» Μπράνιµιρ Στσεπάνοβιτς (µτφρ. Ισµήνη Ραντούλοβιτς, εκδόσεις Κυψέλη)
Ένα από τα βιβλία που σηµάδεψαν την αναγνωστική µου εφηβεία, τότε που στις φοιτητικές παρέες εκείνα γύριζαν από χέρι σε χέρι, µε αποτέλεσµα τα περισσότερα εξ αυτών να µην πέρασαν ποτέ στην ιδιωτική βιβλιοθήκη, ήταν το Στόµα γεµάτο χώµα. Παρά την ελάχιστη εµπειρία που διέθετα µε µια, ίσως ακατανόητη και πιθανά αδικαιολόγητη, βεβαιότητα το είχα θεωρήσει αριστούργηµα, έτσι, σκεφτόµουν, θα ήθελα να γράφω. ∆εν θυµόµουν πολλά από εκείνη την ανάγνωση, πέρα από τον ξέφρενο χαρακτήρα της και τη βεβαιότητα περί αριστουργήµατος, ίσως και πως ανήκε στο σώµα της υπαρξιακής λογοτεχνίας που κάποια χρόνια αργότερα τόσο µε γοήτευσε και µε καθόρισε, όχι µόνο αναγνωστικά. Πριν από λίγο καιρό, οι εκδόσεις Κυψέλη ανακοίνωσαν την επικείµενη επανακυκλοφορία του βιβλίου αυτού σε νέα µάλιστα µετάφραση. Προσδοκίες και φόβος αποµάγευσης στα ύψη.
Και αν οι προσδοκίες µοιάζουν µάλλον δικαιολογηµένες, η αναγνωστική επιστροφή σε ένα λογοτεχνικό νησί που επισκέφτηκα µικρός µε γέµιζε από τον φόβο της κατάρρευσης του βωµού επί του οποίου είχα τοποθετήσει το Στόµα γεµάτο χώµα, η εµπειρία και το διαµορφωµένο µέσα στα χρόνια αισθητικό κριτήριο ακόνιζαν τα νύχια τους. Η επιστροφή είναι ταξίδι ολόκληρο, φορτωµένο αναπόφευκτα µε το σαµάρι της προηγούµενης εµπειρίας, που µέσα στα χρόνια ο µύλος της αφήγησης του παρελθόντος σµίλεψε, χωρίς να νιώθει την παραµικρή υποχρέωση να υπακούσει απέναντι στην αλήθεια —ποια αλήθεια ακριβώς, αν θέλουµε να είµαστε ειλικρινείς. Κάθε αφήγηση του παρελθόντος, ακόµα και η πλέον µύχια ή ανείπωτη, διέπεται από αναπόφευκτη µυθοπλασία.
Ένας άντρας µαθαίνει από τον γιατρό πως του αποµένουν µόλις λίγοι µήνες ζωής, τρεις λατινικές λέξεις, η αρρώστια, τιτλοφορούν το ελάχιστο µέλλον του. Βγαίνοντας από το ιατρείο θα βαδίσει προς τον σταθµό του τρένου, θα επιβιβαστεί και θα κατέβει νύχτα σε έναν έρηµο σταθµό. ∆υο άλλοι άντρες, επιθυµώντας να ξεφύγουν για λίγο από την καθηµερινή ρουτίνα του άστεως ανεβαίνουν στο ίδιο εκείνο βουνό να κυνηγήσουν και να ψαρέψουν. Όταν τον αντικρίσουν θα αρχίσουν, χωρίς δεύτερη, ούτε καν πρώτη, σκέψη, να τον κυνηγούν, στην παρέα τους θα προστεθούν σιγά σιγά και άλλοι άντρες, ένας δασοφύλακας και ένας βοσκός, µεταξύ άλλων.
Αυτή είναι η υπόθεση της ιστορίας αυτής που διαδραµατίζεται στα παρθένα βουνά του Μαυροβουνίου της τότε ενωµένης Γιουγκοσλαβίας. Μια απλή σε σύλληψη ιδέα, διαποτισµένη σε µεγάλο βαθµό από το παράλογο, που όµως στα χέρια του Στσεπάνοβιτς αποδεικνύεται αρκετή ως καύσιµη ύλη για τη νουβέλα αυτή, όχι απλώς για να ειπωθεί η ιστορία, αλλά για να λειτουργήσει ως η κορυφή ενός παγόβουνου, που κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και του ορατού κρύβεται το µεγαλύτερο µέρος του.
Είναι ένα από τα κύρια γνωρίσµατα της καλής λογοτεχνίας αυτό, όσα υπονοούνται και δεν λέγονται ευθέως να την καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό, χωρίς αυτό να συνεπάγεται, όχι όσο αφορά την καλή λογοτεχνία, µια προσποιητή κρυπτικότητα ή µια επιτήδευση ψευδοφιλοσοφικού ύφους.
Ο Στσεπάνοβιτς χρησιµοποιεί δύο αφηγητές, έναν παντογνώστη τριτοπρόσωπο που αφηγείται τις σκέψεις του κυνηγηµένου και έναν πρωτοπρόσωπο στο πρόσωπο του ενός εκ των δύο αρχικών κυνηγών. Αυτή η αφηγηµατική διαδοχή αποδεικνύεται υψηλά λειτουργική, καθοριστική για τη συνάρθρωση της νουβέλας, και όχι ένα απλό και στείρο εύρηµα εντυπωσιασµού. Τα ερωτήµατα, µε κύριο εκείνο του γιατί κυνηγούν αυτόν τον άντρα, µένουν αναπάντητα, παρότι φαινοµενικά είναι απλά στην απάντησή τους, απλά ωστόσο λόγω της απόστασης που χωρίζει τον αναγνώστη από τους διώκτες, από το πλήθος που βρίσκεται στο κατόπι του κυνηγηµένου άντρα, η εκ του ασφαλούς θέαση της παράλογης αυτής πράξης. Είναι, θα λέγαµε, ο τρόπος µε τον οποίο ο όχλος λειτουργεί, χωρίς να εκκινεί από µια στέρεα σκέψη, αλλεργικός στο διαφορετικό, σε εκείνο που στέκει έξω από την αντιληπτική του ικανότητα, εκείνη που τον καθησυχάζει και τον βεβαιώνει, µην επιτρέποντάς του να πέσει στο πηγάδια της µαταιότητας, της έλλειψης ξεκάθαρου νοήµατος που χαρακτηρίζει την ύπαρξη.
Το ζήτηµα της αυτοκτονίας, της ζωοφόρου αυτής προοπτικής, παρά την εν γένει αντίφαση που προκύπτει, αποτελεί ίσως τη µοναδική υπερδύναµη µε την οποία είναι οπλισµένος ο άνθρωπος, που νιώθει πως µπορεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του αφαιρώντας την. Αλλά και εκείνη η άλλη, η αντίρροπη, η επιθυµία για ζωή που εκβάλει από το ένστικτο της επιβίωσης, όταν το τέλος πλησιάζει δεν αποτελεί πια λύση αλλά συνθήκη προς αποφυγή.
Μπορεί η νουβέλα αυτή να µοιάζει απλή ως προς τα ερωτήµατα και τα ζητήµατα που θέτει, όµως η ποιότητα αυτών των ερωτηµάτων και ζητηµάτων είναι που την κάνει ταυτόχρονα σύνθετη και βαθιά φιλοσοφική, ακριβώς γιατί η απλότητα παύει πάραυτα όταν αρχίζει η διαπραγµάτευση. Θα επαναλάβω: η φιλοσοφική διάσταση της νουβέλας ούτε ψευδής είναι ούτε επισκιάζει τη λογοτεχνικότητα του κειµένου, αλλά, όπως της αρµόζει, διέπει τα κενά και τις ρωγµές τής αφήγησης, συνδιαµορφώνει το περιβάλλον εντός του οποίου το ανθρωποκυνηγητό λαµβάνει χώρα, και στο τέλος, ακόµα και όταν η µνήµη γύρω από την ακριβή υπόθεση φθαρεί ή χαθεί ολοκληρωτικά, εκείνη η αίσθηση της αγωνίας και της αγέλης ενάντια στο διαφορετικό θα επιζήσει στη µνήµη του αναγνώστη, επιτρέποντάς του, κατά ικανότητα ή βούληση, να την προσαρµόσει στα δικά του φίλτρα πρόσληψης και κατανόησης του φαινοµένου της ζωής, ίσως και στη διαµόρφωση ενός οδηγού πλοήγησης από τον κόσµο αυτό. Μπορεί, βέβαια, πάντοτε µπορεί, να περάσει και να µην τον αγγίξει, είθισται αυτό να συµβαίνει.
Πανηγυρική υπήρξε η επιστροφή αυτή, ξέφρενη και ενισχυτική του τότε εναποµείναντος στη µνήµη συναισθήµατος, αυτό είναι ένα πάρα πολύ σπουδαίο βιβλίο.