσει τον κόλπο του Μυρτίλου, να αφουγκραστεί τα πουλιά, να αντικρίσει τις πλαγιές, να μάθει για τη σοδειά του κάμπου, να δει τις γειτονιές που σαν φωλιές κτίστηκαν στη Μεσογειακή σκάφη…» (3)
Η ΕΠΙΛΟΓΗ της θέσης είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ασκητική ζωή του Αγίου (που θυμίζει σε πολλά τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης -τον «Φτωχούλη του Θεου» του Ν. Καζαντζάκη). Η δε περιγραφή του τοπίου που κάνει ο  Δεικτάκης, ξαναφέρνει στο νου ανάλογες εικόνες της ελληνικής φύσης «ζωγραφισμένες» πιο παλιά από τον Στέφανο Γρανίτσα (4): «Εδώ είναι το κρινάκι της Παναγιάς!», γράφει ο συγγραφέας: «Μα, ο Άγιος Αλέξιος από άλλα σημάδια κτίστηκε κι όλας στο σημείο εκείνο που, κατά τη γιαγιά μου, υπήρξε κάποτε εκκλησία (…) Η αγκαραθιά μόλις προλαβαίνει ν’ ανθήσει πριν από τον ασπάλαθο, να κιτρινίσει με τις πινελιές της τα γύρω. Να φτιάξει μανουάλια και πολυκάντηλα, να φτάσουν μέχρι το ταπεινό εκκλησάκι. Να ακουμπήσουν στους ανεμοδαρμένους τοίχους του. Να μυρίσουν θαρρείς και λιβάνι. Ο ασπάλαθος ύστερα θα σπείρει πλαγιαστά τα ίδια χρώματα για να ακολουθήσει ο σπάρτος. Γιατί στ’ αλήθεια η φύση δίνει τόση υπεροχή στο κίτρινο;» (5)
ΓΙΑ τον Δεικτάκη πίστη και φυσιολατρεία συνταιριάζουν, κι ό,τι περιγράφει συντελεί στην ανάδειξη και του πιο ταπεινού δημιουργήματος του Θεού. Όλα αποσκοπούν προς «ύμνον των θαυμασίων» του Μεγάλου Δημιουργού. Ύμνοι-προσευχές είναι οι ανοιξιάτικοι μοσχομύριστοι ορίζοντες, το σκίρτημα της νέας ζωής αποτελεί απαρχή ευγνωμοσύνης στο θείο, οι βόμβοι των εντόμων, τα χρώματα κι ο απέραντη θεσπέσια θέα είναι τα βήματα του Θεού. Η ικανότητα του συγγραφέα να αναδείξει με γλαφυρότητα ένα σχεδόν αφιλόξενο τοπίο, προσθέτει έναν μυστικισμό που οδηγεί στο θείο, είναι μια πηγή ζωής που  δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα. Αφουγκράζεται το χώρο που του ανιστορεί μυθικούς απόηχους του παρελθόντος: «Κάστελλο» έλεγαν την τοποθεσία οι Λαρδιανοί, πριν ο Άγιος Αλέξιος θρονιαστεί στην κορυφή του. Ένα κάστρο στ’ αλήθεια φαίνεται από τα Μεσογειανά χωριά. Κάστρο χτισμένο από τη φύση. Σε μια ψηλάδα βράχοι-δράκοι, γύρω-γύρω, για να κλείσουν ένα πολύ μικρό οροπέδιο. Για να προφυλάξουν κάποια πόλη, κάποιο μοναστήρι (…)» (6)
ΝΑΙ, το ξωκλήσι του Αγίου είναι «μια εξέδρα τ’ ουρανού», «ένα περιστέρι κάτασπρο -όπως το θέλει ο συγγραφέας- που βολεύτηκε κι έμεινε ακίνητο»! Από εκεί ο κάθε επισκέπτης/πιστός αγναντεύει «τον κόλπο του Μυρτίλου και μια γαλαζοκορδέλα από τα Φαλάσαρνα». Το ξωκλήσι δεν ανήκει μόνο στους ανθρώπους: «Τα γεράκια κι οι άνεμοι ζυγιάζουν τις φτερούγες τους πάνω στο μικρό σταυρό. Κι άλλοτε σφυρίζουν στα παραθυράκια του σαν αερικά (…) Ο ήλιος σα δεν μπορεί να τρυπώσει από τα παράθυρα, να φωτίσει το ιερό, κάνει ασημένιες τούφες στα διπλανά χαράκια. Οι βροχές θολώνουν τους πλαϊνούς χείμαρρους και τα χαλίκια στρογγυλεύουν και συνθέτουν, κατρακυλώντας, τους δικούς τους ρυθμούς. Η μικρή αχλαδιά αγωνίζεται να σταθεί στη μανία του βοριά, συντροφιά, παραστάτης μα και θαυμαστής του ιερού ναΐσκου…» (7)
ΟΙ ΑΓΙΟΙ της Εκκλησίας μας «φωλιάζουν» παντού αρκεί να τους φιλοξενήσει η πίστη μας. Και το ξωκλήσι του «Αγίου Αλεξίου» έχει να «ιστορεί» στις επόμενες γενιές, όχι μόνο τα πάθη ενός ασυμβίβαστου με τα ανθρώπινα Αγίου, μα και τα γλαφυρά ιστορήματα της Γραμπούσας ενός αιώνια ερωτευμένου ανθρώπου με την πατρώα γη της Κρήτης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Αθανάσιος Δεικτάκης, «Με χιονόνερο στον Άγιο Αλέξη» [«Χ. Ν.» (17-4-1998)∙ βρίσκεται και στο βιβιλίο του «Οικολογίες» (σελ. 171-172, Καστέλλι Κισάμου, 2015]
-(2) Αθαν. Δεικτάκης, «Γραμπουσιανό σονέτο» (Ημερολόγιο Συλλόγου Προβολής Κισάμου, 2016):
«Στου πέλαου τα σύνορα πυξίδα
με τα γαλάζια πέπλα του μπλεγμένη
υφάντρα είσαι που πιστά υφαίνει
του γένους την ολόφωτη ελπίδα.

Του σκλάβου σωτηρίας η σανίδα
γοργόνα στ’ ακροθάλασσο σκυμμένη
μ’ ανήσυχη ματιά και περιμένει
ελεύθερη να βλέπει την πατρίδα.

Κι ο Ποσειδώνας ξάφνου σα θυμώνει
και δίνει με τους βράχους σου τη μάχη
τ’ άλλα νησάκια βλέπουν σαστισμένα

φλόγες σαν φώτα γαλανά ν’ απλώνει
ψηλά στου κάστρου να κτυπούν τη ράχη
στων κανονιών τις φλόγες ενωμένα»
-(3,5,6,7) Αθανάσιος Δεικτάκης, «Γραμπουσιανοί Τόποι και θρύλοι», «Άγιος Αλέξιος», σελ. 23-24,  β’ έκδοση, Καστέλι Κισάμου, 2016
-(4) Στέφανος Γρανίτσας: Δημοσιογράφος, συγγραφέας, πολιτικός. Γνωστά του χρονογραφήματά: «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», που (μερικά) περιλαμβάνονταν σε παλαιότερα σχολικά αναγνώσματα (1880-1915)
*Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται την 17η  Μαρτίου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα