Εκεί, στα ριζά της κορφής του Εξύμνου της χιλιοτραγουδημένης απ’ τη λυρική ποήτρια Σαπφώ σαν ανέβαινε με τις μαθήτριές της κι υμνούσαν την ομορφιά της φύσης και το μεγαλείο του έρωτα, εκεί, εφαπτεστά της γαληνεμένης τεχνητής λίμνης που μαζώνει τα νερά απ’ τα καματερά βουνά για να ποτίσει τον κάμπο της Ερεσού, λίγο παρέκει το ξακουστό βασίλειο του Μάκαρα και τους τίμιους εργάτες που κανακεύουν γης και ζωντανά, σε ένα κοίλωμα ανοιχτής χαράδρας, ανάμεσα σε λόφους που τη στεφανώνουν και σχηματίζουν ένα γιγάντιο, θαρρείς, πιθάρι, είναι γερά γατζωμένο, πέντε αιώνες τώρα, το αγνοημένο βυζαντινό μοναστήρι των Παμμέγιστων Ταξιαρχών Πιθαρίου.
Πάμπολλοι οι αποχωρητές της κοινωνίας κι υμνητές του Λόγου του Θεού, βίωναν εδώ απ’ τις πρώτες δεκαετίες του 1500 μ.Χ. σμαρωμένοι στα βυζαντινότροπα κελιά και δίνανε μια ξέχωρη αίγλη στην περιοχή ολάκερη, μα με την πάροδο των αιώνων, φθίνουσα γίνηκε η πορεία του ώσπου το 1938, εφτά χρόνια μετά τη συγχώνευσή του με το φημισμένο γειτονικό μοναστήρι του Υψηλού, άρχισε να λειτουργεί ως εκκλησιαστικό σωφρονιστήριο για τους άγαμους κληρικούς τους παραβάτες γραπτών τε και άγραφων νόμων. Η λειτουργία του όμως διακόπηκε με την γερμανική κατοχή και συνεχίστηκε το 1964.
Πρόσφατα, ελέω Θεού, και με την αμέριστη φροντίδα του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβου, το Πιθάρι αναστήθηκε και λειτουργεί προς το παρόν με αδελφότητα δύο μοναχών. Όλη αυτή την περίοδο και μέχρι σήμερα οι εργασίες ανακαίνισης των κτηρίων και των χώρων της μονής συνεχίζονται αδιάκοπα, με την προσωπική εργασία πολλών ιερομονάχων και ιερέων της Mητροπόλεως. Σε τούτο το μονόχωρο Καθολικό, με τα σπάνιας τέχνης ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες, με τη βάση της Aγίας Tράπεζας να επιστέφεται από αντεστραμμένη βάση αρχαίου κίονα, κι από πάνω η μαρμάρινα πλάκα, ξέκρινα τον άυλο, αρχιμανδρίτη Παρθένιο να λειτουργεί και γονατιστό να ικετεύει για τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Κι ως έστεκα παράπλευρα το δεσποτικό με προσευχές κι ευχαριστίες στον Πανάγαθο που ήμουν ζωντανός με όλες μου τις αισθήσεις, διψασμένο σφουγγάρι, να ρουφούν την κάθε στιγμή μυσταγωγίας, συγκλονίστηκα, ένας αγέρας με συνεπήρε και μελωδικοί, βυζαντινοί ήχοι με κυκλώσανε, πλημμύρισαν όλη την κιβωτό ετούτη, ξεχύθηκαν από την πόρτα και το παραπόρτι, σμίξανε με της Σαπφώς και του Τέρπανδρου το λυρισμό κι ακόμα πιο πάνω ως των Αγγέλων τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξαστικοί ύμνοι γινήκανε, στα ουράνια φτερούγιζα κι από κάθε γωνιά στερεοφωνική η ψαλμωδία τρύπωνε στο μεδούλι και μ’ αγκίστρωνε, ανάξιο δέκτη, υπηρέτη και δοξαστή του μεγαλείου ετούτου που έχουμε, ή μπορούμε να εύρουμε αν έχουμε πίστη αληθινή, και που πολλοί το αγνοούν, το ποδοπατούν και βυθίζονται σε τέλματα απύθμενα, ψάχνοντας για πιότερα αγαθά υλικά, αγνοώντας τα πνευματικά και ψυχικά αμύθητα πλούτη.
Ακροπατώντας, σαν τέλεψε η λειτουργιά, πήρα απ’ το ροζιασμένο χέρι το μυρωδάτο, αντίδωρο, λυπήθηκα ειλικρινά που δεν ήμουνα έτοιμος να κοινωνήσω των αχράντων μυστηρίων, κατέλυσα κάθε ψιχουλάκι και βγήκα από την εκκλησιά για να αντικρίσω τον ίδιο αρχιμανδρίτη και λειτουργό χωρίς άμφια ιερά, έναν επαναστάτη, θαρρείς, έναν αεικίνητο ασκητή, που πρόσταξε να πάμε στο λυτό αρχονταρίκι.
Μας πρόσφερε ο ιερομόναχος ο καλλίφωνος Σεραφείμ καφέ με ό,τι παξιμαδάκια-βουτηματάκια είχανε προσκομίσει οι λιγοστοί επισκέπτες, ακούσαμε λόγια ζυμωμένα πίστη, αγάπη κι αγώνα κι ως φεύγαμε, έσφιξα την ατζιδερή παλάμη των μοναχών, προσπάθησα να φιλήσω, δεν μου το επέτρεψαν και μόνο που με παρότρυναν να προσκυνήσω στην καινούργια πετρόχτιστη εκκλησιά της Παναγίας, που ήταν στην αρχή του μοναστηριού. Όπως μπαίνουμε αριστερά.
Βλέποντας ο Ηγουμενεύων Παρθένιος τον θαυμασμό μας γι αυτό το έργο τέχνης, μας είπε με μια ιερή ικανοποίηση και θαυμασμό.
-Ξέρετε ποιος μάστορας την έχτισε;
Στην άγνοιά μας συμπλήρωσε.
-Εξ ολοκλήρου έργο του Ηγούμενου του Υψηλού, αρχιμανδρίτη Ραφαήλ.
-Εσείς; ρώτησα.
-Εγώ δεν είμαι καλός μάστορας. Κουβαλούσα όμως πέτρες, άμμο, λάσπη….
Έφυγα με μια πληρότητα ψυχής και πνεύματος, και τάξιμο σε μένα, γρήγορα να ξαναβρεθώ στον ίδιο παραδεισένιο τόπο.