Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Στον Aγιο Γρηγόριο, στη Χρυσοσκαλίτισσα

Εννιά χρόνια θε νά ’ναι.
Mε το που ξετρύπωνε ο ήλιος, ανέβαινα τα ενενήντα οχτώ σκαλιά, στο φημισμένο μοναστήρι της Χρυσοσκαλίτισσας όταν, άξαφνα γίνηκα “στήλη άλατος” σαν άπλωσε υπερφυσικιά, γλυκιά η μελωδία, βγαλμένη από τα έγκατα της γης, θαρρείς, και γιόμισε βράχια, ουρανό, θάλασσα και ψυχές..
Στράφηκα, μια λουλακιά μολυβιά, μισή κάτω από τη γης μισή από πάνω, πλημμυρισμένη βυζαντινούς ύμνους, με τράβηξε.
Κατοχρονίτικος ο τοίχος, ένα μέτρο πάχος, κι η βαριά από μαδέρια καϊκιών, χιλιοδουλεμένη πόρτα, ποτισμένη αρμύρα και λιβάνι, μας κατάπιε.
Αψηλά ο θόλος, ένας φεγγίτης καρσί, δέκα παλιωμένες καρέγλες κι ένα πρόχειρα στερεωμένο σανίδι που ειρωνευότανε τα ακριβά στασίδια, αφήνανε στην τόπο για καμιά χούφτα προσκυνητές, που, ακόμα δεν είχανε μαζωχτεί.
Δυο μαυρισμένα απ’ τη πολυκαιρία καντήλια στο ξύλινο τέμπλο, στέλνανε αχτίνες στα αγιασμένα πρόσωπα.  Ζερβά, στη γωνία, δίπλα στη Παναγιά, οικοδεσπότης μεγαλόπρεπος, στα άσπρα του ρούχα τα ιερά με το φωτοστέφανο και το ευαγγέλιο στο ένα χέρι να μας ευλογά, ο Άγιος Γρηγόριος.
Τον ασπάστηκα ευλαβικά, κι ως πισωπάτησα λίγο, η πλάτη μου κάτι έσπρωξε. Γύρισα, σε έκσταση αυτός, μέσα στο τριμμένο του στοιχάρι, σχεδόν κλειστά μάτια, ασπριδερή γενειάδα, κι αναριεμένα στο κρανίο ατζιδερά τα μαλλιά του, δε σάλεψε, δε μετακούνησε, δε σταμάτησε τους ύμνους τους στεντόρειους.
Βάλθηκα συγγνώμη να ζητήσω, μάταια.  Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν υπήρχε.
Κι απροστάτευτος, βρέθηκα ανάμεσα Άγιο Γρηγόριο και παπά Νεκτάριο.
Κούρνιασα στη γωνιά να απολαύσω τροπάρια και μυσταγωγία, να χωρέσουν κι οι πιστοί, που ευλαβικά ανάβανε το κερί τους. Οχτώ όλοι κι όλοι μαζί με τον Αλέξανδρο, που είχε έρθει χιλιόμετρα πολλά, από Καλάθαινες, να ψάλλει.
Τέλειωσε η λειτουργιά, πήραμε αντίδωρο, και καθισμένοι στα πέτρινα σκαλοπάτια, απ’ όξω, πιάσαμε ψιλοκουβέντα με την ελπίδα μπας και κάποιος φιλοτιμηθεί για κανένα καφεδάκι. Ήμασταν βλέπεις από τις έξι στο πόδι χωρίς νερό και μπουκιά, για την κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων.
Ξεπρόβαλε από το εκκλησάκι στα μαύρα και με το καλυμμαύκι ο παπάς, με άλλο πρόσωπο, σα το δικό μας, ανθρώπινο τούτη τη φορά,
-Καλημέρα και καλώς ορίσατε·  είπε, και πήρε θέση στην παγωμένη πέτρα.
Κουβέντες φιλοφροσύνης κι εθιμοτυπικές στην αρχή, γλήγορα γυρίσανε στο θέμα· που μας έκαιγε.
Aκουσε ο παπά Νεκτάριος, απολογήθηκε.
-Συγνώμη, το κελί είναι κλειστό κι η ακκλησιά ρημαγμένη. Αδειανή· πάνω εκεί είναι τα σύνεργα· καφές και φλιτζανάκια. Ούτε εικόνα ούτε καντήλι δεν απόμεινε. Τα πήρανε! Hρθανε παπάδες και μαστόροι, εντολή από πάνω, θα γίνει λέει αναπαλαίωση της Μονής.
Κοιτάξαμε αψηλά, στη κορφή του βράχου η ακκλησιά, με τη μεγάλη πόρτα από ξύλο και σίδερο καμωμένη, ορθάνοιχτη, να χάσκει.

Κάποιος σηκώθηκε αμείλιχτος, απομακρύνθηκε, γύρισε μ’ ένα σακούλι  στο χέρι.  Τ’ άνοιξε, μας κέρασε απ’ ένα κουλουράκι λαδερό. Πήραμε και δεύτερο, έκανε να το κλείσει.
-Άστα κάτω, μα θα φαγωθούν, είπε ο ψάλτης.
Χάθηκε κι ο παπάς, ξαναφάνηκε μ’ ένα μπουκάλι μισόκιλο, σχεδόν γεμάτο κρασί κι ένα μικρό μπρίκι χάλκινο.
-Δεν έχω πράμα άλλο να σας κεράσω σήμερα, μα δεν είναι αμαρτία. Πιέστε μια ουλιά απ’ αυτό πού ‘ναι διπλά ευλογημένο. Κι αφού γέμιζε το μπρίκι που το ‘χε για το ζέο σαν ετοίμαζε την Αγία Κοινωνία,  με το υπόλοιπο από το ανάμα, το ‘δινε στον κάθε ένα με τη σειρά, και το έπινε.
Μέχρι να τελειώσει, να, και το άλλο μπουκάλι, σαν από  θάμα στο χέρι του Αλέξαντρου, γιομάτο ρακί, που το κράταγε λέει, για τον πονόδοντο, έγινε κι αυτό μερδικά στο χάλκινο το σκεύος.
Τελειώσανε όλα. Ανάμα, τσικουδιά και κουλουράκια. Ζεσταθήκαμε, λυθήκανε οι γλώσσες.
Παραμέρισε το φαρδύ μανίκι, άπλωσε το ροζιασμένο χέρι του ο παπά Νεκτάριος, και με το χοντρό του δαχτύλι, σαν αγκίστρι μαγκωμένο, έδειξε στη μέση του βράχου· δίπλα στα σκαλιά.
―Αυτό το σπηλιάρι που θωρείτε, επί Τουρκοκρατίας έσωσε το ναό. Ήτανε γιομάτο αγριομέλισσες.. Κι άμα ήρθε έπαέ το πρωτοπαλίκαρο του Ιμπραήμ, ο ματοβαμμένος Χουσεΐν Μπέης, που είχε γκρεμίσει δέκα ακκλησιές στα Εννιά Χωριά, καθώς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια, χιμήξανε αγριεμένες, σύννεφο οι μέλισσες, τους καταφάγανε, πήρανε δρόμο οι Τουρκαραπάδες, γλύτωσε το μοναστήρι.
Κάτσαμε ώρα πολύ στα πέτρινα σκαλοπάτια, φάνηκε ο πιο νιος της συντροφιάς που ήτανε χαμένος, σκόρπισε στο πεζούλι μιαν αγκαλιά φρέσκα κουκιά και τρεις αγκινάρες, απ’ του μοναστηριού το περιβόλι κομμένα, ξετρύπωσε κι ένα μπουκαλάκι τσικουδιά από τη τσέπη του, τα καθαρίσαμε μονοκοπανιάς, φχαριστηθήκαμε ούλοι.
Πέρασε η ώρα, σηκωθήκαμε ανάλαφροι, χαιρετιστήκαμε.

* gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα